Πάμπλο Νερούδα ήταν το φιλολογικό ψευδώνυμο και, αργότερα, το νόμιμο όνομα του Χιλιανού ποιητή και πολιτικού Νεφτάλι Ρικάρντο Ρέγιες Μπασοάλτο που γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου 1904. Επέλεξε το όνομά του εμπνεόμενος από τον Τσέχο ποιητή, συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιαν Νερούντα.

Ο Νερούδα έγραψε σε μια μεγάλη ποικιλία στυλ από ερωτικά ποιήματα όπως στη συλλογή του “Είκοσι ερωτικά ποιήματα και ένα τραγούδι απελπισμένο”, σουρεαλιστικά ποιήματα, ιστορικά έπη και πολιτικά μανιφέστο. Το 1971 ο Νερούδα κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Κολομβιανός μυθιστοριογράφος Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές τον αποκάλεσε “ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ού αιώνα σε οποιαδήποτε γλώσσα”. Ο Nερούδα έγραφε πάντα με πράσινο μελάνι καθώς αντιπροσώπευε για εκείνον το χρώμα της ελπίδας.

Στις 15 Ιουλίου 1945, στο Στάδιο Πακαέμπου στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, διάβασε σε 100.000 ανθρώπους προς τιμήν του κομμουνιστή επαναστάτη ηγέτη Λούις Κάρλος Πρέστες. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Νερούδα κατείχε πολλές διπλωματικές θέσεις και υπηρέτησε ως γερουσιαστής για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής. Όταν ο συντηρητικός Χιλιανός πρόεδρος Γκονζάλες Βιντέλα απαγόρευσε τον κομμουνισμό στη Χιλή το 1948, εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψη του Νερούδα. Φίλοι τον έκρυψαν για μήνες σε ένα υπόγειο στο λιμάνι της Χιλής, στο Βαλαπαραΐσο. Αργότερα, ο Nερούδα διέφυγε στην Αργεντινή μέσω ενός ορεινού περάσματος κοντά στη λίμνη Maihue. Χρόνια αργότερα, έγινε στενός συνεργάτης του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε. Όταν επέστρεψε στη Χιλή μετά την αποδοχή του βραβείου Νόμπελ, ο Αλιέντε τον κάλεσε να διαβάσει στο Εθνικό Στάδιο μπροστά σε 70.000 άτομα.

Ο Πάμπλο Νερούδα

Ο Nερούδα νοσηλεύτηκε με καρκίνο την περίοδο του πραξικοπήματος της Χιλής με επικεφαλής τον Αουγκούστο Πινοσέτ. Τρεις μέρες μετά τη νοσηλεία πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια. Όσο ζούσε υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος και ο θάνατός του έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο. Ο Πινοσέτ είχε αρνηθεί την άδεια να μετατρέψει την κηδεία του Nερούδα σε δημόσια εκδήλωση. Ωστόσο, χιλιάδες θλιμμένοι Χιλιανοί παραβίασαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας και πλημμύρισαν τους δρόμους.

Κάντο Χενεράλ

Ξεσηκωμένη Αμερική (1800)

Η Γη μας, γη πλατιά, ερημιές,
πλημμύρισε βουητό, μπράτσα, στόματα,
Μια βουβαμένη συλλαβή άναβε λίγο λίγο
συγκρατώντας το παράνομο ρόδο,
ωσότου οι πεδιάδες δονήθηκαν
όλο σίδερο και καλπασμό.

Σκληρή η αλήθεια σαν αλέτρι.

Έσκισε τη γη, θεμέλιωσε τον πόθο,
έπνιξε τις φύτρες της προπαγάνδας τους
και λευτερώθηκε μέσα στην μυστική άνοιξη.
Είχε βουβαθεί το λουλούδι της, κυνηγηθεί
το συναγμένο φως της, είχε χτυπηθεί
το μαζικό της προζύμι, των κρυμμένων
λάβαρων το φιλί,
αυτή όμως ξεπετάχτηκε σκίζοντας τοίχους
αποσπώντας τις φυλακές απ’ τη γη.

Κούπα της έγινε ο σκούρος λαός.
Παράλαβε το εξοστρακισμένο υλικό
το διάδωσε στης θάλασσας τα πέρατα,
το κοπάνισε σ’ αδάμαστα γουδιά
και βγήκε, με χτυπημένες σελίδες
και με την άνοιξη στο δρόμο.
Ώρα χτεσινή, ώρα μεσημεριού,
ώρα σημερινή ξανά, ώρα καρτερεμένη
ανάμεσα στο λεφτό που πέθανε και σ’ αυτό που γεννιέται,
στην αγκαθιασμένη εποχή της ψευτιάς.

Πατρίδα έχεις γεννηθεί από ξυλοκόπους,
από τέκνα αβάφτιστα, από μαραγκούς,
από κείνους που δώσαν σαν παράξενο πουλί
μια σταγόνα αίμα πετούμενο
και σήμερα θα γεννηθείς και πάλι σκληρή,
μες από κει που ο προδότης και ο δεσμοφύλακας
σε πιστεύανε παντοτεινά θαμμένη.

Σήμερα, όπως και τότε, θα γεννηθείς απ’ το λαό.

Σήμερα θα βγεις μες απ’ το κάρβουνο και τη δρόσο
Σήμερα θα καταφέρεις να τραντάξεις τις πόρτες
με χέρια κακοπαθιασμένα, με κομμάτια
ψυχής που περισώθηκε, με δέσμες
από βλέμματα που ο θάνατος δεν έσβησε:
εργαλεία φοβερά
κάτω απ’ τα κουρέλια, έτοιμα για τη μάχη.