Κώστας Β. Ζήσης

Αμερικάνικός ρεαλισμός, που φλερτάρει έντονα με τον  νατουραλισμό είναι το αυτοβιογραφικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα». Ένα έργο που έχει τη μοναδική ιδιαιτερότητα παρόλα τα βαριά ρεαλιστικά στοιχεία του  να προσφέρεται  και για εξπρεσιονιστικές αναγνώσεις, χάρη στην επιδεξιότητα του συγγραφέα να φέρνει στην επιφάνεια τις ψυχολογικές προσλαμβάνουσες της πραγματικότητας των ηρώων. ‘Ηρωες που είναι οι δικοί του άνθρωποι, η ίδια του η οικογένεια Ο’ Νηλ που μεταγράφεται αυτούσια στη σκηνή ως οικογένεια Ταϋρόν.

Έργο ελλειπτικό σε δράση, γενναιόδωρο σε σκληρή (ανελέητη) αφηγηματική λεπτομέρεια στο παρελθόν των τεσσάρων προσώπων της οικογένειας:  του παθολογικά  τσιγκούνη και φιλοχρήματου πατέρα, της μορφινομανούς μητέρας, του επιρρεπή στην ακολασία αλκοολικού μεγάλου γιου, του φυματικού μικρού γιου, του παθιασμένου για την ποίηση καταραμένων ποιητών.  Πάθη και ιδιότητες  που δεν παρατάσσονται απλά ως ελαττώματα, αλλά ως  λάφυρα, εξαρτήσεις  και  «αποκούμπια» της απουσίας ουσιαστικής επικοινωνίας σε μια οικογενειακή δομή στερεοτυπική  και σχεδόν ψυχωτική, που προβάλλεται εν είδη  προτύπου στις εγωκεντρικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Ένα παρελθόν, που επιστρέφει να καθορίσει το παρόν τους και να διαμορφώσει το μέλλον τους, μέσα από τις αναμνήσεις και τις προσδοκίες τους.  Ένα παιχνίδι αλληλοκατηγοριών, αλλαγών στρατοπέδων, συμμάχων και ρόλων, όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων και όλοι αγκαλιάζουν και συμπονούν όλους, κυκλικά και κυκλωτικά.  Γιατί πέρα από τον αλληλοσπαραγμό, υπάρχει βαθιά, ουσιαστική και αμοιβαία αγάπη. Και η αλληλοσυγχώρεση είναι ο λυτρωμός τους. Ένα μακρύ ταξίδι της κοπιαστικής γεμάτης συγκρούσεις ημέρας, μέσα από τις τέσσερις χρονικές φάσεις της (πρωί-μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ, κάθε περίοδος και μια θεατρική πράξη) στην γαλήνη, τη σιωπή και την αγκαλιά της νύχτας, όπου οι ήρωες εξουθενωμένοι παραδίδονται στη συγχώρεση, μέχρι να ξημερώσει και να επιδοθούν εκ νέου στις ίδιες ανηλεείς μετωπικές αντιπαραθέσεις. Δεν υπάρχει λύση και δικαίωση για κανέναν, όπως δεν υπάρχει λύση για την ίδια τη ζωή. Και για αυτό, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, το έργο δεν αποτελεί και δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με όχημα  τη φροϋδική ψυχανάλυση, αλλά με «ψυχολογική διαίσθηση».

Ο Δημήτρης Καραντζάς, παραβαίνει δημιουργικά την από γραφής  απουσία σκηνικής δράσης και την στατικότητα, ξεπερνώντας (ή καλύτερα) γυρίζοντας την πλάτη σε μια κλασική παράσταση δωματίου, και «απλώνοντας» την σκηνικά και δραματουργικά σε όλη την έκταση του θεάτρου, σε σκηνή, διαδρόμους και κερκίδες. Ορίζει τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις των ηρώων προβάλλοντας τις αποστάσεις τους, και στηρίζει τις συγκλίσεις και τις συγκατανεύσεις τους με τις προσεγγίσεις τους, τα αγκαλιάσματα τους, τους ασπασμούς τους. Ψίθυροι, συνωμοτικοί διάλογοι, εξομολογήσεις, μυστικά, ψέματα και αλήθειες καταγράφονται και υπογραμμίζονται. Ο ποιητικός μονόλογος του Έντμοντ, ξεκάθαρα διαχωρισμένος σε ύφος, πνεύμα και γραφή από τον αυτούσιο ρεαλισμό του υπόλοιπου έργου, φαίνεται πως τον εμπνέει και τον καθοδηγεί σε ποιητικούς δρόμους .  Η συνεργασία με την Ελένη Μανωλοπούλου στη σκηνογραφία καθορίζει την παράσταση υποδειγματικά: εμπιστεύεται τους συμβολισμούς του συγγραφέα, ( τα θολά πάνελ/παραπέτα φέρνουν την ομίχλη, τον έκτο πρωταγωνιστή, στη σκηνή), ή ακουμπώντας στην ατμόσφαιρα επιβάλλει άλλους («νεκροταφείο είναι εδώ μέσα;»), το φθαρμένο ξύλινο και χορταριασμένο πάτωμα προβάλλει την οικογενειακή φθορά και στασιμότητα.  Η αλήθεια είναι, και εδώ υπάρχει μια προσωπική ένσταση, ότι τόσο ο σκηνογραφικός συμβολισμός, όσο και η σκηνοθετική καθοδήγηση των ηθοποιών, ενώ υπηρετούν και αναδεικνύουν τις νεκρές σχέσεις των ηρώων, δεν αφήνουν άπλετο χώρο στην ανάδειξη της μεγάλης αλληλέγγυας αγάπης τους. Μιας αγάπης ίσως κρυφής και δυσδιάκριτης σε πρώτο επίπεδο, σίγουρα ανοιχτά σπαρασσόμενης, αλλά βαθιά ουσιαστικής. Στην παράσταση,  στο φινάλε οι ήρωες βρίσκονται μακριά, αλλού οι γονείς αλλού  οι γιοι, χωρίς να ευνοείται η συγκατάβασή τους.Η Μπέττυ Αρβανίτη, συναντιέται  μια ακόμη φορά σε ρόλους ρεπερτορίου, ερμηνεύει την Μαίρη,  χρωματίζοντας την με βουβό σπαραγμό και σκηνική γοητεία. Είναι πολύ δύσκολο και ενέχει  σοβαρούς ερμηνευτικούς κινδύνους πατενταρισμένης τυποποίησης , να αναδείξεις την εσωτερική ευγένεια , την τσακισμένη από την εξάρτηση, του χαρακτήρα. Και η ηθοποιός, στέκεται με εξαιρετική ισορροπία σε όλες τις παλινδρομήσεις του, με όλη την απόγνωση στο βλέμμα, το τρέμουλο στα χέρια, το τσάκισμα στην απόδοση των μονολόγων της. Η τελευταία της σκηνή, με το νυφικό ανά χείρας και το σαλεμένο μυαλό, σφραγίζει την παράσταση. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, μετρημένος σταθερός, με ανεπητίδευτο παίξιμο  και ερμηνεία ρεαλιστική χωρίς φλυαρίες και φληναφήματα. Η ερμηνεία στον Τζέιμς διαθέτει  ένα αναμφισβήτητο κύρος. Ο Βασίλης Μαγουλιώτης, έχει μια φυσική ζωντάνια στη σκηνή, που όμως δείχνει σε στιγμές μη ελεγχόμενη, με αποτέλεσμα να μην αναδεικνύεται επαρκώς η εσωτερικότητα και η μελαγχολία του Έντμοντ. Νομίζω, πως μπορούμε να δούμε σημαντικές ερμηνείες από τον νέο ηθοποιό,  αν καταφέρει να τιθασεύσει φωνή, κίνηση, χειρονομίες στην υπηρεσία του εκάστοτε ρόλου, μιας και η απόπειρα  επιβολής προσωπικού ύφους επί αυτού δεν αποδίδει πάντοτε.  Η Ελίνα Ρίζου, αντίθετα καταθέτονταςπροσωπικό ύφος στον ρόλο της υπηρέτριας Κάθλιν, της προδίδει χαρακτήρα και στίγμα  με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη θεατρικότητα. Ο Αινείας Τσαμάτης, κερδίζει τις εντυπώσεις έχοντας ολοφάνερα μελετήσει και «βουτήξει» κυριολεκτικά στη συνείδηση και την ψυχοσύνθεση του  Τζέιμι. Αποδίδει όλες τις συναισθηματικές μεταλλάξεις και αποχρώσεις  του ήρωα, κάνει κτήμα του τις συντριβές του, τις εξομολογήσεις του, τις παραδοχές του, απογειώνει την πικρή ειρωνία, τον κυνισμό, την αυτοκαταστροφικότητα. Μια ερμηνεία υποδειγματική που εξελίσσεται κλιμακωτά για να  κορυφωθεί στη σπουδαία σκηνή της σύγκρουσης, εξομολόγησης και συγχώρεσης με τον αδελφό του.

Η Ιωάννα Τσάμη, έντυσε τους ήρωες φωτίζοντας τις ρεαλιστικές τους διαστάσεις, τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου χρωμάτισαν τις ατμόσφαιρες, η μουσική του Γιώργου Πούλιου, διακριτική στο υπόβαθρο, έδωσε χώρο και ανάσα στον λόγο και στην ερμηνεία. Ο Δημήτρης Καραντζάς, εμφανώς πιο ανεξάρτητος από φορμαλιστικές αυτοδεσμεύσεις προηγούμενων δουλειών του, επέτρεψε σε αυτό το σπουδαίο έργο της παγκόσμιας δραματουργίας να βρει τον ρυθμό και την ανάσα του στο σήμερα και με όπλο την μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, απέδειξε ότι η φόρμα δεν αποτελεί απαραίτητα προϋπόθεση  σύγχρονης ανάδειξης κλασικών έργων.

φωτο: Γκέλυ Καλαμπάκα