Δύο πράγματα θα θυμάμαι για πάντα γύρω από τον θείο Δημήτρη. Το πρώτο είναι πως είχε ίσιο μαλλί κολλημένο προς τα πίσω. Και στην παραλία, με ντάλα κόντρα βοριά, να στεκόταν το μαλλί του δεν ξέφευγε. Το δεύτερο, σημαντικότερο σίγουρα, ήταν πως έφυγε από τη ζωή όπως μας το είχε υποσχεθεί. Από το αλκοόλ.

Κάποιος θα το έλεγε αυτοκτονία αλλά δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Τον θυμάμαι λίγο πριν φύγει στην κλινική. Μέρες πριν αφήσει την τελευταία του ανάσα πήγαμε να τον δούμε οικογενειακώς. Ήταν κατάλευκος. Οι γάμπες του ήταν πρησμένες, δεν μπορούσε να περπατήσει χωρίς βοήθεια. Εκείνη τη στιγμή πάω στοίχημα πως δεν ήθελε να φύγει από τη ζωή. Το είδα στα μάτια του αυτό. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα αυτό που έβλεπα στο σινεμά να συμβαίνει στην αληθινή ζωή: “Το βλέμμα δε λέει ψέματα ποτέ”.

Παραμυθένια ηρωικό ακούγεται αυτό αλλά εκείνη τη στιγμή, την τελευταία φορά που τα είπαμε, αν το βλέμμα μιλούσε θα έλεγε: “Θέλω να μείνω μαζί σας για λίγο ακόμα”. Δεν ξέρω. “Μακάρι να έμενες”, είπα μέσα μου και εγώ. Και μετά ήταν σαν να έσκασε κλοτσιά από μπότα ρεαλισμού στο κεφάλι μου. Μα αν τελικά ο θείος Δημήτρης έμενε μαζί μας λίγο ακόμα το πιθανότερο θα ήταν βγαίνοντας στον έξω κόσμο να σταμάταγε στο πρώτο μπαρ που θα συναντούσε στο διάβα του για να πιει ένα τελευταίο ουισκάκι, στην υγειά μας φυσικά.

Ο θείος Δημήτρης στην καθημερινή του ζωή ήταν και δικηγόρος. Πήρε τη σκυτάλη από τον πατέρα του. Δικηγόρος ήταν και εκείνος, εκτός από το διάστημα που υπηρέτησε νομάρχης Πρεβέζης. Στην αρχή της καριέρας του ο θείος δεν τα πήγε καθόλου άσχημα. Αγόρασε την πρώτη του μπλε Mercedes στα 70’s. Μιλώ για την εποχή που αν είχες δουλειά στη Σταδίου, στη Σταδίου θα πάρκαρες, που τα αυτοκίνητα είχαν ένα τριγωνικό τζαμάκι στα μπροστινά παράθυρα για να μπαίνει το αεράκι στο εσωτερικό του αυτοκινήτου και όταν περνούσε από το σπίτι για να πάμε κάπου καθόμουν στη θέση του συνοδηγού. Ναι, υπήρξαν οι μέρες που ανάμεσά μας ο θείος Δημήτρης ήταν συνώνυμο της σταθερότητας, της επιτυχίας, της φιλοδοξίας που δε χρειάζεται να τσαλακώσεις την ψυχή σου για να βγείτε αγκαζέ.

Πολλά χρόνια μετά

Μπήκα στο μπαρ βιαστικά. Βόλεψα τα χέρια μου στην μπάρα, είπα “καλησπέρα”, μου απάντησαν το ίδιο και μετά είπα “ένα Jameson παρακαλώ.” Ήταν η πρώτη φορά που στο Galaxy κάθισα μπροστά στο σταντ με τις φωτογραφίες που έχει βάλει ο κύριος Γιάννης με τους πελάτες που έγραψαν το δικό τους στόρι στο μπαρ. Η ματιά μου γλιστρούσε στις εικόνες. Ξεκίνησε με την πάνω σειρά και κατέβαινε, κατέβαινε, κατέβαινε μέχρι που σταμάτησε σ’ εκείνη την κοντά στο ξεθωριασμένο φωτογραφία με έναν τύπο που το “γρασωμένο” του μαλλί έμοιαζε να είναι τόσο σταθερό, που ακόμα και σε παραλία με ντάλα κόντρα βοριά να στεκόταν, δεν θα το κουνούσε ρούπι. Μια γουλιά ουίσκι και μια ερώτηση.

Κύριε Γιάννη έχω μια απορία;
-Ναι, πες μου.

-Ποιος είναι ο άνδρας σε αυτή τη φωτογραφία με το χτενισμένο μαλλί και τη χωρίστρα προς τα δεξιά;
-Τι τα θες, ένας φίλος μου δικηγόρος.

-Πως τον λένε;
-Τον έλεγαν Δημήτρη.

-Τι θυμάστε από εκείνον;
-Γιατί ρωτάς;
-Θείος μου ήταν,

-Τι να πεις. Έφυγε, βάσανα, στεναχώριες. Εδώ ο θείος σου έγραψε ιστορία. Εδώ γίναμε φίλοι. Στεναχωριέμαι που δεν τον βλέπω.

-Ναι, φαντάζομαι…το ίδιο και εγώ.

Ο θείος ο Δημήτρης και εγώ μοιραζόμαστε την ίδια μπάρα. Τον φαντάζομαι να μπαίνει στο Galaxy βράδυ 70’s, με το μπαρ τίγκα στον καπνό και να κάνει τα πάντα δικά του με την κιμπαριά ανθρώπου που η ζωή είναι μικρότερη από εκείνον. Σκέφτομαι πως υπάρχει η πιθανότητα εκεί, κάποτε, να είπε “Στην υγειά του ανιψιού που μόλις περπάτησε”. Μας χωρίζουν τόσα χρόνια από εκείνη την εποχή που έμπαινε στο μπαρ του Κύριου Γιάννη και όμως, κάθε φορά που μπαίνω στο Galaxy έχω πάντα την ίδια εικόνα. Πως βλέπω όσα είδε. Τα κάδρα που είναι κρεμασμένα στους τοίχους γύρω από το μπαρ με τους, ασπρόμαυρους, Ιταλούς σταρ της Τσινετσιτά ή εκείνο του Ελύτη.

Το Galaxy είναι το σημείο που συναντιέμαι με τον θείο τον Δημήτρη. Δεν είναι πως τον νοσταλγώ. Κάθε φορά που κοιτώ τον πίνακα με τις φωτογραφίες στο Galaxy είναι λες και μοιραζόμαστε ξανά χρόνο μαζί.

Το άρθρο για τον Θείο Δημήτρη ήρθε μετά το υπέροχο ρεπορτάζ της Ζωής Παρασίδη με τίτλο “50 χρόνια η Αθήνα τα πίνει στο Galaxy” που δημοσιεύτηκε στη Lifo.