
“Η μόδα είναι ένα εργαλείο για να ανταγωνίζεσαι τη ζωή έξω από το σπίτι.” Η Μέρι Κουάντ ήταν μια αυτοδίδακτη εφευρετική σχεδιάστρια μόδας με κοφτερό εμπορικό μυαλό. Δεν θα ήταν υπερβολή να την ονομάσουμε ως μια από τις πιο εμβληματικές σχεδιάστριες μόδας της δεκαετίας του 1960.
Η σχεδιάστρια που έβαλε τη φούστα “μίνι” στο λεξιλόγιο της μόδας και του life-style έφυγε από τη ζωή στις 13 Απριλίου, σε ηλικία 93ων ετών.

Η Μέρι Κουάντ έντυσε μια ολόκληρη εποχή. Επέβαλε τις μίνι φούστες. Έντυσε κάθε καλλιτεχνική τάση που ξεπετάχτηκε από τον δρόμο. Αν τα «Swinging Sixties» ήταν θίασος, η Mary Quant, οι Rolling Stones, οι Beatles και οι The Who θα ήταν οι ακαταμάχητοι πρωταγωνιστές της.

Η Κουάντ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Blackheath του Λονδίνου. Ήταν κόρη δύο Ουαλών δασκάλων. Μετά την άρνηση των γονέων της να την αφήσουν να παρακολουθήσει ένα μάθημα μόδας, η Quant σπούδασε εικονογράφηση στο κολέγιο Goldsmiths. Εκεί συνάντησε τον μελλοντικό σύζυγό της, αριστοκράτη Alexander Plunket Greene.

Το 1955, ο Plunket Greene με την Quant άνοιξαν την μπουτίκ τους “Bazaar” στην Kings Road του Λονδίνου. Στο υπόγειο του κτιρίου έστησαν το εστιατόριο Alexander. Ο χώρος ήταν στην καρδιά της περιοχής που σύχναζε το περίφημο «Chelsea Set». Μια σειρά καλλιτεχνών, σκηνοθετών και σοσιαλιστών που ενδιαφέρονταν έντονα να εξερευνήσουν νέους τρόπους ζωής και εννοείται πως ο τρόπος που θα ντύνονταν δεν ήταν η εξαίρεση στις αναζητήσεις τους. Η ισχύς εν τη ενώσει κυριολεκτικά. Η Quant θα είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του χώρου. Ο σύντροφός της, το επιχειρηματικό κουμάντο και ο συνεργάτης τους McNair θα φρόντιζαν τα νομικά ζητήματα που θα προέκυπταν στο στήσιμο της επιχείρησης.

Η Quant ήταν αυτοδίδακτη σχεδιάστρια. Παρακολουθούσε βραδινά μαθήματα κοπής και προσαρμογής τυπωμένων μοτίβων σε ρούχα. Μόλις ένιωσε τεχνικά ικανή, ξεκίνησε έναν κύκλο παραγωγής ρούχων χωρίς να επενδύσει στο βαρύ μάρκετινγκ. Η δουλειά της ανερχόμενης σχεδιάστριας κυκλοφόρησε στους κύκλους του ψαγμένου Λονδίνου από στόμα σε στόμα. Το ατελιέ της δεν σταματούσε να δουλεύει ποτέ. Η επιχείρηση, αν ήθελε να δουλεύει χωρίς ρίσκο, έπρεπε να ξεπουλά όλες της τις δημιουργίες καθημερινά. Τα έσοδα που προέκυπταν μια μέρα επενδύονταν αμέσως σε πρώτες ύλες για ρούχα που θα ράβονταν και θα πωλούνταν την επόμενη. Αν και εξαντλητική, αυτή η επιχειρηματική προσέγγιση του ραφιού που έστησε η φιλόδοξη σχεδιάστρια μόδας, έδινε στη διψασμένη για το πρωτοποριακό νεολαία του Λονδίνου ρούχα σε τιμές που δεν ήταν απλησίαστες, που το στιλ τους ανανεωνόταν συνεχώς.

Η αισθητική της Quant επηρεάστηκε από τους Beatnik Street Chic χορευτές, μουσικούς, ποιητές της κοινότητας του Chelsea Set αλλά και τους Mods (συντομογραφία για τους «Μοντερνιστές»). Μια ισχυρή υποκουλτούρα που έπινε καπουτσίνο, οδηγούσε ιταλικά σκούτερ, φορούσε ριγέ παντελόνια με αυστηρή τσάκιση και καλοσιδερωμένα πουκάμισα ή ζιβάγκο μπλούζες. Οι πρώτες συλλογές της Quant ήταν εντυπωσιακά μοντέρνες στην απλότητά τους. Σε αντίθεση με τα πιο δομημένα ρούχα που πρότειναν οι couturiers η Quant ήθελε «χαλαρά ρούχα, κατάλληλα για δραστηριότητες που περιλαμβάνει η φυσιολογική ζωή».

Συνδυάζοντας κοντομάνικα φορέματα με καλσόν σε φωτεινά, ξεκάθαρα χρώματα – ερυθρό, τζίντζερ, δαμασκηνί και πράσινο του σταφυλιού – δημιούργησε μια τολμηρή, υψηλής μόδας, έκδοση πρακτικών ρούχων που ξεχώριζαν για το χρωματικό τους ρίσκο. Ένα από τα παραδείγματα της ασεβούς προσέγγισης που είχε η Quant για τη μόδα αποτελεί η σειρά ανδρικών ζακετών που ήταν αρκετά μακριές έτσι ώστε να φορεθούν ως φορέματα. Και φυσικά δεν ξεχνάμε και τα λευκά πλαστικά περιλαίμια που φόρεσε στα μοντέλα και τις πελάτισσές της αντί των κλασικών κολιέ. Η εκκεντρική αντίληψη της Βρετανίδας σχεδιάστριας για τη μόδα έγινε κάτι σαν γραμμή παραγωγής σκέψης. Ναι, υπήρξε η εποχή που στο Λονδίνο, τη Μέκκα της μαζικής κουλτούρας, αν ήθελες να είσαι μοντέρνος φορούσες κάτι από τη μπουτίκ Bazaar. Η εμπορική (και κοινωνική) αποδοχή της πρώτης μπουτίκ της Quant έφερε το άνοιγμα μιας δεύτερης, ξανά, στην King’s Road. Ο χώρος σχεδιάστηκε από τον Terence Conran.

Καθώς η μπουτίκ σκηνή του Λονδίνου εξακολουθούσε να ανθίζει, η Quant είχε εδραιώσει τη θέση της ως εμπορική και πολιτιστική δύναμη. Το 1962 υπέγραψε μια προσοδοφόρα σύμβαση σχεδιασμού με το αμερικανικό πολυκατάστημα JC Penney. Το 1963 στην Quant απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο The Sunday Times και το 1964 άνοιξε το τρίτο της κατάστημα, στην οδό New Bond Street του Λονδίνου. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η Quant ήταν η πιο γνωστή σχεδιάστρια μόδας του Ηνωμένου Βασιλείου. Η εμβέλειά της στην αγορά της ένδυσης ήταν μοναδική. Εκτιμήθηκε ότι έως και επτά εκατομμύρια γυναίκες είχαν τουλάχιστον ένα από τα προϊόντα της στην ντουλάπα τους στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960.
Για το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, η Quant παρέμεινε στο προσκήνιο της μόδας. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 εισήγαγε τη φροντίδα του δέρματος για τους άνδρες και δημοσίευσε βιβλία που προωθούν τις ιδέες της για τα καλλυντικά. Το 1990 της απονεμήθηκε το βραβείο Hall of Fame από το Βρετανικό Συμβούλιο Μόδας, αναγνωρίζοντας την εξαιρετική συμβολή της στη βρετανική μόδα.
πηγή εικόνων: flashbak.com