Κώστας Β. Ζήσης

«Χάρη στον Κάφκα κατανόησα πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να γραφεί κι αλλιώς» είχε γράψει κάποτε ο Gabriel García Márquez, και  η ρήση αυτή βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της στη περίπτωση του «Ανθρώπου απ’ το Παντόλσκ» του Ντμίτρι Ντανίλοφ, έργο και συγγραφέα που μας συστήνει ο ρωσο-σπουδαγμένος Γιώργος Κουτλής στη σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας ένα στίγμα της σύγχρονης ρωσικής δραματουργίας. Θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί μετεγγραφή της Δίκης του Φραντς Κάφκα. Με μια μεγάλη διαφορά: ο Νικολάι, ο άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ, βιώνει τη σκοτεινιά του καφκικού εφιάλτη,  μέσα από τους δρόμους του ψυχολογικού και συναισθηματικού εκβιασμού.

Οι αφετηρίες και στα δύο έργα, είναι κοινές, οι ήρωες παράπλευροι, ο θάνατος αναπόφευκτος. Το κοινωνικό πλαίσιο, παραμένει τραγικά ίδιο. Αλλάζουν πλέον οι μέθοδοι. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, που έχει καταλάβει το νόημα και καταλάβει (με την κυριολεξία της λέξης  «καταλαμβάνω» ) συνειδήσεις, γνωρίζει πια ότι η έμπρακτη, ωμή βία οδηγεί στην συνειδητοποίηση της ουσίας του.

Τι γίνεται όμως αν διασπείρει αυταπάτες; Τι συμβαίνει όταν «καρπωθεί» ο,τιδήποτε απειλεί την κυριαρχία του και το καλλιεργήσει , αντιστρέφοντάς το, έντεχνα στην εξυπηρέτηση του;  Πως διαλύει και μέσα από ποιους μηχανισμούς  ισοπεδώνει την ορθολογιστική σκέψη που αποτελεί φύσει και θέσει την απέναντι όχθη του;  Πως μια δογματικά στείρα πολιτική ορθότητα, εξυπηρετεί ακριβώς αυτούς τους σκοπούς; Και πως μαριονετοποιεί ανθρώπους και συνειδήσεις, ελέγχοντας ακόμα και τον απροσπέλαστο συναισθηματικό κόσμο τους, υποβάλλοντας τους  αν, πότε και με ποιο τρόπο θα πρέπει να αισθάνονται  ευτυχισμένοι και ικανοποιημένοι; Αν κάποτε, για να τα πετύχει αυτά έστηνε ανθρώπους σε εκτελεστικά αποσπάσματα, κρεματόρια και αγχόνες, τώρα έχει προσαρμοστεί σε άλλες πιο «εξορθολογισμένες», «ανθρώπινες» και «δικαιωματίστικες» τακτικές.

Η δολοφονία της συνείδησης και της σκέψης, με όπλο τον συναισθηματικό εκβιασμό και τη ψυχολογική πίεση, έχει καλύτερα, αμεσότερα, και πιο «ανώδυνα» αποτελέσματα. Δε δολοφονείται πια ξεδιάντροπα το σώμα, διαφθείρεται και ενσωματώνεται ύπουλα η ίδια η ψυχή. Η θέση αυτή, αποτελεί πάγιο πολιτικό και πολεμικό δόγμα τακτικής:  ό,τι δεν μπορείς να πολεμήσεις, το καρπώνεσαι, το οικειοποιείσαι και το εκφυλίζεις.

Η «ευτυχία» δεν προβάλλεται ως ανθρώπινο δικαίωμα, αλλά θεσμοθετείται ως νομοθέτημα, Δεν δικαιούσαι να είσαι ευτυχισμένος, απαγορεύεται να διεκδικείς την ευτυχία σου. Είσαι υποχρεωμένος να είσαι ευτυχισμένος με ό,τι έχεις και ό,τι σου παρέχεται. Πόσο βολικό…

Βεβαίως, το κείμενο του Ντανίλοφ, δε κρύβει καμία δραματουργική έκπληξη. Ήδη από τους πρώτους διαλόγους, έχεις μπει στο κλίμα, γνωρίζεις την υπόθεση, προβλέπεις με ασφάλεια το φινάλε. Αντιλαμβάνεσαι εύκολα τους συμβολισμούς και τις αναγωγές, όπως για παράδειγμα τον τόπο του αστυνομικού τμήματος, τους αστυνομικούς ως όργανα εξουσίας και χειραφέτησης, την γυναικεία παρουσία για την επιδραστικότητα και εργαλειοποίηση  της φυσικής σεξουαλικής επιθυμίας ή την παρουσία του Ανθρώπου απ΄το Μπις, που χαίρεται  με τα ψίχουλα-αυτοκόλλητα χαρτάκια νηπιαγωγείου που του πετάνε, προβλέποντας την ίδια κοινή κατάληξη και μοίρα του Ανθρώπου απ’ το Παντόλσκ. Όλα δραματουργικά, κάπου τα έχεις ξαναδεί, κάτι σου θυμίζουν. Ο Γιώργος Κουτλής, έχει όμως καταφέρει να  «ξεδιπλώσει» και να «ανοίξει» το έργο επενδύοντας σοφά όχι τόσο, στο παράλογο και την υπερβολή, στοιχεία που στέκουν επιβλητικά στο κείμενο, αλλά αντίθετα στη ρεαλιστική απεικόνισή του.

Μέσα σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό περιβάλλον  (ο Πάρις Μέξης έχει συμβάλλει με τη δουλειά του στο μέγιστο βαθμό σε αυτήν την κατεύθυνση), όλα τα νοήματα και οι εφαρμογές τους αποκαλύπτονται μέσα από αυτήν την αντιθετική διάσταση πραγματικότητας και σουρεαλισμού, με ρυθμό και ένταση. Έτσι, το ξάφνιασμα και το απροσδόκητο έρχονται ακριβώς να αναδείξουν την βαρβαρότητα του ψυχολογικού εκβιασμού. Το παράλογο στην παράσταση δεν προσφέρεται ευθύβολα σε κοινή θέα. Ελλοχεύει στα υπόγεια της και διαρρέει ακριβώς σαν δολοφονικό αέριο, που αν και δεν το βλέπεις, δεν το οσμίζεσαι, σε καταλαμβάνει  και σε παραλύει. Η απειλή αιωρείται μέσα σε αυτήν την ασάφεια του παραλόγου, και γι αυτό γίνεται πιο εχθρική. Η στιλάτη, διακριτική σάτιρα, το μουσικό περιβάλλον του Παναγιώτη Μανουηλίδη (Panú), ο οποίος βρίσκεται παρών επί σκηνής και η κίνηση του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου, με τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου, έρχονται να «δέσουν» σε ένα συμπαγές μείγμα μιας οξυδερκούς παράστασης , που καταφέρνει συνολικά να υπερπηδήσει κάποιες αμήχανες σκηνικά στιγμές της  όπως για παράδειγμα  την σκηνική επαναληπτικότητα του φινάλε.

Ο Άρης Μπαλής, είναι ο Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ, ηθοποιός βαθιά διαβασμένος και εξίσου βαθιά παιδεμένος (και δεν εννοώ τυραννισμένος αν και η παίδευση εμπεριέχει και αυτό το στάδιο), ο οποίος δεν εκφέρει το ρόλο απλά ως λόγο και λέξεις, αλλά μετατρέπει ολόκληρο το σώμα του σε πομπό. Και κυρίως το βλέμμα του, αυτό το βλέμμα όπου μεταδίδει  το αίσθημα της αρχικής  ασφυξίας που μετατρέπεται κλιμακωτά σε παραδοχή, συμβιβασμό και αυτό-ενοχοποίηση. Η δύσκολη ερμηνευτική διαδικασία της συνείδησης που καταστρέφεται, με τις συνεχές μεταλλάξεις και μεταστροφές, με την ανάδειξη της σαστιμάρας και της «συνειδητής» επιλογής  της «λυτρωτικής» υποταγής, αποτελεί ένα επίτευγμα για τον πολύ καλό ηθοποιό. Γύρω του το «αστυνομικό» ανσάμπλ  των Δημήτρη Ήμελλου, του Αλέξανδρου Σιάτρα και της Ελένης Κουτσιούμπα, όπου ενορχηστρώνουν αυτό το γαϊτανάκι της δολοφονίας συνειδήσεων σε ένα σχήμα δημιουργικής ανταλλαγής και συνεργασίας. Βεβαίως , μεγάλο όχημα είναι η εμπειρία του Δημητρη Ήμελου, ο οποίος γνωρίζει να περπατά σε δρόμους και παράδρομους της αλληγορικής κωμικότητας, και ο οποίος συνεπαίρνει τους  συναδέλφους του, έχοντας ολοφάνερα το γενικό πρόσταγμα. Ο Γιλμάζ Χουσμέν, από την άλλη, αποδεικνύει  και πάλι την εξαιρετική ικανότητα του που λίγοι κατέχουν: να δημιουργεί ρόλο, να αναπτύσσει «ήθος», και να «χτίζει» χαρακτήρα στα μετόπισθεν της παράστασης, αφήνοντας ολοκάθαρο αποτύπωμα. Πόσοι «φτασμένοι» το μπορούν;