Κώστας Β. Ζήσης

Έχοντας παρακολουθήσει και πάλι στην Πειραιώς και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου την περσινή παράσταση  του Χιλιανού Marco Layera Navarro, «Τοπία χωρίς χρώμα», παράσταση αμφιλεγόμενη ως προς τις προθέσεις (να θυμίσουμε πως περιεχόμενο της ήταν η έμφυλη βία και  η κακοποίηση των γυναικών, σε ένα θέατρο-ντοκουμέντο εξαιρετικά ωμό και αληθινό, με ένα φινάλε ωστόσο που άφηνε σε πολλούς από εμάς υποψία αν όχι δικαίωσης, σίγουρα κάποιας δικαιολόγησης του στρατιωτικού καθεστώτος του Πινοσέτ), η αλήθεια είναι πως προσήλθαμε στον Χώρο Β της Πειραιώς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Είδαμε λοιπόν, κάτι πολύ διαφορετικό. Ένα άλλο θέατρο,  με παντελή έλλειψη λόγου, και με την κίνηση και την εικόνα (όχι τη σκηνογραφική, αλλά την ερμηνευτική) να είναι οι μόνοι πρωταγωνιστές. Σε ένα διακριτικό, εξαιρετικά κομψό σκηνικό, με το ανσάμπλ να ανακαλεί στο μυαλό «άτακτα» και «σκανταλιάρικα» ξωτικά,  δεκαπέντε επεισόδια-σταθμοί, αφηγούνται βουβά μια ιστορία εξαιρετικής βίας . Ο Marco Layera Navarro, δεν θίγει επεισόδια γενικής και αόριστης βίας, αυτής της γνωστής καραμέλας , της «καταδικασμένης απ΄όπου και αν προέρχεται». Στο στόχαστρό του μπαίνει  η κρατική βία και καταστολή και τη εξουσία που την ασκεί. Αντλεί υλικό από την ιστορία της χώρας του, και από τα πρόσφατα γεγονότα του μεγάλου ξεσηκωμού του  Χιλιανού λαού για την καλυτέρευση του βιοτικού του επιπέδου (είναι γνωστά τα γεγονότα της περιόδου 2019-2021), και παρουσιάζει τη χώρα του (που θα μπορούσε να είναι και κάθε χώρα παραδομένη στον καπιταλισμό και την φτωχοποίηση του λαού) ως ένα απαρχαιωμένο μουσείο με τους φύλακες  της (τα όργανα καταστολής) , με κεντρικό του έκθεμα την απεικόνιση της κοινωνίας ως φάντασμα. Από εκεί και πέρα ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας και παρακολουθούμε όλη την  διαδικασία και τους μηχανισμούς εξάσκησης βίας στους διαμαρτυρόμενους πολίτες. Γινόμαστε μάρτυρες διαδήλωσης, ακούμε τα σφυρίγματα και δεχόμαστε τα κυνηγητά της αστυνομίας, την κλαγγή των όπλων και των αρμάτων, οσμιζόμαστε καπνογόνα, συναντιόμαστε με τραυματίες και νεκρούς, ακολουθούμε κηδεία των θυμάτων, για να έρθουμε τελικά  κατά μέτωπο με μια κοινωνία διαβρωμένη, ομοιόμορφα ντυμένη και εξαιρετικά χειραγωγημένη. Ενδιάμεσα παρακολουθούμε ιντερμέδια, σκληρά ωμά, βάναυσα: τα βασανιστήρια που υφίσταται αγωνιστές σε υπόγεια και κρατητήρια καταστημάτων καταστολής. Θα δούμε σε απόλυτο ρεαλισμό βγάλσιμο δοντιών, σύσφιξη γεννητικών οργάνων, γδάρσιμο δέρματος, σεξουαλική κακοποίηση, ματωμένα και βασανισμένα κορμιά που αγωνίστηκαν για ένα καλύτερο αύριο  σε μια ατμόσφαιρα που προκαλεί σφίξιμο στο στομάχι, θλίψη αλλά και οργή.  Ο μοναδικός Λόγος που ακούγεται (και μάλιστα στα ελληνικά από τον Λευτέρη Πολυχρόνη) είναι η απολογία του οργάνου καταστολής , του αστυνομικού ή του μπάτσου, ο οποίος έχει αναλάβει αυτόν τον βρώμικο ρόλο και ο οποίος προσπαθεί να δικαιολογήσει τον ρόλο του ως υπερασπιστής και ταγός της έννομης τάξης και της «δημοκρατίας».  Η παράσταση τελειώνει με εντυπωσιακό τρόπο, όπου ένα νεκρό, βασανισμένο και κακοποιημένο γυναικείο κορμί, «παραδίνεται» στην φυσική θέση του στην κοινωνία και εναποτίθεται «άψυχο» ανάμεσα μας  παραμένοντας εκεί μέχρι να αποχωρήσει και ο τελευταίος θεατής. Απομένει η τελευταία κραυγή της πολιτικής και κοινωνικής μασκαράτας  του σύγχρονου κόσμου: «Κανένας δεν τόλμησε να σταματήσει αυτό το πάρτυ. Σήμερα, δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη…», αφήνοντας και πάλι μια αμφίσημη αιχμή για την ματαιότητα και αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών αγώνων.

Όλα αυτά συμβαίνουν μέσα από μια αυστηρά πειθαρχημένη χορογραφία σε μια φόρμα που εκφράζεται από κίνηση μαριονέτας και βιομηχανοποιημένου ανθρωποειδούς έως διαχείρισης ανθρώπινων συναισθημάτων χαράς, πόνου, αγωνίας, οργής, θαυμασμού. Όλα σχεδόν τελετουργικά, όλα σε μια ωμή, βάναυση κατάνυξη και όλα σκληρά και εντελώς αντιθετικά με το ήρεμο και ήπιο σκηνικό περιβάλλον, προφανώς ως σχόλιο για την επικράτηση της βίας σε ένα φυσικό περιβάλλον που δεν δημιουργήθηκε για να λειτουργεί έτσι.

Η αλήθεια είναι ότι ο Marco Layera Navarro και το Teatro La Re-Sentida μας ξάφνιασαν και μας έπιασαν απροετοίμαστους. Αρχικα αισθανθήκαμε άβολα και ανασηκωθήκαμε από τις θέσεις μας, στην πορεία ίσως και να κουραστήκαμε από την έλλειψη κειμένου, και την διαδοχική παρέλαση σκηνών βίας . Ωστόσο, μπήκαμε στο «τριπάκι» του, ενταχθήκαμε εντέλει στην παράσταση, και πέτυχε το σκοπό του, να γίνουμε κατά ένα τρόπο αναπόσπαστο μέρος της, γεφυρώνοντας εύσχημα το κενό ανάμεσα σε σκηνή και κερκίδα.

Διατηρώ βεβαίως τις ενστάσεις μου, σε σχέση με το ιδεολογικό αποτύπωμα και το «δια ταύτα» (το να καταλήγεις στο «τίποτα δεν αλλάζει», αντί να εμφυχώνεις το «τίποτα δεν πάει χαμένο», δε βοηθά ούτε τους κοινωνικούς αγώνες, ούτε να φτάσει ξεκάθαρα η καταγγελία που διαπραγματεύεται η παράσταση), αλλά έτσι κι αλλιώς αυτά κρίνονται σε άλλα «γήπεδα».  Και δεν θα κρατηθώ αλλά θα το καταθέσω: σε σημεία η παράσταση ανακαλεί στο μυαλό μας παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου, ως προς την ωμότητα, μόνο που στην περίπτωση του Marco Layera Navarro εκλείπει η λεκτική κενή φλυαρία και ο επιδεικτικός φανφαρονισμός.