Κώστας Β. Ζήσης

Ο έρωτας και η ψυχολογία του κατέχουν περίοπτη θέση στο έργο του Μαριβώ, τόση που ανακηρύσσει τον συγγραφέα σε μέγα κοινωνιολόγο ερευνητή του έρωτα. Και μιλάμε για κοινωνιολογία γιατί ο Μαριβώ δεν ξεχνά στο όνομα του έρωτα, να τοποθετεί τους ήρωες του σε ρεαλιστική βάση μέσα στην εποχή τους. Σε μια κοινωνία που κλυδωνίζεται από κρίση, με την αριστοκρατία να παραπαίει , την αστική τάξη να μπαίνει στο προσκήνιο, το χρήμα να μετατρέπεται σε ρυθμιστή των πάντων, ο καπιταλισμός να βρίσκεται στα σπάργανα και σε πρωτόλεια ακόμα μορφή και η Γαλλική Επανάσταση να προαλείφεται, ο Μαριβώ μπουκάρει κυριολεκτικά στα αριστοκρατικά και αστικά σαλόνια, και με πρόσχημα και όπλο τον έρωτα κρυφοκοιτάει τα νέα κοινωνικά δεδομένα και τους πρωταγωνιστές τους. Δεν ηθογραφεί, παρακολουθεί και καταγράφει, κλείνει το μάτι στον θεατή ψιθυρίζοντας να κρυφοκοιτάξει και αυτός πίσω από κουρτίνες και κλειδαρότρυπες.

Τυπικό δείγμα του έργου του, «Η κληρονομιά» είναι μια σπουδή στον έρωτα και στο χρήμα και ολόκληρη η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Νταλιάνης αποτελεί μια σκηνική γκραβούρα του 18ου αιώνα που στιγμή τη στιγμή και σκηνή τη σκηνή παίρνει χρώμα, σάρκα, έκφραση και ζωή. Έτσι, η παράσταση ταυτίζεται με απόλυτη ακρίβεια στο τεχνικό και υφολογικό παιχνίδι του Μαριβώ, ο οποίος διαθέτει χώρο απλόχερο στους ηθοποιούς να δημιουργήσουν στο ίδιο του το δημιούργημα. Η μετάφραση του Ανδρέα Στάικου, με κάποιες καίριες παρεμβάσεις της τρέχουσας επικαιρότητας, προσδίδει ιδιαίτερο και λεπτό νόημα και αποχρώσεις σε λέξεις και εκφράσεις. Έτσι σε συνδυασμό με την αποφορμαρισμένη σκηνοθεσία, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός ότι το περίφημο ύφος του Μαριβώ (το λεγόμενο μαριβοντάζ) είναι απλά και μόνο επιτήδευση. Πίσω από τη λεκτική λεπτολογία υφέρπει ποίηση, που ο σκηνοθέτης εύστοχα αναδεικνύει. Έτσι, ένα φινετσάτο κείμενο αποτελεί το όχημα για μια εξίσου φινετσάτη παράσταση.

Σε αυτά τα κελεύσματα του έργου και της παράστασης η Άρτεμις Φλέσσα, έστησε ένα σκηνικό χώρο σε πλήρη ταύτιση: ταπετσαρία, φερ φορζέ έπιπλα, ροζ γλάστρες και κλουβιά με πουλιά, αποκρυπτογραφούν με σύγχρονους κώδικες τόσο το αριστοκρατικό σαλόνι του 18ου αιώνα όσο και την ψυχολογία των ηρώων, ενώ και τα κοστούμια της , με χαρακτηριστικότερα τα «γυμνά» γυναικεία φορέματα με τις μπανέλες και μόνο, ενισχύουν αισθητικά ακριβώς αυτό το αποφορμάρισμα των ρόλων και των χαρακτήρων.

Η Κόμισσα της Μαριλίτας Λαμπροπούλου είναι γεμάτη πάθος και λεπτότητα, ακριβώς όπως ο αντιθετικός συναισθηματικός της κόσμος, ο Νίκος Νίκας διαπρέπει με τους ίδιους όρους συναισθηματικών αντιθέσεων ερμηνεύοντας με πιο έντονους σωματικούς όρους τον ήρωά του, με κωμικές αντιστίξεις στον ρόλο του Ιππότη ο Γιάννης Σοφολόγης, η Πάρη Τρίκα είναι η καλλιτεχνική ενσάρκωση της πλεκτάνης και του συμφέροντος, ενώ οι δύο υπηρέτες (αρχετυπικά δείγματα του θεάτρου) που προστρέχουν τα αφεντικά τους, η Μπίλιω Μαρνέλη ως Λιζέτ και ο Γιώργος Κορομπίλης ως Λεπίν , κερδίζουν τις εντυπώσεις με τους ερμηνευτικούς ελιγμούς τους. Ένας θίασος, που στέκεται ευθύβολα στην ίντριγκα του κείμενου του Μαριβώ και που θέτουν βλέμματα, χειρονομίες , στάση σώματος και κίνηση με την διδασκαλία της Μπίλιως Μαρνέλη στην υπηρεσία του.

Εύστοχοι οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη, συντροφεύει και επικεντρώνει η μουσική του Κώστα Λώλου, ενώ μνεία θα πρέπει να κάνουμε και στο μακιγιάζ και την επιμέλεια του από τις Χρύσα Ράικου και Βίνα Ευστρατιάδου αντίστοιχα.

Η παράσταση ολοκληρώνει με μια επίκαιρη παράβαση, με μια πολύ ιδιαίτερη «Κληρονομιά» που αφήνει η δική μας εποχή: την αναγκαιότητα του φιλιού και της αγκαλιάς που τόσο πολύ έχει στερηθεί –μαζί με πολλές από τις ανθρώπινες ελευθερίες- αυτή η γενιά της πανδημίας.