Η σχεδιάστρια μόδας Έλσα Σκιαπαρέλι κυριάρχησε στον κόσμο της μόδας στις δεκαετίες του 1920 και 1930 με πλήθος καλλιτεχνικών συνεργασιών και διεθνή αναγνώριση. Ο γλύπτης Αλμπέρτο Τζακομέττι, αντλώντας έμπνευση από τη δουλειά της, δημιούργησε μια σειρά από μπρούτζινα κοσμήματα και κουμπιά. Ο Μαν Ρέι συχνά της ζητούσε να ποζάρει για εκείνον. Η Μέρετ Οπενχάιμ σχεδίασε ένα γούνινο βραχιόλι το 1936 που η Σκιαπαρέλι συμπεριέλαβε στη χειμερινή της συλλογή (ήταν πρόδρομος του εμβληματικού της γούνινου φλυτζανιού).

•Η πιο διάσημη συνεργασία της Σκιαπαρέλι υπήρξε εκείνη με τον φημισμένο σουρεαλιστή ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί. Το πρώτο τους έργο καταγράφεται το 1935: Μια συσκευασία πούδρας σε σκόνη που μοιάζει με καντράν τηλεφώνου.

•Η Σκιαπαρέλι βρισκόταν ήδη στο δρόμο της επιτυχίας. Τα σχέδιά της για πλεκτά πουλόβερ εκτόξευσαν την καριέρα της το 1927. 

Μέχρι το 1932 εργάζονταν για εκείνη 400 υπάλληλοι που δημιουργούσαν έως και 8.000 ρούχα ετησίως. Η συνεργασία Νταλί και Σκιαπαρέλι υπήρξε καλλιτεχνικά τολμηρή, με διάθεση και των δύο δημιουργών να σοκάρουν και να καταπλήξουν. Ο Νταλί εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το έργο της σχεδιάστριας που στο βιβλίο του “Η απόκρυφη ζωή μου” αποφάνθηκε ότι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄30 χαρακτηρίστηκε από τον οίκο μόδας που άνοιξε η Έλσα Σιαπαρέλι στην Place Vendôme. Ο Νταλί αναγνώρισε ότι εξαιτίας της προέκυψαν καινούργια μορφολογικά φαινόμενα και αναδύθηκε η ουσία των πραγμάτων. 

Τον Αύγουστο του 1936, ο Νταλί με τη Σκιαπαρέλι συνεργάστηκαν πάνω σε μία σειρά από κοστούμια και πανωφόρια που εμπνέονται από τον σουρεαλισμό. Ο Νταλί μόλις είχε ζωγραφίσει το “Ανθρωπόμορφο Συρτάρι” (1936). 

Τα σχέδια της Σκιαπαρέλι, που ακολούθησαν, παρουσίασαν ρούχα με τσέπες σε σχήμα συρταριού. Η έμπνευση για το «καπέλο-παπούτσι» τον χειμώνα 1937–38 προήλθε από μια φωτογραφία του Ντάλι, που τραβήχτηκε από τη σύζυγό του Γκάλα το 1933, στην οποία εμφανιζόταν με ένα παπούτσι στο κεφάλι του και ένα άλλο στον ώμο του. Η Σκιαπαρέλι δήλωσε αργότερα ότι μόνο η κοσμική Daisy Fellowes, «η πιο αναγνωρίσιμη γυναίκα για την κομψότητά της την εποχή εκείνη, είχε το θάρρος να το φορέσει».

•Μεγάλη φήμη απέκτησε επίσης το Skeleton Dress (1938), βασισμένο σε ένα σχέδιο του Νταλί μιας γυναίκας με ένα απλό εφαρμοστό φόρεμα που αφήνει να φανούν τα πλευρά και οι γοφοί της. 

 Το φόρεμα της Σκιαπαρέλι ήταν το πρώτο στο είδος του, ραμμένο με την τεχνική trapunto σε μαύρο ρεγιόν ύφασμα. Το ανάγλυφο σχέδιο του φορέματος, σε συνδυασμό με το εφαρμοστό του ύφασμα, ακολουθούσαν τη γραμμή του σώματος δίνοντας παράλληλα την αίσθηση πως διαγράφονταν ταυτόχρονα και τα οστά. Παρόλο που κατασκευάστηκε μόνο μία εκδοχή αυτού του φορέματος, το τολμηρό αυτό σχέδιο ενέπνευσε μεταγενέστερους σχεδιαστές μόδας, όπως ο Alexander McQueen.

•Το σχέδιο του φορέματος Τear Dress του 1938 είναι κατά κάποιον τρόπο επίσης μακάβριο. Μοιάζει σαν το ύφασμα να έχει σκιστεί από τα νύχια ενός ζώου. Αυτό έγινε λίγο πριν η Ευρώπη πέσει στη δίνη και το χάος του πολέμου. Υπήρχε αυτή η αίσθηση της επικείμενης βίας.

Το 1941, με τον πολέμο να μαίνεται, η Σκιαπαρέλι άφησε το Παρίσι για τη Νέα Υόρκη. Εκεί, αντί να σχεδιάζει, πρόσφερε εθελοντική βοήθεια για την ανακούφιση από τις επιπτώσεις του πολέμου. Όταν τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η μόδα δεν ήταν πια η ίδια. Η θηλυκότητα κυριάρχησε μέσα από τα σχέδια των Κριστιάν Ντιορ και Κοκό Σανέλ. Η Σκιαπαρέλι συνέχισε να λειτουργεί την επιχείρησή της μέχρι το 1954, οπότε κήρυξε πτώχευση.

•Η Σανέλ, στην πραγματικότητα, δεν εκτιμούσε την αισθητική της. Η ίδια η Σκιαπαρέλι ένιωθε να ανήκει περισσότερο στον κύκλο των καλλιτεχνών φίλων της. Στην αυτοβιογραφία της έγραψε χαρακτηριστικά: “Ένιωσα περισσότερη υποστήριξη και κατανόηση μακριά από την απλοϊκή και βαρετή πραγματικότητα της παραγωγής ρούχων”.

Η σύνδεση της Σκιαπαρέλι με την τέχνη έγινε βαθύτερη. «Ο σχεδιασμός των φορεμάτων δεν είναι για μένα ένα επάγγελμα αλλά μια τέχνη. Βρήκα ότι ήταν μια δύσκολη και μη ικανοποιητική μορφή τέχνης, γιατί μόλις το φόρεμα γεννηθεί, ανήκει ήδη στο παρελθόν», έγραψε. «Ένα φόρεμα δεν έχει δική του ζωή, εκτός αν φοριέται, και μόλις συμβεί αυτό, μια άλλη προσωπικότητα αναλαμβάνει να το εκπροσωπήσει. Μπορεί να το αναδείξει ή να το καταστρέψει ή και να το κάνει ένα τραγούδι για την ομορφιά. Τις περισσότερες φορές, όμως, μετατρέπεται σε ένα αδιάφορο αντικείμενο, ή ακόμα και μια αξιολύπητη καρικατούρα αυτού που επιδιώξατε να γίνει – ένα όνειρο, μια έκφραση.»

πηγή: artsy.net