Χειμώνας, κάποια στιγμή γύρω στο 1987 με 1988 στην οδό Νίκης. Ανάμεσα στο “Φτεράάά, φτεράάάάα” ο Ανδρέας φώναξε και τις λέξεις “Μωρό μου”. Το “Μωρό του” ήταν ένας καθώς πρέπει κύριος που φορούσε τραγιάσκα, η ηλικία του ήταν 80 παρά κάτι ή, ας το πούμε, εβδομήντα και βάλε και στην τσέπη της εκρού καπαρντίνας του εξείχε είχε μια προσεκτικά διπλωμένη εφημερίδα.

Στη διάρκεια της διαδρομής του ο Ανδρέας ένωνε συνειδήσεις, απενοχοποίησε το ενοχοποιημένο. Κανείς δεν αντιστεκόταν. Στη θέα της αυτοσχέδιας προζας του ο κόσμος χαμογελούσε πηγαία. Ο Ανδρέας, που άφησε την τελευταία του ανάσα χτες, ήταν ένα σύμβολο της πόλης. Το ότι πουλούσε “φτερά” ήταν απλώς μια δικαιολογία για να βγαίνει σε αυτό που σήμερα λέμε «ιστορικό κέντρο της Αθήνας» και να δηλώνει την παρουσία του.  Οι περατζάδες του ήταν δήλωση, ήταν και γεγονός. Στα 70’s και στα 80’s, στο άκουσμα «Φτεράάά» στα γραφεία της Αιόλου και της Ερμού οι γραφομηχανές σιωπούσαν και τα πρόσωπα των εργαζομένων κολλούσαν στα παράθυρα για να παρακολουθήσουν την παρέλασή του. 

Η είδηση γύρω από τον θάνατό του κυκλοφορεί όπως του αξίζει. Μυθικά. “Ποιος ήταν πραγματικά ο Ανδρέας Νομικός;” “Πώς ένιωθε πριν βγει να αλώσει την Αθήνα με τα φτερά του;” Ο Ανδρέας έγινε ρόλος, μικρός, σε ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου παίζοντας τον εαυτό του. Η θηλυπρέπειά του έγινε ήχος της πόλης.  Η Αθήνα δεν θα είναι η ίδια μετά τη φυγή του. 

Καλό ταξίδι Ανδρέα.