Η αυτοαπομόνωση μπορεί να προκαλέσει αισθήματα μοναξιάς και απογοήτευσης. Σημαντικοί καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια των αιώνων έχουν κατορθώσει να περιγράψουν με τρόπο συγκλονιστικό την ανθρώπινη συνθήκη στο έργο τους. Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος της τέχνης, να μιλά για τον κόσμο, αλλά και να τον δημιουργεί.

Στον πίνακα «Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης» του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, η μοναξιά και η απομόνωση απεικονίζονται ως ένα είδος νίκης. Ο περιπατητής κυριαρχεί στο τοπίο και έχει την πλάτη του σε εμάς. Απολαμβάνουμε και εμείς μαζί του τη θέα. Το έργο μάς καλεί να μοιραστούμε τη μοναξιά, αλλά και το μεγαλείο του τοπίου. Ο Edmund Burke είχε γράψει σχετικά: «Ό,τι διεγείρει τις ιδέες του πόνου και του κινδύνου ή μιλάει για το φρικτό και τον τρόμο, είναι πηγή για το μεγαλειώδες, καθώς παράγει ισχυρότατα συναισθήματα.»

Οι ρομαντικοί πίνακες του Φρίντριχ είναι ένα βάλσαμο για όσους από εμάς υπομένουμε τον εκούσιο εγκλεισμό, μακριά από την απεραντοσύνη των τοπίων αυτού του είδους. H περιγεγραμμένη, κλειστοφοβική μας μοναξιά είναι πολύ διαφορετική από εκείνη του ορειβάτη.

Ο Φρίντριχ χρησιμοποίησε τον ποταμό Έλβα για έναν άλλο πίνακα. Το έργο “Γυναίκα στο παράθυρο” δείχνει μια γυναικεία φιγούρα από πίσω για άλλη μια φορά, επιτρέποντάς μας να δούμε λίγα από αυτά που μπορεί να δει – την κορυφή του πανιού ενός πλοίου και λεύκες στο βάθος. Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από τη φαντασία μας. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο, κλίνει ελαφρώς προς τα αριστερά, αντίθετα προς τον ιστό του πανιού. Υπάρχει μια αίσθηση λαχτάρας στον πίνακα, το κεφάλι της γέρνει ελαφρώς προς τη μία πλευρά. Θα μπορούσε να είναι μια μεταφορά για τη ζωή της. Μπορεί απλώς να παρακολουθεί τη ζωή να περνά, χωρίς να μπορεί να πάρει μέρος. Ίσως να λαχταρά περισσότερα. Το δωμάτιο που βρίσκεται είναι σκοτεινό αλλά όχι μικρό. Η θέα της – ο έξω κόσμος – είναι φωτεινή και φιλόξενη.

Ο Φρίντριχ είπε ότι η ενδοσκόπηση είναι το κλειδί για το έργο ενός καλλιτέχνη: «Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει απλώς να ζωγραφίζει αυτό που βλέπει μπροστά του, αλλά και αυτό που βλέπει μέσα του». Αυτό είναι σίγουρα κάτι που ο Έντουαρντ Χόπερ εξερευνά επανειλημμένα στο έργο του.

Η μοναξιά είναι το κεντρικό θέμα στον πίνακα «Automat» του Χόπερ (1927). Βλέπουμε μια γυναίκα που κοιτάζει ένα φλιτζάνι καφέ. Το automat ήταν ένας τύπος εστιατορίου, όπου σερβίρονταν απλά τρόφιμα, όπως σούπα, σάντουιτς και ποτά, από μηχάνημα αυτόματης πώλησης. Δεν υπήρχε καμία ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Όταν ο Χόπερ ζωγράφισε τον πίνακά του, ανάλογα εστιατόρια εμφανίζονταν παντού στην Αμερική. Έτσι, κατέγραψε μια απομονωμένη σκηνή σε μια τοποθεσία της πόλης. Η γυναίκα κρατά το παλτό και το καπέλο της και ένα γάντι, ίσως υποδηλώνοντας ότι δεν σκοπεύει να μείνει εκεί πολύ. Η καρέκλα απέναντί της είναι άδεια. Περιμένει κάποιον ή έχει φύγει κάποιος;

Ο πίνακας «Nevermore» (Ποτέ πια) του Πολ Γκογκέν δείχνει μια γυμνή γυναίκα ξαπλωμένη μόνη. Πίσω της διακρίνουμε δύο γυναικείες φιγούρες που πιθανώς τη σχολιάζουν. Οι μετα-ιμπρεσιονιστές όπως ο Γκογκέν χρησιμοποίησαν τη λογοτεχνική αναφορά ως έμπνευση για τους πίνακές τους. Το κοράκι στον πίνακα προέρχεται από το ποίημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, «Το Κοράκι» όπου υπάρχει η φράση «Ποτέ πια» ως μοτίβο.
Στο ποίημα, το κοράκι είναι το σημάδι ενός κακού οιωνού. Στον πίνακα, λόγω του μεγέθους και του σχήματός του, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν πρόκειται για ένα πραγματικό πουλί, αλλά μάλλον μια διακοσμητική φιγούρα. Η γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι φαίνεται να ακούει (τα μάτια της λοξοκοιτούν) σαν να προσπαθεί να μάθει τι λέγεται στο δωμάτιο.
Η μοναξιά, σε αυτήν την περίπτωση, αφορά τόσο τη σκέψη πως άλλοι διασκεδάζουν, συζητούν, ή ακόμα και κουτσομπολεύουν, όσο και τη μοναξιά την ίδια ως κατάσταση. Και εκεί βρίσκεται η διαφορά μεταξύ μοναξιάς και μοναχικότητας: η μοναχικότητα είναι μια επιθυμητή και ανεκτή από το άτομο κατάσταση, ενώ η μοναξιά υποδηλώνει μια βαθιά επιθυμία η απομόνωση να λάβει κάποτε τέλος.