Κώστας Β. Ζήσης

Το πρώτο πράγμα που αποκομίζεις, είναι η ολοφάνερη καταβολή του έργου από τη «Δίκη» του Φραντς Κάφκα. Ήδη ένα απόσπασμα της, το διαβάζεις στις οθόνες όσο ο κόσμος προσέρχεται.  Ο δραματουργός  της Σάουμπυνε, Marius von Mayenburg γράφει για μια σύγχρονη περιπλάνηση, αυτήν την φορά του Μ., σε ένα άλλο αναβαθμισμένο και εξελιγμένο μετασύμπαν-παγίδα της ανθρωπότητας, όπου ο άνθρωπος δεν εγκλωβίζεται σε γρανάζια εξουσίας αλλά απειλείται από τον ίδιο τον Άνθρωπο, που είναι παραδομένος στο αίσθημα της πείνας, με τον κανιβαλισμό να έχει επικρατήσει ως μέσο επιβίωσης.  Το έργο, δείχνει από την αρχή τις προθέσεις του, προβάλλοντας την ατομική επιβίωση ως κυρίαρχο μέλημα, συνθήκη που εξελίσσεται και δυναμώνει όσο προχωράει η παράσταση.

Ο Γιώργος Κουτλής, νέος σκηνοθέτης που ως φαίνεται αποτελεί ελπιδοφόρο poulain πολιτιστικών φορέων, ιδρυμάτων και θεσμών, ξεκινώντας πριν δύο χρόνια την καριέρα του με μια παράσταση στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού (στην ανασύσταση της οποίας από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του κ. Γιάννη Μόσχο, ορίστηκε επικεφαλής της για την τρέχουσα θεατρική περίοδο) και μετά από μια μεγάλη εμπορική επιτυχία στους «Παίχτες» του Νικολάι Γκόγκολ, συμπεριλήφθηκε στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2022 βάζοντας ένα στοίχημα (περισσότερο θεωρώ με τον ίδιο τον εαυτό του παρά με το κοινό) αν θα μπορέσει με το αποτέλεσμα του να επιβεβαιώσει αυτήν την (πρωτοφανή για νέο σκηνοθέτη)  εμπιστοσύνη και την αποδοχή που απολαμβάνει.

Το μεγάλο πρόβλημα της παράστασης είναι το ίδιο  το έργο. Που μεταπλάθει την εφιαλτική συνθήκη του καφκικού Κ. χωρίς να κρίνει απαραίτητο να δώσει εξηγήσεις, υπόσταση, παρελθόν, μέλλον, ιστορία.  Είναι σουρεαλιστικό το περιβάλλον, είναι φουτουριστικό, είναι αποκύημα φαντασίας, ένα όνειρο που ζει ο ήρωας, μια ημισυνειδησιακή κατάσταση υπνικής παράλυσης; Και ποιοι είναι αυτοί που απειλούν τον ήρωα ότι θα τον καταβροχθίσουν για να ικανοποιήσουν την πείνα τους; Άνθρωποι, εξωγήινοι, τέρατα, κάποιο άλλο είδος που δεν κυοφορήθηκε σε μήτρα (δεν έχουν καν αφαλό); Και γιατί έχουν όλοι το ίδιο πρόσωπο και στο βάθος τον ίδιο ρόλο (της απειλής); Και πως μετά από αυτήν την ψυχεδελική περιπλάνηση, με την εμμονικά επαναλαμβανόμενη πλοκή (η αρχική αγωνία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανία) όπου κάθε συνάντηση πλημμυρίζει από αίμα, όλα καταλήγουν σε ένα γλυκανάλατο ρομάντζο με υφολογία αναπαράστασης παραμυθιού από την Walt Disney; Όλα είναι ανοιχτά επειδή όλα είναι θολά, και επειδή επιμελώς ο συγγραφέας αποφεύγει να πάρει οποιαδήποτε θέση (έστω και σαν αιχμή), το έργο περιορίζεται σε μια στενόμυαλη δικαιωματίστικη διαδρομή, όπου κανείς εντέλει δεν ξέρει τι ακριβώς υπερασπίζεται και τι ακριβώς πολεμά.

Ο Γιωργος Κουτλής, ακολούθησε πιστά αυτήν την δυστοπική συνθήκη του έργου, σχεδόν κατά γράμμα, υπηρετώντας τα splatter στοιχεία του προκρίνοντας την επιλογή να αναζωπυρώνει σε στιγμές το ενδιαφέρον με εμβόλιμα κωμικά gags, ιδιαίτερα στην απόδοση των χαρακτήρων. Η αλήθεια, είναι ότι αυτή η επιλογή ενέχει μια σκηνοθετική ασφάλεια με απεικονιστικές καρικατούρικες ευκολίες. Οι σκέψεις εκφράζονται δυνατά εξυπηρετώντας την αφήγηση και επιχειρώντας να «τακτοποιήσουν» τη δράση, αναμειγνύονται με τα διαλογικά μέρη. Το δυστοπικό περιβάλλον που δημιουργικά στήνει στην σκηνή της Πειραιώς 260 (η Εύα Γουλάτου έχει κάνει θαυμάσια δουλειά ενώ η ίδια έχει επιμεληθεί και τα κοστούμια), είναι ο μεγάλος σύμμαχος αυτού του εφιαλτικού ταξιδιού του ήρωα, ο οποίος κινείται μέσα στα ομιχλώδη και θολά φώτα του Τάσου Παλαιορούτα υπό τη μουσική καθοδήγηση του Jeph Vanger. Η κίνηση του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου, είναι καθοριστική για τη σκηνική υπόκριση.  Ο σκηνοθέτης έχει εκμαιεύσει  εσωτερικότητα από την ερμηνεία του Βασίλη Μαγουλιώτη  (μόνιμου ως φαίνεται συνεργάτη του) στον κεντρικό ρόλο, σε βάρος πολλές φορές της ενέργειας που φανερά υπολείπεται στον ήρωα. Προφανώς η υπέρμετρη πνευματικότητα του χαρακτήρα ήταν σκηνοθετική επιλογή που την επέτεινε η διαμορφωμένη από κονσόλας βαθιά χροιά του. Με έντονη θεατρικότητα η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, επιβεβαιώνει την υποκριτική ποιότητά της και τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται ευλύγιστα και στις πιο δύσκολες απαιτήσεις του ρόλου. Μεγάλη αποκάλυψη ο Θάνος Λέκκας, με εξαιρετική πλαστικότητα όχι μόνο σωματική αλλά και υποκριτική, αλλάζει και μεταστρέφει ρόλους, χαρακτήρες , διαθέσεις  με έναν δυναμισμό γεμάτο ενέργεια, κρατάει  ο ίδιος, με αυτόν τον γεμάτο κόπο και δουλειά σκηνικό χαμαιλεοντισμό του, το ρυθμό και μετατρέπεται στην κεντρομόλο δύναμη της παράστασης. Τι σπουδαία εξέλιξη αυτός ο ηθοποιός!

Ο Γιώργος Κουτλής, ευτύχησε να δημιουργήσει μια παράσταση διεθνών προδιαγραφών, με άρτιο υλικοτεχνικό εξοπλισμό, να αξιοποιήσει δημιουργικά το προσεχτικά επιλεγμένο έμψυχο υλικό του,  και να αποδώσει τα μέγιστα σε ένα έργο που οπωσδήποτε δεν αποτελεί την πεμπτουσία της καινοτόμας γραφής . Οι ερμηνείες που καθοδήγησε και το σκηνικό περιβάλλον σφράγισαν την φεστιβαλική αυτή σκηνοθεσία του, κερδίζοντας τις εντυπώσεις στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως και ο ίδιος να ξεδιπλωθεί όντας παγιδευμένος στην apriori παράνοια του έργου.