Όχι άδικα, ο Μάρλον Μπράντο θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών.

Οι πρωταγωνιστικές του ικανότητες στο “Νονό”, το σύντομο αλλά συνάμα συνταρακτικό του πέρασμα στο “Αποκάλυψη Τώρα!”, ως πρώην Αμερικανού στρατιωτικού που βρίσκει το νόημα της ζωής στη ζούγκλα του εμπόλεμου Βιετνάμ, είναι κάποιοι από τους ρόλους που του δίνουν θέση στο πάνθεον της υποκριτικής.

Ο ασυμβίβαστος σταρ του κινηματογράφου που γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1925 έφυγε από τη ζωή την 1η Ιουλίου 2004, ήταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης.

Ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του έγινε διακριτός από τις πρώτες ταινίες που πρωταγωνίστησε. Είναι σαν ο Μπράντο, τη δεκαετία του 1950, να ερμηνεύει τον ασύμβατο εαυτό του σε φιλμ όπως “Λεωφορείον ο Πόθος”, “Ο Ατίθασος”, “Το Λιμάνι της Αγωνίας”.

Όταν ο ηθοποιός συναντήθηκε με την εμπορική και καλλιτεχνική  δόξα -μετά τον ρόλο του Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείο ο Πόθος» 1951- ένιωθε άβολα με τις αντιδράσεις του κόσμου.

Ήταν μια περίοδος που έλεγε: «Οι αίθουσες είναι σκοτεινές γιατί πας με τη φαντασία σου. Ο ηθοποιός κάνει όλα αυτά που εσύ θες. Φιλά την κοπέλα που θα ήθελες, είναι γενναίος όπως θα ήθελες, το κοινό δανείζει τον εαυτό του στο υποκείμενο».

O Μάρλον Μπράντο τη δεκαετία του 1950

Η δεκαετία του 1960 δεν πήγε, όμως, τόσο καλά για τον Μπράντο. Πρωταγωνίστησε στο γουέστερν “Η Εκδίκηση είναι Δική Μου” (σ.σ. One – Eyed Jacks”) που παρά τον κολοσσιαίο προϋπολογισμό της ήταν μια οικονομική καταστροφή. Το ίδιο, επίσης, έγινε και στην ταινία “Η Ανταρσία του Μπάουντι” (σ.σ. Mutiny on the Bounty”). Ήταν μια οικονομική αποτυχία που έφερε την εταιρεία παραγωγής Metro Goldwin Mayer στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.

Στην αυγή της δεκαετίας του ’70 ο Μάρλον Μπράντο θεωρούνταν ως ηθοποιός με μεγάλες δυνατότητες που όμως έπαιζε σε αποτυχημένα φιλμ.

Στα γυρίσματα του φιλμ “Ο Νονός” ο Μπράντο μακιγιάρεται πριν γίνει ο Δον Κορλεόνε

Το κλίμα γύρω από την καριέρα του διορθώθηκε το 1972. Ήταν 48 ετών όταν ερμήνευσε τον ρόλο του Βίτο Κορλεόνε στον υπέροχο και πετυχημένο “Νονό” του Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Εκεί ο Μπράντο ερμήνευε τον πατέρα μαφιόζικης οικογένειας που έχει δεχτεί τους κανόνες του εγκλήματος και της ηθικής των νόμων του υποκόσμου. Εκείνη η ερμηνεία του παραμένει ως μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Ο Ρότζερ Μουρ, που προλόγιζε με τη Λιβ Ούλμαν τον νικητή για το Όσκαρ καλύτερου ηθοποιού,  κοιτά με απορία την νεαρή Ινδιάνα που εκπροσωπεί την άρνηση του Μάρλον Μπράντο να πάρει το βραβείο του | Picture: TS/Keystone USA / Rex Features

Ο Νονός ήταν μια box – office επιτυχία και ο Μπράντο είδε το όνομά του ως υποψήφιο για Όσκαρ στην κατηγορία “Καλύτερης Ερμηνείας”. Στις 27 Μαρτίου 1973, στη διάρκεια των 45ων Βραβείων Όσκαρ, κανένας δεν αμφισβήτησε το όνομά του ως νικητή του περίφημου βραβείου.

Η έκπληξη της βραδιάς ήταν πως η συνέχεια του ακούσματος του ονόματος του Μπράντο ως νικητή δεν έγινε μ’ εκείνον να σηκώνεται από τη θέση του και να τρέχει συγκινημένος να παραλάβει το αγαλματίδιο του. Αντ’ αυτού μια νεαρή ηθοποιός, η Σαχίν Λιτλφέδερ, ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο του.

Η Λιτλφέδερ -υποτίθεται- είχε ρίζες από την ινδιάνικη φυλή Απάτσι. Ήταν επίσης ακτιβίστρια υπέρ του δικαιωμάτων των Ινδιάνων. Συμφώνησε να ανέβει στη σκηνή για λογαριασμό του Μπράντο εξηγώντας τους λόγους που ο ηθοποιός απορρίπτει το βραβείο του.

Ο Μπράντο ήταν ένας μάχιμος ακτιβιστής σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Διαμαρτυρόταν για τον τρόπο που προβάλλονταν οι ιθαγενείς Ινδιάνοι μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες των μεγάλων στούντιο και διαφωνούσε στην εικόνα που ήθελαν να διαμορφώσουν παρουσιάζοντας τους Ινδιάνους ως μέθυσους, αμετροεπείς δολοφόνους, ανθρώπους μειωμένης πνευματικής αξίας.

Το γεγονός που ώθησε τον Μπράντο να αρνηθεί το βραβείο ήταν η βίαιη εμπλοκή των αστυνομικών αρχών και της καταστολής διαμαρτυρίας κατά των ινδιάνων Ογκλάλα και άλλων μελών του Ινδιάνικου κινήματος τον Φεβρουάριο του 1973, που διαμαρτύρονταν για την αποτυχία της αμερικανικής κυβέρνησης να εκπληρώσει τις συνθήκες της μαζί τους.

Η Λίτλφιδερ με την επιστολή του Μάρλον Μπράντο

Η Λιτλφέδερ ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο, για λογαριασμό του Μπράντο. Στο χέρι της κρατούσε ένα 15σέλιδο λόγο που είχε ετοιμάσει ο ηθοποιός και επιθυμούσε να διαβαστεί στη διάρκεια της τελετής.

Όμως, πριν η εκδήλωση των βραβείων της Ακαδημίας του Κινηματογράφου ξεκινήσει οι παραγωγοί προειδοποίησαν τη νεαρή ηθοποιό πως η παραμονή της στη σκηνή δεν θα ξεπερνούσε τα 60 δευτερόλεπτα. Αν τα ξεπερνούσε θα την διέκοπταν οι άνδρες ασφαλείας της αίθουσας. Η νεαρή ηθοποιός αποφάσισε να παρουσιάσει αποσπάσματα του λόγου που είχε γράψει ο Μπράντο υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδιάνων της Αμερικής.

Απόσπασμα του λόγου έγραφε. “Είναι αρκετά δύσκολο για τα παιδιά να μεγαλώσουν σε αυτόν τον κόσμο. Τα παιδιά των Ινδιάνων παρακολουθώντας τηλεόραση βλέπουν τους αγώνες των προγόνων τους να ματαιώνονται. Η σκέψη τους τραυματίζεται με τρόπους που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε”.

Η Σατσίλ Λιτλφέδερ, η οποία έμεινε στην ιστορία των Όσκαρ ως η Ινδιάνα που ανέβηκε στη σκηνή της διοργάνωσης του 1973 για να παραλάβει το βραβείο αντί του Μάρλον Μπράντο  δεν ήταν ιθαγενής. Οι δύο βιολογικές της αδελφές Τρούντι Ορλάντι και Ρόσαλιντ Κρουζ μιλώντας στην εφημερίδα San Francisco Chronicle δήλωσαν ότι η αδελφή τους δεν ήταν στο ελάχιστο Ιθαγενής Αμερικανίδα.

Μερικοί άνθρωποι στο πλήθος αναστατώθηκαν αρνητικά από την ομιλία της Λιτλφέδερ. Άλλοι την χειροκρότησαν και θαύμαζαν το θάρρος να καταδικάσουν δημοσίως την κακομεταχείριση της κινηματογραφικής βιομηχανίας στο πρόσωπο των ιθαγενών Αμερικανών. Δυστυχώς, η καριέρα της νεαρής Ινδιάνας ηθοποιού έληξε μετά από αυτό το περιστατικό.

Καμία μεγάλη εταιρεία παραγωγής δεν θέλησε να συνεργαστεί μαζί της λόγω υπερβολικά αρνητικής δημοσιότητας. Ωστόσο, έγινε πρότυπο σε πολλούς ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ιθαγενών Αμερικής.

Μετά τον “Νονό”, ο Μάρλον Μπράντο πρωταγωνίστησε σε λίγες ταινίες, όπως “Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι”, και έμεινε ένας σθεναρός υποστηρικτής των ιθαγενών αμερικανικών δικαιωμάτων για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο έρωτας με την Ειρήνη Παππά

Ο Μπράντο γνώρισε την Ειρήνη Παππά το 1954 στη Ρώμη. Εκείνος ήταν 0 γοητευτικός τριαντάρης με το συγκλονιστικό ταλέντο στην υποκριτική, η ηθοποιός Ειρήνη Παππά ήταν μια δροσερή κοπέλα 24ων ετών με τυπική δωρική γοητεία. Περιγράφοντας τη γνωριμία της η Παππά έχει δηλώσει: «Από τότε δεν αγάπησα κανέναν άνδρα όπως τον Μάρλον. Ήταν το μεγάλο πάθος της ζωής μου, απολύτως ο άνδρας που νοιαζόμουν περισσότερο και επίσης αυτός που εκτιμούσα περισσότερο»

Παρά το σύντομο της σχέσης τους οι δύο καλλιτέχνες διατήρησαν μια σχέση που δεν έσβησε στο πέρασμα του χρόνου. Το 1999 ο Μπράντο επισκέφθηκε την Ελλάδα για τελευταία φορά.  Και το 2004 όταν έφυγε από τη ζωή η Παππά σε συνεντευξη που έδωσε σε Ιταλική εφημερίδα δήλωσε πως «Παρόλα τα υπόλοιπα, ήταν ακόμα υπέροχος ο τρόπος που σκεφτόταν».