Η Εύα Καϊλή αποτελεί γνήσιο τέκνο της μεταδημοκρατικής και μεταπολιτικής εποχής των τελευταίων είκοσι ετών. Ως φαινόμενο, ενσαρκώνει το τυπικό παράδειγμα πολιτικού που έχτισε καριέρα την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, σε μια περίοδο δηλαδή που η επικοινωνία και το λάιφ στάιλ είχαν ήδη αρχίσει να εκτοπίζουν την επίδραση των ιδεολογιών και των πολιτικών προγραμμάτων και να μετασχηματίζουν την πολιτική πράξη σε ζήτημα ευρύτερων πολιτισμικών ταυτοτήτων.

Ξεκίνησε την πολιτική της διαδρομή το 2002 ως δημοτική σύμβουλος στον δήμο Θεσσαλονίκης με την παράταξη του Σπύρου Βούγια, πρώην υφυπουργού στη δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη (2001-2002). Μέλος της νεολαίας ΠΑΣΟΚ από το 1992 και με σπουδές στην αρχιτεκτονική παρουσιάστηκε ως το φρέσκο πρόσωπο που τόσο ανάγκη είχε η πολιτική ζωή της χώρας αλλά στην πραγματικότητα τα μοναδικά της προσόντα ήταν η εμφάνισή της και οι γνωριμίες. Για κάποιον παράξενο λόγο η θητεία της στον δήμο αξιολογήθηκε ως σοβαρό προσόν για να παρουσιάζει δελτία ειδήσεων στο Mega για τέσσερα χρόνια (2004-2007), ενώ το 2007 εξελέγη πρώτη φορά βουλεύτρια Α Θεσσαλονίκης με το ΠΑΣΟΚ, θέση που διατήρησε και μετά τις εκλογές του 2009. Στις εκλογές του 2012 μάλιστα αναδείχθηκε πρώτη σε ψήφους για το κόμμα της και το 2014 εκλέγεται για πρώτη φορά ευρωβουλεύτρια εξαργυρώνοντας τη δημοτικότητά της, ενώ το 2019 εκλέγεται ξανά στην ίδια θέση.

Ο πολιτικός της λόγος φανέρωνε εξαρχής σημαντικό κενό πολιτικής-πολιτειακής παιδείας και συγκρότησης με ταυτόχρονο έλλειμμα στην εκφραστική ικανότητα και τη χρήση της γλώσσας.

Επέλεξε σταθερά να τοποθετείται στα δεξιά του ΠΑΣΟΚ στηρίζοντας ανοιχτά τον Βενιζέλο το διάστημα 2012-2015 και στη συνέχεια τον Ανδρέα Λοβέρδο (Νοβάρτις) βρισκόμενη μαζί με άλλους (Διαμαντοπούλου) σε εκείνη την πλευρά του κόμματος που δύσκολα θα διέκρινε κανείς τη γραμμή διαφοροποίησης με τη ΝΔ.

Από τον καιρό που ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος η Φώφη Γεννηματά η Καϊλή – όπως κι οι Λοβέρδος, Διαμαντοπούλου, Φλωρίδης – συμπεριφερόταν σαν να ανήκει στη Νέα Δημοκρατία. Ακροκεντρώα ρητορική, ένταξη στο αντισύριζα μέτωπο, στήριξη Μητσοτάκη, εμπόριο πατριωτισμού στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών για να χαϊδέψει τα αυτιά των Μακεδόνων ψηφοφόρων της. Γνωρίζοντας δε ότι η μεγάλη μάζα των τελευταίων προσδιορίζεται πολιτικά στην ουσία μέσω ενός απολίτικου πλαισίου, οι δημόσιες τοποθετήσεις της χαρακτηρίζονταν από κακοχωνεμένες μέινστριμ θέσεις γεμάτες εμπάθεια και μίσος για την κοινωνία («τα επιδόματα είναι για τους τεμπέληδες»). Βέβαια, ο τύπος πολιτικού που εκπροσωπεί η Καϊλή βλέπει την πολιτική καριέρα ως όχημα κοινωνικής και οικονομικής ανόδου και καθόλου ως όραμα που αντιστοιχεί σε δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα. Η απληστία της κάνει τον θόρυβο από την πτώση της εκκωφαντικό και επαναφέρει την ανάγκη να αναλυθεί ως γενικό φαινόμενο της σύγχρονης πολιτικής και δημόσιας ζωής.

Προφανώς το κριτήριο ψήφου «μέτρια, χωρίς πολλά εφόδια αλλά νέα και όμορφη» δεν οδηγεί ούτε καταλήγει κατ’ ανάγκη σε παράνομο πλουτισμό ή φαινόμενα διαφθοράς, όμως όταν αυτό συμβαίνει και μάλιστα ύστερα από μια πορεία με πολλά σκοτεινά σημεία, τότε γίνεται πρόβλημα σοβαρό.