Κώστας Β. Ζήσης

Θα είμαι ξεκάθαρος και σαφής εξ αρχής. Ο «Ματωμένος Γάμος» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα από τον Νικορέστη Χανιωτάκη, μόνο ως αποδομητική παρωδία του έργου μπορεί να εκληφθεί, και μόνο ως τέτοια μπορεί να την παρακολουθήσει ο θεατής και να την σχολιάσει ο κριτικός, και επ’ ουδενί  λόγω ως σοβαρή και έντιμη προσπάθεια να αποτυπωθεί το μεγαλείο του έργου και των χαρακτήρων του.

Ο νεαρός σκηνοθέτης, δείχνει όχι απλά να μην έχει κατανοήσει στο παραμικρό το σπουδαίο κείμενο  του Λόρκα, αλλά δεν έχει πάρει καν «μυρωδιά» για το τι συμβαίνει, πως συμβαίνει, γιατί συμβαίνει, τι εκπροσωπεί και τι συμβολίζει αυτή η ευφυής σύμπραξη λαϊκού ρεαλισμού και ονειροδράματος, αυτό το πάντρεμα  ποίησης και λαϊκότητας από τον Ισπανό ποιητή (που ενέπνευσε και την ποίηση του δικού μας Γιάννη Ρίτσου), αυτό το βασισμένο σε αρχαία ελληνική τραγωδία (σε δομή, σύλληψη και έκφραση ) ισπανικό αγροτικό δράμα, με την πολιτική υπόσταση και το πανανθρώπινο σχόλιο για τη γυναίκα, τη φύση και τη θέση της. Και αυτή η έκδηλη σκηνοθετική αμηχανία είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για όλα τα δεινά της παράστασης, που την κάνουν να παραπαίει  ανάμεσα σε εύπεπτη τηλεοπτική διασκευή και  ανώδυνο φτηνό μπουλβαράκι που προκαλεί χάχανα. Γιατί, τα τεχνικά λάθη που παρελαύνουν το ένα μετά το άλλο (ειδικά σε θέματα φωτισμού –ανύπαρκτου επί της ουσίας- και ήχου) στην πρεμιέρα που παρακολουθήσαμε στο Κατράκειο, μπορούν να διορθωθούν. Δεν διορθώνεται με τίποτα όμως, η σκηνοθετική αδυναμία να εκμαιευθεί από ικανούς ηθοποιούς, το απαιτούμενο υλικό για να αποκτήσουν σκηνικό βάρος και πρωτίστως ειλικρίνεια απέναντι στους χαρακτήρες τους, δεν διορθώνεται με τίποτα η γεμάτη ασάφειες αποτύπωση, που θέλει να τα συμπεριλάβει όλα τσουβαλιασμένα: χορό αρχαίας τραγωδίας, θέατρο σκιών, λαϊκό γλεντοκόπι, βαλκανικά πνευστά, χορογραφία,αυτοσχεδιασμούς κλπ κλπ

Πώς να αναλάβει  ο  Κωνσταντίνος Ασπιώτης όλο το δραματικό μεγαλείο του Γιου, πώς να πείσει το κοινό στο τραγικό φινάλε, όταν σε όλο το υπόλοιπο έργο έχει καθοδηγηθεί στη γελοιοποίηση του ρόλου, φέρνοντας στη σκηνή  ερμηνευτικές μούτες από την ταινία «Το παιδί της μαμάς» (1970) με την αξέχαστη Σαπφώ Νοταρά και τον Γιάννη Βογιατζή (ο κλασικός «Λαλάκης»), υποκρινόμενος εντέλει τον «κλαρινογαμπρό»; Αρκεί, άραγε, να περιφέρεται στη σκηνή η Μαρία Τζομπανάκη με το χέρι στη μέση για να υποκριθεί την αγέρωχη Μάνα, αυτό το σύμβολο που έχει δραπετεύσει από τα στενά όρια της Ανδαλουσίας ή της υπαίθρου γενικότερα, και έχει αναδειχθεί σε πανανθρώπινο σύμβολο; Αρκεί, άραγε, να μετατρέπει σε οδοντικά όλα τα σύμφωνα και να εκφέρει λόγο «φτύνοντας» επιτηδευμένα τις λέξεις για  να προσποιείται την περήφανη, την οργισμένη, τη χαροκαμένη; Πως και γιατί  καταστρατηγείς το ρόλο της γειτόνισσας για παράδειγμα βάζοντας να τον ερμηνεύσει ένα νεαρό κορίτσι  φορώντας ζιπ-κιλότ;  Γιατί και με ποιό δικαίωμα καταργείς στην ουσία τα λυρικά μέρη του έργου, δίνοντας την εντύπωση κακοστημένων αριστοφανικών σκωπτικών χορικών; Και εφόσον αδυνατείς να βρεις μια πραγματική ανανεωτική λύση στους μεγάλους ρόλους της παγκόσμιας δραματουργίας, και αναφέρομαι εδώ στο Φεγγάρι και τη Ζητιάνα, αυτήν την Αγία Δυάδα του ορισμού του Θανάτου με τα συστατικά του Πνεύματος και της Σάρκας αντίστοιχα (η δική μου κάθετη γνώμη, είναι ότι το έργο έχει αποτύχει οικτρά εάν δεν βγουν σωστά αυτοί οι δύο κομβικοί ρόλοι, ακόμα και αν όλα τα άλλα έχουν πάει καλά), γιατί δεν καταφεύγεις στις οδηγίες του ίδιου του ποιητή όπου ΑΠΑΙΤΕΙ για συγκεκριμένους και προφανείς δραματουργικούς λόγους οι ρόλοι να ερμηνεύονται από νέο παιδί και ηλικιωμένη γυναίκα αντίστοιχα; Αρκεί, άραγε, η μουσική του Αλκίνοου Ιωαννίδη, που οφείλουμε να παραδεχτούμε πως έκανε ό,τι μπορούσε να φωτίσει, έστω, τον λυρισμό, ακουμπώντας διακριτικά στην ιστορική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι (με εξαίρεση ίσως τις φάλτσες  σε βαθμό ενόχλησης, τονικότητες των ξυλοκόπων Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλου και Κώστα Κοράκη) σε μια παράσταση που έμοιαζε να βάζει συνεχώς τρικλοποδιές στον ίδιο της τον εαυτό;  Και είναι, άραγε, σκηνοθετικές ανανεωτικές ματιές η άσχετη και από το πουθενά εκτέλεση θεάτρου σκιών στην (ανύπαρκτη στο  έργο) σκηνή της μονομαχίας των δύο αντεραστών, ή η αναμασημένη εκδοχή της ζητιάνας-φίδι (υπέροχη η Ισιδώρα Δωροπούλου, αλλά δυστυχώς έξω από την ουσία του ρόλου), και η απεικόνιση του δάσους με αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών που θυμίζουν εισαγωγικές εξετάσεις δραματικών σχολών; Πως να ερμηνεύσει ο βραβευμένος με Χορν Κώστας Βασαρδάνης το Φεγγάρι που υποτίθεται ότι  φωτίζει, όντας βυθισμένος στο σκοτάδι και με την διδασκαλία απόδοσης σε κατάσταση μέθης;  Σε αυτό το πλαίσιο αγωνίζονται  να αρθρώσουν λόγο και υπόσταση ο πάντα καλός Γιάννης Καλατζόπουλος, ο «χαμένος» στη μετάφραση Νίκος Πουρσανίδης, ο οποίος το παλεύει γενναία και η Μαρία Χάνου, η  οποία δυστυχώς αν είχε τη σωστή καθοδήγηση θα μπορούσε να ερμηνεύσει τη Νύφη υποδειγματικά μιας και οι δυνατότητες της είναι ορατές. Θα πρέπει να εξάρω τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, ίσως η μόνη που ερμήνευσε καθόλα σωστά τον ρόλο της, που χρωμάτισε εξαιρετικά με τη φωνή της τα τραγούδια, και που άδικα δεν αξιοποιήθηκε με επάρκεια  μέσα στην παράσταση. Με αξιοπρέπεια η έμπειρη Χριστίνα Τσάφου, ουσιαστικά χωρίς ρόλο  η Άννα Φιλιππάκη, ισορροπημένη στο μέτρο της παράστασης η Ιφιγένεια Μακρή.  Δεν θα ήθελα να σχολιάσω καθόλου τα κοστούμια της Αρετής Μουστάκα, τα οποία θέλω να πιστεύω ότι  τα επέβαλλε η σκηνοθετική γραμμή του «αχταρμά» και όχι η επαγγελματική ματιά της, λειτουργικό στη λογική μιας περιοδείας το σκηνικό της ίδιας,  ίσως αν τα πράγματα ήταν αλλιώς να έβγαινε μπροστά η μάταιη χορογραφία και η κίνηση της Φαίδρας Νταϊόγλου, ενώ θα θεωρήσω πολύ άτυχη στιγμή τα φώτα του Νίκου Βούλγαρη.

Είναι δύσκολο για εμάς που γράφουμε κριτική με ειλικρίνεια, απαλλαγμένη από μαρκετίστικες χειραγωγήσεις και αρνούμαστε να μετατραπούμε σε χορηγικά ή όποια άλλα εκούσια ή ακούσια λιβανιστήρια, να γινόμαστε με τον λόγο μας δυσάρεστοι. Ωστόσο, θεωρώ ότι η ειλικρίνεια είναι και η μεγαλύτερη βοήθεια και η στήριξη, που μπορούμε από τη δική μας θέση να προσφέρουμε στο θέατρο και τους ανθρώπους του. Και πολλές φορές, πρέπει να σημαίνουμε και το κουδούνι κινδύνου, όταν νέα παιδιά, ορμώμενα από την αγάπη τους για την τέχνη τους, από το πάθος τους για να δημιουργήσουν, χάνονται στην παγίδα της πληθώρας των παραστάσεων που αναλαμβάνουν. Ή ακόμα και στη βιάση, να προλάβουν να καταπιαστούν και να σκηνοθετήσουν όλα τα μεγάλα, με αποτελέσματα αμφίσημα ή δυσάρεστα πολλές φορές. Και στην περίπτωση του Νικορέστη Χανιωτάκη, αισθάνομαι πως αυτό ακριβώς έχει συμβεί: το πάθος, οι ικανότητες, το ταλέντο  και η αγάπη καταπνίγονται από το βάρος της βιασύνης και του ενθουσιασμού και φαντάζουν «αρπαχτές». Όλα στην ώρα τους, λοιπόν.

  • -Το Πρόγραμμα της Περιοδείας

    ΙΟΥΝΙΟΣ
    22/6 Νίκαια–Κατράκειο Θέατρο
    25/6 Βύρωνας–ΘέατροΒράχων, ΜελίναΜερκούρη

    ΙΟΥΛΙΟΣ
    1/7 Βόλος-Θερινό Δημοτικό θέατρο, Νέας Ιωνίας Βόλου
    2/7 Καβάλα–Φρούριο Καβάλας
    3/7 Δίον–51ο Φεστιβάλ Ολύμπου – Αρχαίο θέατρο Δίου
    4/7 Θεσσαλονίκη – ΘέατροΓης
    7/7 Χανιά – Θέατρο Ανατολικής τάφρου
    8/7 Χανιά – Θέατρο Ανατολικήςτάφρου
    9/7 Ιεράπετρα – 3ο γυμνάσιο Ιεράπετρας- Φεστιβάλ Κύρβεια
    10/7 Ηράκλειο – Κηποθέατρο Νίκος Καζαντζάκης
    11/7 Ηράκλειο – Θέατρο Τεχνόπολις
    12/7 Ηράκλειο– Θέατρο Τεχνόπολις
    13/7 Ρέθυμνο – Θέατρο Ερωφίλη Φορτέτζα
    16/7 Φάληρο –Faliro summer theater
    17/7 Ηλιούπολη – Δημοτικό θέατρο,ΔημήτρηςΚιντής
    24/7 ΝέαΜάκρη – πολιτιστικό αθλητικό πάρκο Νέας Μάκρης

    ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
    31/8 Κορυδαλλός – θέατρο Θανάσης Βέγγος

    ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
    6/9 Πειραιάς – Βεάκειο θέατρο
    12/9 Βριλήσσια – Θέατρο Νταμάρι
    16/9 Παπάγου – Κηποθέατρο Παπάγου
    20/9 Πετρούπολη – θέατρο Πέτρας

    ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ: viva.gr