Κώστας Β. Ζήσης

Βεβαίως και ήταν αναμενόμενο, ότι η παράσταση της «Αντιγόνης» που ανατέθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο πλαίσιο του φετινού κύκλου Αντιγονισμός στον νεαρό Αλέξανδρο Ραπτοτάσιο δεν θα ήταν ένα προφανές ανέβασμα. Ο σκηνοθέτης μετά  τις σπουδές του στην Αγγλία και με δύο μόνο παραστάσεις στην Αθήνα (Περί Τυφλότητας – BIOS 2017 και Hotel Apocalypse – Μπάγκειον 2018) και μια συνεργασία του με την Εθνική Λυρική Σκηνή  (Τα γεγονότα -2020), κλήθηκε να βουτήξει στα βαθιά και τα δύσκολα, καταπιανόμενος με ένα κλασικό κείμενο που υψώνεται στα κορυφαία της παγκόσμιας δραματουργίας και να δικαιώσει ή όχι την επιλογή της ανάθεσης του, παρά το νεαρό και το άγουρο της δημιουργίας του.

Εκείνο, ίσως, που δεν ήταν αναμενόμενο, ήταν η εργαλειοποίηση του έργου, για την εξυπηρέτηση της αισθητικής άποψης του και την απόδοση ενός σχόλιου για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τη λειτουργία τους, τους σκοπούς τους, τη χρήση τους και τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην εξουσία και την προπαγάνδα της. Ας είμαστε ξεκάθαροι, ο Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος είναι προφανές πως δεν ήθελε να κάνει Αντιγόνη (και δεν έκανε επί της ουσίας), τη συνθήκη αυτή ήθελε να εξυπηρετήσει και να «χτίσει» στη σκηνή. Θα μπορούσε, άνετα, με την  ίδια ακριβώς συνθήκη να ανεβάσει π.χ. «Βάκχες» ή «Οιδίποδα Τύραννο» ή ακόμα και την «Χαρτοπαίχτρα» του Δημήτρη Ψαθά (και βεβαιώ ότι η αποστροφή αυτή δεν κρύβει καμιά αποδοκιμαστική αιχμή ούτε στον νεαρό σκηνοθέτη αλλά ούτε και στον πολύτιμο θεατρικό συγγραφέα μας και το έργο του). Απλά, επιτείνω, αυτό που νοιώσαμε πολλοί, την τεράστια απόσταση Λόγου και Πράξης, και το πόσο ξένοι και ανοίκειοι στάθηκαν οι ήρωες της αρχαίας τραγωδίας μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Ακούσαμε τη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, με την ποίηση και το λυρισμό του Σοφοκλή, μέσα στο διαμορφωμένο πλατό ειδήσεων ή talk show ενός καναλιού σε μια παράσταση θορυβώδη στο ύφος, ναρκισσιστική στο περιεχόμενο. Τα θαυμάσια χορικά, εξουδετερώθηκαν στην κυριολεξία υπό τη μορφή ραπ τραγουδιού (Νέγρος του Μοριά), ή έκτακτων ανακοινωθέντων/διαγγελμάτων ή μικροφωνισμών, ενώ τα επεισόδια ρίζωσαν σκηνικά στη στατικότητα των τηλεοπτικών πάνελ. Ο συγκρουσιακός λόγος  έμπλεος εκατέρωθεν επιχειρημάτων, μετατράπηκε σε ξεμαλλιάσματα σε τηλεριάλιτι ή  σε τηλεπαράθυρα.

Αναγκαστικά όλη αυτή η συνθήκη οδήγησε την παράσταση σε μια κοινότυπη επιδερμικότητα, παρόλη την (έστω ευκαιριακή και εκ του ασφαλούς)«επαναστατική» πρόθεση. Επεξεργασμένη και επιβεβλημένη από την ίδια την μορφολογία της, μιας και μόνο έτσι μπορείς να καταπιαστείς με τα τηλεοπτικά προϊόντα με εξαιρετικά, καλοδουλεμένα, λειτουργικά και μάλλον πολυδάπανα, στο ύφος της  σκηνικά και φώτα από τον Marco Turcich, με κοστούμια της Μαρίας-Σεσίλ Ιγγλέση και μουσική από τον Γιώργο Πούλιο. Οι ερμηνείες από την άλλη, δυστυχώς, βρίσκονται σε απόδοση πρώτου επιπέδου, φοβάμαι ερήμην της ευθύνης των ηθοποιών. Γιατί όταν έχεις δει μόλις πριν λίγους μήνες την εξαίσια ερμηνεία της Κίττυς Παϊταζόγλου  στην «Αντιγόνη» του Ανουίγ –η ανάκληση στο μυαλό έρχεται αυθόρμητα (σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαπα), δεν μπορείς να δικαιολογήσεις σε καμία περίπτωση το υστερικό, στα όρια παραφροσύνης κορίτσι που υποκρίθηκε η ίδια ηθοποιός  στη σκηνή της Πειραιώς 260 (βεβαίως άλλες οι διαστάσεις των παραστάσεων, αλλά η ηρωίδα οφείλει να διατηρεί ακέραια τα βασικά χαρακτηριστικά του μύθου της, αλλιώς δεν μιλάμε για αυτήν αλλά για κάποια άλλη). Η επιλογή του Γεράσιμου Σκιαδαρέση να ερμηνεύσει τον Κρέοντα ως κουτοπόνηρο πολιτικάντη, αχυράνθρωπο στα χέρια άλλων εξουσιών (της θρησκευτικής, για παράδειγμα, όπως υπήρξε ο υπαινιγμός στο φινάλε) στάθηκε μάλλον αναμενόμενη και προφανής μετά την επιτυχία του ηθοποιού τα περασμένα χρόνια στον μονόλογο «Εκτός Ύλης ή Ο μονόλογος ενός καθ’ ομολογία παράλογου» του Κώστα Λεϊμονή (σκηνοθεσία Κωνσταντίνας Νικολαΐδη). Στον ίδιο επιδερμικό δρόμο καθοδηγήθηκαν και οι λοιπές ερμηνείες των Ελένης Καραγιώργη  ως Ευριδίκη- τηλεοπτική μάρτυρας  που μαθαίνει από τα κανάλια τα νέα, Χριστίνας Δαλαμάγκα στην Ισμήνη, Φοίβου Παπακώστα στον Αίμονα (απ΄ όπου εξαφανίστηκε δια παντός  ο ξεκάθαρος πολιτικός λόγος  του ήρωα εν μέσω του ριάλιτυ), Βίκυς Κυριακουλάκου στον Τειρεσία, Λάμπρου Γραμματικού στον Φύλακα και τον Άγγελο, με τις κοινές εδώ κωμικές αποχρώσεις που αποδίδονται στους ρόλους σε όλες πια σχεδόν τις παραστάσεις και τις διασκευές. Χορός δεν υπάρχει, υπάρχουν πανελίστες διαβαθμισμένοι  και τεχνικοί πλατό (Γιώργος Μπινιάρης, Ντέμπορα Οντόγκ, Βασίλης Καλφάκης, Ντίνος Γκελαμέρης, Ζωή Δρακοπούλου) με την κορυφαία Δανάη Λουκάκη να ηγείται ως παρουσιάστρια. Κοινό χαρακτηριστικό όλων, η αμετροεπής σκηνική καθοδήγηση τους να υπερβαίνει η μορφή το λόγο, αφαιρώντας από τους ήρωες τις αφετηρίες τους και μετατρέποντας τους σε πρόσωπα δίχως ιστορία.

Όλη αυτή η συνθήκη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος, δυστυχώς, δεν κόμισε κάτι καινούριο  έστω και καινοφανές στην Αντιγόνη, ο οποίος μάλλον επέμεινε στη δύναμη της εικόνας  και της επιδιωκόμενης δημιουργίας έντασης  (περισσότερο κινηματογραφικοί παρά θεατρικοί στόχοι), αφήνοντας το κείμενο και τους χαρακτήρες σε δεύτερη μοίρα, σε μια σκηνοθεσία που αγωνιά να επιβληθεί και διψάει για προβολή και εντυπωσιασμό. Και μάλλον δεν πείθει, ούτε με την επαναλαμβανόμενη προβολή  της κλασικής «Λίμνης των Κύκνων» με ένα προσηλωμένο κοινό άλλης εποχής να παρακολουθεί το χορόδραμα, ως σχόλιο για τη μούχλα τέχνης και κοινού (προλαμβάνοντας αμυντικά  ίσως τις όποιες αντιδράσεις), ούτε με την παράβαση όπου κουνάει επιδεικτικά δάχτυλο στο κοινό, στρέφοντας και ζουμάροντας την κάμερα στα πρόσωπά του. Και δεν πείθει, γιατί δυστυχώς επί της ουσίας δεν έχει να προτείνει τίποτα πραγματικά καινούριο, ανατρεπτικό και πρωτοποριακό  στη θέση τους (προς το παρόν τουλάχιστον)  ούτε στην  τέχνη ούτε στο κοινό της, γιατί αυτό που είδαμε είναι μόνο το παλιό με διαφορετική μορφή και ξαναζεσταμένο ως καινούριο (συμβαίνει και στην πολιτική αυτό).

Και ίσως, τελικά, όλα αυτά να μην είχαν και καμιά ιδιαίτερη αξία, αν τελικά αναδείκνυε το πολιτικό σχόλιο, το οποίο, έψαχνε «τρύπες» συνεχώς για να αποδράσει στην πλατεία από την σκηνή, χωρίς να το καταφέρνει. Γιατί, ακόμα και αυτό παρέμεινε αδύναμο και μονοσήμαντο, καταλήγοντας  στη μορφή της αβασάνιστης ευκολίας ψευτο-πολιτικών και αποπροσανατολιστικών συνθημάτων μέσων μαζικής δικτύωσης (Κρέων γαμ..σαι), καταδικάζοντας εντέλει την παράσταση σε μια απολίτικη στην ουσία της έκφραση μιας οπορτουνιστικής θυμικής αντίδρασης, που το αμέσως επόμενο λεπτό έχει πια ξεχαστεί.

Καταλήγοντας, θα είχε πραγματικά ενδιαφέρον μια ετερόδοξη σκηνική επαναδιατύπωση μιας αρχαίας τραγωδίας, όπως διαφαίνεται η πρόθεση της ανάθεσης, αρκεί το έργο να έχει διαβαστεί και να μην έχει εργαλειοποιηθεί.  Γιατί σε αυτά τα έργα, αναπόφευγκτα το αποτέλεσμα πάντα θα κρίνεται από το σύνολο των κατά ποσόν και κατά τα ποιόν μερών τους. Και βεβαίως από το βαθμό της συγκίνησης, από τον «έλεον» και τον «φόβον», στοιχεία που δυστυχώς εξέλιπαν παντελώς από την παράσταση. Σκληρή η διαπίστωση, αλλά αυτό αισθανθήκαμε.

φωτο: Μιχάλης Κλουκίνας