Όταν ο ήχος της τζαζ ήταν ζωτικής σημασίας συστατικό για τον αμερικανικό ανεξάρτητο κινηματογράφο της δεκαετίας του 1950 και του 1960 όσο και η ποίηση ή η ζωγραφική της εποχής.

Ένα στιγμιότυπο από το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που, τελικά, βγήκε στις αίθουσες με το όνομα Momma Don’t Allow. Το τζαζ συγκρότημα του ικανού τρομπονίστα Chris Barber ξεπακετάρει τα όργανά του και κάνει πρόβα για τη βραδινή συναυλία στο Wood Green Jazz Club στο Βόρειο Λονδίνο. Στο μεταξύ, νέοι άνθρωποι της εργατικής τάξης – μια σερβιτόρα, ένας χασάπης, ένας βοηθός οδοντιάτρου – αφήνουν τη δουλειά τους και κατευθύνονται προς το κλαμπ. Εκεί, ένα πλήθος νεαρών κάνει ουρά για να μπει καθώς το συγκρότημα αρχίζει να παίζει. Ο κόσμος μέσα παραγγέλνει τα πρώτα ποτά, φίλοι αστειεύονται, άνδρες  φλερτάρουν κορίτσια, κορίτσια φλερτάρουν άνδρες, τα πρώτα ζευγάρια κινούνται προς την πίστα.

Η φιλική ατμόσφαιρα διαταράσσεται με την άφιξη μιας παρέας νεαρών της μεσαίας τάξης, που επιδεικνύουν τα ακριβά αυτοκίνητα, τα κοστούμια, τα βραδινά τους φορέματα. Κοιτάζουν τους νέους της εργατικής τάξης με περιφρόνηση. Όταν όμως πάνε να χορέψουν, φαίνονται λιγότερο σίγουροι για τον εαυτό τους. Η παρέα των νεαρών μπουρζουάδων φεύγει από το κλαμπ και η βραδιά συνεχίζεται.

Το συγκρότημα εναλλάσσει τζαζ μελωδίες και πιο αργές μπαλάντες. Κάποια ζευγάρια έρχονται σταδιακά πιο κοντά, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Ένα κορίτσι αποκοιμιέται στον ώμο του φίλου της. Στην πίστα, οι πιο δραστήριοι νέοι επιταχύνουν τον ρυθμό τους και σταματούν να χορεύουν μόνο όταν το συγκρότημα αποφασίσει να μαζέψει τα πράγματά του.

Τα παραπάνω είναι στιγμιότυπα ενός από τα πρώτα Free Cinema film που γυρίστηκαν ποτέ. Ο αρχικός του τίτλος ήταν Jazz. Με χρηματοδότηση από το Experimental Film Fund, τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια εννέα Σαββάτων από τον Karel Reisz και έναν νεαρό τηλεοπτικό σκηνοθέτη του BBC, του Tony Richardson. Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ 16 χιλιοστών κατά τη διάρκεια του Χειμώνα 1954-5 με συνολική επιχορήγηση μόλις £425. Όταν ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1955, ο τίτλος του είχε αλλάξει σε Momma Don’t Allow .

Ο ήχος της τζαζ ήταν ζωτικής σημασίας συστατικό για τον αμερικανικό ανεξάρτητο κινηματογράφο της δεκαετίας του 1950 και του 1960 όσο και η ποίηση ή η ζωγραφική της εποχής. Μία από τις πιο διάσημες ταινίες που επηρεάστηκαν από την τζαζ αυτής της περιόδου ήταν το “Shadows” του Τζον Κασσαβέτη (1959), αλλά εξίσου ζωτικής σημασίας ήταν και το αριστουργήματα της Σίρλεϊ Κλαρκ “The Connection”, μία πειραματική, ασπρόμαυρη ταινία μεγάλου μήκους βασισμένη στο θεατρικό έργο του Τζακ Γκέλμπερ.

Η Κλαρκ αντιμετώπιζε πάντα τη θεματολογία της με έναν ρεαλισμό που χαρακτήριζε και την beat λογοτεχνία της εποχής. Στο “Connection” η γραμμή μεταξύ ντοκιμαντέρ και αφήγησης καταρρέει καθώς μας περιγράφει μια μέρα τη ζωή μιας παρέας (εθισμένων στην ηρωίνη) μουσικών της τζαζ περιμένοντας την επόμενη δόση τους σε κάποια σοφίτα της Νέας Υόρκης. Παράλληλα ένας παραγωγός και ένας συγγραφέας, έχουν μπει στη ζωή τους για να τους μελετήσουν και να γράψουν ένα θεατρικό έργο για αυτούς. Η Κλαρκ με την ανήσυχη κάμερα, τους γευστικούς Beat διαλόγους και τη μαγική τζαζ από τους Jackie McLean και Freddie Redd, κάνουν το “Connection”ένα από τα πιο ζωτικά και επιδραστικά έργα του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου.