Κριτική | «Νεκρές Ψυχές» από τη Σοφία Καραγιάννη: Γκόγκολ όπως Μπρεχτ

Είναι αυτή η τεχνική της σκηνοθέτριας, που καταφέρνει να οδηγήσει τη γκογκολική γλυκόπικρη ούγια σε μια μπρεχτική αποκάλυψη. Και γι αυτό, εδώ μιλάμε για μια επί της ουσίας δημιουργική εργασία στην εξέλιξη της θεατρικής διαδικασίας.

Κι εσείς οι 57; Πως χαθήκατε όλοι μαζί; Μήπως σε κάποια πυρκαγιά, μήπως σας τέλειωσε το οξυγόνο;

Ο Νικολάι Γκόγκολ γράφει τις «Νεκρές Ψυχές» τον 19ο αιώνα, εποχή που δειλά ο καπιταλισμός – κάπως καθυστερημένα- χτυπάει τις πόρτες της φεουδαρχικής Ρωσίας. Η εμποροκρατία, πρώιμο στάδιο του καπιταλισμού, που επικρατεί ως οικονομικοκοινωνικό ρεύμα τον 17ο και 18ο αιώνα στην Ευρώπη, έχει εισβάλει πλέον στη Ρωσική κοινωνία του 19ου αιώνα με τον σχηματισμό της αστικής τάξης της.

Ακόμα και στις παρυφές της Οκτωβριανής επανάστασης το 1917, όλοι μιλάν για την αναγκαιότητα μιας «αστικής» επανάστασης στα πρότυπα της γαλλικής του ήδη μακρινού 1789, με τον Λένιν μόνο να υπερασπίζεται την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με έναν τρόπο, ο καπιταλισμός δεν μπόρεσε να εδραιωθεί με γερές ρίζες ποτέ στη Ρωσία, παρά μόνο  τον 21ο αιώνα (και μάλιστα στη χυδαιότερη μορφή του). Αλλά όλα αυτά είναι μια άλλη ιστορία που απλά την αναφέρουμε για να αναδείξουμε το κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής που γράφτηκε το έργο.

Ο ήρωας του έργου, Πάβελ Ιβάνοβιτς, που πηγαίνει από τόπο σε τόπο, και από φεουδάρχη σε φεουδάρχη, για να «αγοράσει» τις πεθαμένες ψυχές δουλοπάροικων χάριν πλουτισμού του, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από την ενσάρκωση αυτού του πρώιμου τυχοδιωκτικού καπιταλισμού, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του όλα τα χαρακτηριστικά του: ψευτοηθική, συγκέντρωση πλούτου σε λίγους, φτωχοποίηση των πολλών, εμπορευματοποίηση και χειραγώγηση κάθε ανθρωπιστικού ιδανικού. Ο συμβολισμός είναι βαθύς και αξιοπρόσεκτος: Οι μουζίκοι του φεουδάρχη μετατρέπονται σε εμπορεύσιμο προϊόν του εμπόρου.

Ο καπιταλισμός του «Ιβάνονοβιτς», «εμπορεύεται» και «ξεγελά» τη φεουδαρχία μέσα από τη δαιμόνια αυτή σύλληψη του Γκόγκολ, σε ένα έργο που δίκαια του αποδίδονται τα χαρακτηριστικά μιας κλασικής γκογκολικής πικρής κωμωδίας, όπου, όπως και στον «Επιθεωρητή», δεν υπάρχει κανένας θετικός χαρακτήρας. Ο Γκόγκολ δίνει μια γερή γροθιά  στον μερκαντιλισμό της εποχής, όπου μέτρο της ευημερίας είναι η συσσώρευση πλούτου, χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό και που ακόμα και ο άνθρωπος είναι μέγεθος εμπορεύσιμο και απλά ένας αριθμός.

Πως ανεβαίνει ένα τέτοιο έργο στο σήμερα; Η Σοφία Καραγιάννη δίδαξε τον τρόπο να δραματοποιείται ένα τέτοιο κείμενο διυλίζοντάς το και φέροντας στην επιφάνεια την αδιόρατη σε πρώτο επίπεδο διαχρονικότητά του, χρησιμοποιώντας το ως πασπαρτού της σύγχρονης πραγματικότητας. Στο Θέατρο Θησείον, πραγματώνει μια παράσταση που βρίθει από πολιτικές αιχμές με εργαλείο έναν ιδιότυπο αναχρονισμό που στοχεύει περισσότερο σε μια αυτονόητη και ανεπιτήδευτη συνειδησιακή ανάκληση. Χωρίς ρητορείες, χωρίς κούνημα δαχτύλου, χωρίς φωνασκίες, χωρίς καμιά επιδεικτική εγκάθετη σκηνοθετική επιβολή επί του κειμένου, μας μιλά για το ζοφερό σήμερα μέσα από το χτες.

Όλα τα «εδώ», πλέον, έρχονται στο μυαλό συνειρμικά ταυτισμένα με την εποχή του Γκόγκολ: οι εργασιακές συνθήκες, το δυστύχημα στα Τέμπη, η συστηματική απαξίωση του ανθρώπου και της καθημερινότητάς του, τα εργατικά ατυχήματα (εγκλήματα) που ποτέ κανείς δεν παίρνει θέση για αυτά, οι εργασιακές σχέσεις, η ταξικότητα που ενώ έχει οξυνθεί υποκρύπτεται επιμελώς από τις σύγχρονες αυταπάτες, οι σύγχρονοι μουζίκοι. Θα έλεγε κανείς πως η Σοφία Καραγιάννη με όχημα το έργο του 19ου αιώνα, επιχειρεί μια σκηνογραφική, δραματουργική, υφολογική και νοηματική καταγραφή της επιστημονικής ιστορικής διαλεκτικής.

Τρεις ημισφαιρικές επιφάνειες/πατάρια, συρόμενες και κυλιόμενες (σκηνικά-κοστούμια Γεωργία Μπούρδα), γίνονται το ακατάπαυστο κυκλικό πεδίο της εμπορίας, της δουλείας, και των δεσμών τους. Είναι η ίδια η ροή της ιστορίας, που τα κυλά, τα μεταφέρει, τα ενώνει, τα χωρίζει, τα φέρνει κοντά ή απέναντι, τα συγκρούει ή τα ομονοεί. Είναι οι ανάσες, αυτές οι ανθρώπινες ζωογόνες διαδικασίες, οι αναπνοές και οι εκπνοές που δίνουν το πρόσταγμα. Είναι η πλαστικότητα της κίνησης (Μαργαρίτα Τρίκκα) η οποία πρωταγωνιστεί. Κίνηση που βήμα-βήμα μεταμορφώνεται σε δομημένη δραματουργία ενός Θεάτρου συνόλου, που επιχειρεί μια καθολική κατάληψη του σκηνικού χώρου με νοήματα που επικοινωνούν μια κυρίαρχη αισθητική.

Συνέπεια όλων αυτών είναι ένας ιδιότυπος σκληρός λυρισμός, ο οποίος πηγάζει από τα μύχια ενός εξπρεσιονιστικού σύμπαντος (τα σκηνικά αντικείμενα αλλάζουν χρήση, οι ήρωες θαμπώνουν, οι ίδιοι μεταλλάσσονται με θεατρικότητα, τα χλωμά φώτα της Βασιλικής Γώγου νεκρώνουν, η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη επιτείνει) για να αναδείξουν τον πιο σκληρό και οδυνηρό ρεαλισμό. Η παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη, όσο υπερβατική είναι στην αισθητική της  τόσο γήινη και πραγματική αποδεικνύεται στα διακυβεύματά της.

Χορευτικοί ρυθμοί, διάθεση ευφορίας, γεωμετρικοί σχηματισμοί, αρχιτεκτονική αρμονία στα «επεισόδια», λεπτεπίλεπτη και κομψή κωμικότητα, σκηνοθετικά ευρήματα που εναρμονίζονται με τον λόγο και το ύφος χωρίς να τα «παρενοχλούν» και να τα εκτρέπουν είναι η θεατρική τεχνική της Σοφίας Καραγιάννη για την αποκάλυψη της τραγικότητας μέσα από την πικρή ειρωνία. Είναι αυτή η τεχνική της σκηνοθέτριας, που καταφέρνει να οδηγήσει τη γκογκολική γλυκόπικρη ούγια σε μια μπρεχτική αποκάλυψη. Και γι αυτό, εδώ μιλάμε για μια επί της ουσίας δημιουργική εργασία στην εξέλιξη της θεατρικής διαδικασίας.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, επωμίζεται τον κεντρικό ρόλο του τυχοδιώκτη Ιβάνοβιτς με τρόπο μαγνητικό, πιστός σε μια εκ βαθέων ερμηνεία που χαρακτηρίζει την υποκριτική αγωγή του. Οι Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς δημιουργούν φιγούρες και χαρακτήρες με εναλλασσόμενα ζωόμορφα και ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε ένα πιραντελικό παιχνίδι υποκριτικών επιπέδων και εναλλαγών, λειτουργώντας είτε εν συνόλω είτε δημιουργώντας ξεχωριστές ιλαροτραγικές προσωπικότητες.

Οι «Νεκρές Ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ μιλούν για ανθρώπους ζωντανούς που έχουν νεκρωθεί, όχι από φυσικό θάνατο αλλά από συνειδησιακή διάβρωση.  Οι φυσικά νεκροί μουζίκοι είναι η πρόφαση. Ίσως και γι αυτό δεν δόθηκε ποτέ κανένα τέλος και ο ίδιος ο συγγραφέας έσκισε τις σελίδες του φινάλε του. Η παράσταση της Σοφίας Καραγιάννη, προχώρησε το έργο ένα βήμα μπροστά, σε μια προσδοκία Ανάστασης όλων της γης των «νεκρωμένων» που γονατίζουν ακόμα στην κανιβαλιστική φύση ενός άδικου κοινωνικού συστήματος.

Οι «Νεκρές Ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη παίζονται στο Θέατρο Θησείο κάθε Τετάρτη στις 19:00, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00 , Κυριακή στις 18:15. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ

Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Ελεύθερη απόδοση-Διασκευή: Σοφία Καραγιάννη
Σύμβουλος Δραματουργίας: Σβετλάνα Μαμαλούι
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασιλική Γώγου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Χαριτοπούλου
Μακιγιάζ: Στέλλα Χατζοπούλου
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: GAFF
Ερμηνεία (αλφαβητικά): Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς