Κώστας Β. Ζήσης

«Δεν είναι ντροπή να προτιμάς την ευτυχία… μα ίσως είναι ντροπή η ευτυχία του ενός…»

Ο Καμύ εκδίδει την «Πανούκλα» το 1947 στον απόηχο του Β παγκόσμιου πολέμου, μέσα στα συντρίμμια του. Εκατομμύρια θάνατοι, εκτοπισμοί, ολοκαύτωμα , ατομική βόμβα, ο ναζισμός. Ο ίδιος λέει για το έργο του ότι μοιάζει «με τη λίμνη ύστερα από τον κατακλυσμό», θέλοντας να αφήσει ένα μήνυμα ότι μπορεί όλα να έχουν περάσει αλλά ο άνθρωπος οφείλει να μην ξεχνά και να γρηγορεί γιατί ο κίνδυνος να ξαναβρεθεί μπροστά στις ίδιες συνθήκες και καταστάσεις πάντα ελλοχεύει. Είναι  ο ναζισμός και τα δεινά του, που απασχολούν τον συγγραφέα, που ενώ έχει τσακιστεί , μοιάζει με επιδημία πανούκλας που πάντα υπάρχει  κοιμισμένη για να ξαναχτυπήσει όταν ξυπνήσει.

Το έργο του Καμύ είναι βαθιά αλληγορικό. Η πολύβουη πόλη Οράν, η εξάπλωση της πανδημίας και οι επιπτώσεις της ασθένειας και της καραντίνας, ο αγώνας του κεντρικού προσώπου της, του γιατρού Ριέ,  ενάντια της, η αντιμετώπιση της από τους πολίτες και η τελική κατάρρευση ολόκληρου του οικοδομήματος της πόλης είναι το πρόσχημα να μιλήσει για την γέννηση  και την εξάπλωση του ναζισμού, που σαν μικρόβιο αλλοιώνει και διαφθείρει, αφηγούμενος την  κλιμακωτή επικράτηση του, αρχικά με την κοινωνική αδιαφορία έως την πλήρη στέρηση ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και τον αφανισμό του ανθρώπου. Η ιστορία της πόλης γίνεται η παγκόσμια ιστορία του ανθρώπινου είδους και το μήνυμα είναι σαφές: o άνθρωπος πέρα από τον αγώνα επιβίωσης οφείλει για την ίδια του τη ζωή να αγωνιστεί και να θωρακίσει τη συνείδηση του, τον ανθρωπισμό του, να ενισχύσει  την κοινωνική αλληλεγγύη  για να μην διαβρωθεί και νεκρωθεί ξανά από τέτοια επιδημικά μικρόβια. O Καμύ λέει , όχι προφητικά, αλλά μετά λόγου γνώσεως του κοινωνικού προτσές: «… ο Ριέ γνώριζε κάτι που το αγνοούσε το χαρούμενο πλήθος, κι ας μπορεί κανείς να το βρει στα βιβλία, πως ο βάκιλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε χάνεται ποτέ, πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια ναρκωμένος στα έπιπλα και στα ρούχα, περιμένοντας υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα σεντούκια, τα μαντίλια, τα χαρτιά, και πως θα ‘ρχόταν ίσως μια μέρα που η πανούκλα, για να βασανίσει ή να διδάξει τους ανθρώπους, θα ξυπνούσε και πάλι τα ποντίκια της και θα τα ‘στελνε να ψοφήσουν μέσα σε μια ευτυχισμένη πόλη». Γνώριμες πια καταστάσεις…

Και από αυτά τα λόγια του Καμύ, με την ίδια ακριβώς πεποίθηση η Σοφία Καραγιάννη είναι που πιάνει το νήμα και  ξετυλίγει την «Πανούκλα» στη σκηνή. Η ματιά της δεν είναι μονοσημαντική και  στείρα αναπαραστασιακή της αφηγηματικής αλληγορίας του συγγραφέα. Αυτήν την αλληγορία την ενισχύει και την εξελίσσει ακόμα πάρα πέρα, συλλαμβάνοντας ένα σύμπαν εφιαλτικού παραμυθιού που ακούγεται τόσο επίκαιρο όσο ποτέ. Επιμέρους φαινομενικά αδιάφορα στοιχεία της πλοκής, γίνονται εφαλτήρες  και θεμέλια για την οικοδόμηση της θεατρικής  «Πανούκλας». Μια ποντικότρυπα το σκηνικό της, μιας και τα ποντίκια δίνουν το εναρκτήριο λάκτισμα του έργου, και  «σαν ποντίκια πεθαίνουν οι άνθρωποι»,  εκατοντάδες άδεια παπούτσια τα θύματά της  σε μια φρικώδη σύλληψη της απώλειας και της ρίζας που την γεννά  από την Κωνσταντίνα Κρίγκου. Μουσική  του Στάθη Δρογώση με αφορμές και αναφορές στα γαλλικά chansons  από το ακορντεόν  της Ευσταθίας Λαγιόκαπα  που δεν συνοδεύει στο υπόβαθρο αλλά διαλέγεται με τους ήρωες στο προσκήνιο . Φώτα του Νίκου Βλασόπουλου που ακολουθούν τους ήρωες στη σκοτεινιά της πόλης.

Με συνεργάτη της τον Μιχάλη Βραζιτούλη, στην δραματουργική επεξεργασία, αφορμούνται από την προσωποποίηση της επιδημίας από τον ίδιο τον Καμύ στο θεατρικό του έργο «Κατάσταση Πολιορκίας» που ακολούθησε χρονολογικά την «Πανούκλα». Εκείνος είχε εφεύρει ένα αντρόγυνο που επισκέπτονται ως ξένοι την πόλη  και αναλαμβάνοντας την πολιτική εξουσία της , την υποτάσσουν.  Εδώ η προσωποποίηση της επιδημίας δημιουργεί έναν μοναδικό τύπο που σφύζει από θέατρο. Ένας τύπος ξεριζωμένος θαρρείς από τη αρχέγονη λαϊκή μορφή του κακού στα παραμύθια, ένας Ρουμπελστίλτσκιν των αδερφών Γκρημ, γίνεται η αόρατη αλλά πάντα παρούσα και διαβρωτική πανδημία που έρπει ύπουλα και εξαπλώνεται σαν κισσός στα θύματα της, οδηγώντας τα στο θάνατο. Τρεις είναι οι δραματουργικοί άξονες που δένουν σε μια ενότητα την παράσταση : o Άνθρωπος ή καλύτερα η Συνείδηση του, η Πόλη , το Κακό. Και αυτοί οι τρεις άξονες στοιχειοθετούν μια μεστή και ολοκληρωμένη σκηνική σύνθεση. Η Συνείδηση που έρχεται αντιμέτωπη όχι μόνο με το τέρας του Κακού αλλά και με μία πόλη παραδομένη στους ρυθμούς της επιβίωσης, της αγοράς, αμαθής ή ημιμαθής, με τάση για ηθικολογία και κριτική, αρνούμενη να παραδεχτεί και να αντιμετωπίσει αυτό που συμβαίνει, ανυπεράσπιστη τελικά απέναντι στο Κακό. Η πρόσμιξη αφήγησης και διαλόγων, η γρήγορη ροή, το πικρό χιούμορ και ο διακριτικός ειρωνικός σαρκασμός,  σε συνδυασμό με μια πανταχού παρούσα κίνηση της Μαργαρίτας Τρίκκα  δημιουργούν ένα ολοζώντανο δραματουργικό χρονικό ενώ η έκπληξη παραμονεύει σε κάθε στιγμή της παράστασης: ποτέ δεν ξέρεις τι θα βγει από εκείνη την ποντικότρυπα…

Φυσικός και γήινος ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης , έχει δείξει και άλλοτε δείγματα της ισορροπημένης ερμηνευτικής προσέγγισης των ηρώων που υποκρίνεται, ντύνεται τον γιατρό Ριέ, που έρχεται αντιμέτωπος με τη φρίκη και γίνεται η ίδια η Συνείδηση που επιστρατεύει όλα τα όπλα της σε αυτή. Δίνει την μάχη του ο Ριέ, όπως οφείλει να την δώσει ο κάθε άνθρωπος, ασχέτως της τελικής έκβασης. Μετρά τις απώλειες του, όμως επιδεικνύει μια αξιοθαύμαστη επιμονή και σταθερότητα  μέχρι τέλους όπως άλλωστε οφείλει η Συνείδηση να αναπτύσσεται και να αντρώνεται στον παραλογισμό της ίδιας της ζωής. Μιας ζωής όπου ευδοκιμεί η φτώχεια, η πείνα, ο πόλεμος , η ασθένεια.  Η ερμηνεία του Ιωσήφ Ιωσηφίδη κινείται ανάμεσα στο πικρό χαμόγελο της ήττας και το από καρδιάς της αισιοδοξίας. Και γι αυτό, ενώ είναι βαθιά συγκινητική δεν γίνεται μελό.

Ο Κωνσταντίνος Πασσάς ντύνεται την πολυπρόσωπη Πόλη και όλους τους χαρακτήρες της από τα εξέχοντα πρόσωπά της , τους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς εκπροσώπους της, έως τον ταπεινό κόσμο της. Κι ενώ ελίσσεται με περίσσια δεξιοτεχνία από ρόλο σε ρόλο,  η υποκριτική του έχει ένα κοινό και ενιαίο χαρακτηριστικό που χαρακτηρίζει και ολόκληρη την Πόλη. Ένα χαρακτηριστικό  που η αφηρημένη έννοια του κάνει ακόμα πιο δύσκολη την απόδοσή της. Γιατί πώς να ενσαρκώσεις όλες τις διακριτές εκφάνσεις της άγνοιας  και της ανθρώπινης ματαιοδοξίας , του εφήμερου και του πεπερασμένου ενός κόσμου εγκλωβισμένου σε κοινωνικά και εκκλησιαστικά κλουβιά; μια ερμηνεία-βεντάλια, ένα σώμα από διαφορετικά χρωματισμένα φύλλα.

Ο Δημήτρης Μαμιός, αναλαμβάνει ουσιαστικά τον μη-ρόλο της παράστασης, ο οποίος ανάγεται τελικά ύπουλα και πονηρά στον βασικότερο. Ενδύεται την ίδια την Πανούκλα ή το Κακό, και επιβάλλει την παρουσία του κρύβοντας στην βαλίτσα του ένα δυνατό ερμηνευτικό οπλοστάσιο: στοιχεία παντομίμας, βωβού κινηματογράφου, μιούζικαλ, δέμας βγαλμένο από κάποιο ασπρόμαυρο καρτούν, κυκλοφορεί και παραμονεύει σε κάθε στιγμή της παράστασης, μας φτύνει κατάμουτρα  και ειρωνικά το «you are my sunshine» του Johnny Cash, κοροιδεύει θριαμβευτικά τους ήρωες που λίγο –λίγο τους κυριεύει και τους σπρώχνει στην απογοήτευση και το θάνατο.  Η Σοφία Καραγιάννη τον εξοπλίζει με τα  ίδια τα λόγια των ηρώων, τις σκέψεις τους, τους φόβους τους και τις ενοχές τους. Ό,τι αποδυναμώνει τον άνθρωπο, εκείνον τον κάνει πιο δυνατό. Είναι αυτά ακριβώς που κάνουν την Πανούκλα, τον ναζισμό, το Κακό να θρέφεται και να αναπαράγεται. Και εδώ, θαυμάζεις μια εξαίσια ερμηνεία και ένα αδιαμφισβήτητο ταλέντο στην εργαλειοποίηση σώματος και λόγου επάνω στη σκηνή.

Η επιτυχία της Σοφίας Καραγιάννη  και της ομάδας Gaff στην παράσταση αυτή νομίζω έχει τις ρίζες της στην πλήρη ταύτιση της σκηνικής απόδοσης με το περιεχόμενο και την ουσία του αριστουργήματος αυτού του Καμύ. Γιατί πολλές φορές, είναι άλλο πράγμα αυτό που ονειρεύεται κανείς για την σκηνική πραγμάτωση ενός έργου από αυτό που πραγματικά ήθελε να πει ο συγγραφέας.  Με τον κόσμο των ποντικιών αποδίδει μοναδικά τον παραλογισμό της ζωής, τον σωρό των παπουτσιών κάνει απευθείας αναφορά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, καθοδηγεί σωστά τους ηθοποιούς σε πλήρη κατανόηση της δραματουργικής εκπροσώπησης  ανθρώπινων χαρακτήρων και μπαίνει χωρίς φλυαρία στην ουσία του έργου καταφέρνοντας να μιλήσει σε όλα τα επίπεδα της Πανούκλας και σε ό,τι αυτή συμβολίζει. Η γλαφυρότητα  του Καμύ μεταφέρεται αλώβητη στην σκηνή με την ποίηση, την σκληρότητα, την ειρωνεία  και την ανθρωπιά της. Και βεβαίως με το συμβολικό φινάλε, καταθέτει την απάντησή  της μέσα από τα ίδια τα λόγια του συγγραφέα σε όσους διατείνονται ότι η Πανούκλα είναι απαισιόδοξο έργο . «…Και πια ήξεραν πως υπάρχει κάτι που πάντοτε μπορείς να λαχταράς και καμιά φορά να το κερδίζεις: η ανθρώπινη τρυφερότητα…»

Παραστάσεις 22,23,24,25,26 Σεπτεμβρίου και 4,5, 11,12 Οκτωβρίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων στις 9.00 μμ

Σκηνοθεσία:Σοφία Καραγιάννη Μετάφραση – Δραματουργική επεξεργασία:  Σοφία Καραγιάννη, Μιχάλης Βραζιτούλης Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνα Κρίγκου Μουσική: Στάθης Δρογώσης Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Διαλυνά Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου Trailer: Στέφανος Κοσμίδης Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη Παραγωγή:GAFF

Ερμηνεία: Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης  Μαμιός και η μουσικός Ευσταθία Λαγιόκαπα

Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.