Ένα ποίημα, είπε κάποτε ο Πάουλ Τσέλαν (23 Νοεμβρίου 1920- 20 Απριλίου 1970): «μπορεί να είναι ένα μήνυμα σε ένα μπουκάλι, που κάπου, κάποια στιγμή, θα μπορούσε να ξεβραστεί στη στεριά».

Ο Τσέλαν θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ου αιώνα. Έδωσε φωνή στην επιθυμία του ποιητή για επικοινωνία αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τους περιορισμούς της ποιητικής έκφρασης και της ίδιας της γλώσσας.

Γεννημένος το 1920 στο Τσέρνοβιτς της Ρουμανίας με το όνομα Πάουλ Άντσελ ήταν το μοναδικό παιδί μια γερμανόφωνης εβραϊκής οικογένειας. Από τον πατέρα του ο νεαρός Πάουλ έλαβε εβραϊκή εκπαίδευση, ενώ από τη μητέρα του γνώρισε τα έργα των μεγάλων Γερμανών ποιητών, όπως των Ρίλκε και Σίλερ, που του ενέπνευσαν μια βαθιά αγάπη για τη γερμανική γλώσσα και λογοτεχνία.

•Και οι δύο γονείς του χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα. Οι θάνατοί τους, ιδίως της μητέρας του, θα τον στοιχειώσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο ίδιος ο Τσέλαν πέρασε εξόριστος τα τελευταία χρόνια του πολέμου σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της Υπερδνειστερίας, στη Μολδαβία.

Για τον Τσέλαν, που μιλούσε πολλές γλώσσες, τα γερμανικά ήταν η γλώσσα της μητέρας του, αλλά και η γλώσσα των δολοφόνων της. Επέλεξε να γράψει για το Ολοκαύτωμα – ή, όπως κάποτε το χαρακτήρισε ως “αυτό που συνέβη” – στα γερμανικά.

Είχε ήδη δημοσιεύσει αρκετά ποιήματα στα γερμανικά και τα ρουμανικά, όταν ο Χίτλερ έφτασε στη Ρουμανία. Το έργο του κέρδισε την προσοχή του κοινού μετά το τέλος του πολέμου, με πιο διάσημη την ωδή του “Φούγκα Θανάτου” για τα θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. 

“Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε νύχτα / σε πίνουμε μεσημέρι ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία / σε πίνουμε το βράδυ το πρωί / πίνουμε και πίνουμε / ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία τα μάτια του είναι γαλανά / σε πετυχαίνει με μολύβι καυτό σου ρίχνει δεν σφάλλει”

Το ποίημα συγκλόνισε τη γερμανική λογοτεχνική σκηνή στα μεταπολεμικά χρόνια. Οι αποτρόπαιες εικόνες του μίλησαν για τη φρίκη του Ολοκαυτώματος και τα σαδιστικά βασανιστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης:

“Στο σπίτι κατοικεί ένας άντρας παίζει με τα φίδια γράφει / γράφει όταν πέφτει σκοτάδι στη Γερμανία / τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα / τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίθ / ανοίγουμε ένα μνήμα στους αιθέρες εκεί δεν είναι κανείς στριμωχτά / Φωνάζει σκάψτε βαθύτερα στο χώμα εσείς κι εσείς οι άλλοι τραγουδήστε και παίξτε / αρπάζει από τη ζώνη το σιδερικό το κραδαίνει τα μάτια του είναι γαλανά / καρφώσετε βαθύτερα το φτυάρι εσείς κι εσείς οι άλλοι παίζετε ακόμα για χορό”

Ο Πάουλ Τσέλαν το 1963 © Lufti Özkök

Στην ομιλία του, όταν έλαβε το Βραβείο Brehmen για τη Λογοτεχνία, ο Τσέλαν είπε ότι, μετά το Ολοκαύτωμα, «μόνο ένα πράγμα παρέμεινε προσιτό, κοντινό και ασφαλές εν μέσω όλων των απωλειών: Η γλώσσα. Ναι, η γλώσσα. Παρέμεινε η ασφάλεια μέσα στην απώλεια. “

•Εκτός από τη συγγραφή ποίησης, ο Τσέλαν μετέφρασε έργα άλλων ποιητών, όπως των Έμιλυ Ντίκινσον και Όσιπ  Μαντελστάμ, στα γερμανικά. Ο Τσέλαν ένιωσε μια ιδιαίτερη συγγένεια με τον Ρώσο Μαντελστάμ, ο οποίος, όπως και ο ίδιος, ήταν ένας Εβραίος ποιητής που έγραψε στο πλαίσιο μιας μη εβραϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Ο Γκέρσομ Σόλεμ, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Τέοντορ Αντόρνο, και ειδικά ο Φραντς Κάφκα ήταν μερικοί από τους Εβραίους στοχαστές και συγγραφείς από τους οποίους ο Τσέλαν εμπνεύστηκε. Η βραβευμένη με Νόμπελ Γερμανο-Εβραία ποιήτρια και δραματουργός Νέλλυ Ζαχς υπήρξε επίσης στενή φίλη του

Ο μελετητής και μεταφραστής Τζον Φέλστινερ ανακάλυψε ανάμεσα στο ύστερο έργο του ποιητή αποτυπώματα της εβραϊκής έκφρασης της πίστης. Ο τίτλος της φημισμένης βιογραφίας του για τον Τσέλαν: “Ποιητής, επιζών, Εβραίος” περιγράφει τις καθοριστικές πτυχές της ποίησης και του προσώπου του ποιητή.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η αμφιλεγόμενη σχέση του Τσέλαν με τον Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος συνδέθηκε για μια περίοδο με το ναζιστικό κόμμα. Ο Τσέλαν είχε μελετήσει το έργο του Χάιντεγκερ, το οποίο θαύμαζε πολύ και ο φιλόσοφος είχε επίσης παρακολουθήσει την ποίηση του Τσέλαν για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι δύο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1966, όταν ο Τσέλαν έκανε μια ανάγνωση στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ που παρακολούθησε ο Χάιντεγκερ. Ο Χάιντεγκερ στη συνέχεια κάλεσε τον ποιητή στην καλύβα του στο Μέλανα Δρυμό. Η συνάντηση ενέπνευσε το ποίημα του Τσέλαν “Todtnauberg”, ονομασία για την τοποθεσία της κατοικίας του Χάιντεγκερ στο βουνό.

Το ποίημα φαίνεται να εκφράζει μια επιθυμία, από την πλευρά του ποιητή για κάποιο είδος εξήγησης, μια απολογία, μια εξομολόγηση ενοχής, ίσως, από τον φιλόσοφο: “Για την προσδοκία, σήμερα, μιας λέξης ενός στοχαστή / που θα΄ρθει στην καρδιά,”

Δεν είναι γνωστό τι συνέβη κατά τη διάρκεια της συνάντησης, αλλά το ποίημα δείχνει ότι ο ποιητής δεν έλαβε την ελπίδα για εξήγηση. Μετά τον πόλεμο, ο Τσέλαν συνέχισε να ζει ως απόδημος στο Παρίσι – ένας Εβραίος μεταξύ των εθνών, ένας Γερμανός μεταξύ των Γάλλων. Στο Παρίσι, συνάντησε και παντρεύτηκε την Γαλλίδα καλλιτέχνιδα Gisèle Lestrange. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο.

Αν και επισκέφθηκε το Ισραήλ αργότερα στη ζωή του και εξέτασε τη δυνατότητα μετανάστευσης εκεί, τελικά είδε τον εαυτό του ως «ίσως έναν από τους τελευταίους που πρέπει να ζήσει το πεπρωμένο του εβραϊκού πνεύματος στην Ευρώπη».

Ο Τσέλαν ενδεχομένως βλέπει στο έργο του μια ευκαιρία να λυτρώσει τη γερμανική γλώσσα – την οποία αγαπούσε τόσο πολύ – από τις καταστροφές του ναζισμού. Πιθανότατα, δεν μπορούσε να φανταστεί να απομακρυνθεί από την ποίησή του. Όπως κάποτε επεσήμανε: «Δεν υπάρχει τίποτα στη γη που να εμποδίζει τον ποιητή να γράψει, ούτε καν το γεγονός ότι είναι Εβραίος και τα γερμανικά είναι η γλώσσα των ποιημάτων του».

•Καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Τσέλαν υπέφερε από σοβαρή ψυχική και συναισθηματική αγωνία. Μια ιδιαίτερα σοβαρή περίοδος κατάθλιψης εμφανίστηκε, όταν η Claire Goll, σύζυγος του ποιητή Yvan Goll, τον κατηγόρησε για λογοκλοπή των έργων του συζύγου της, τα οποία ο Τσέλαν είχε μεταφράσει. Νοσήλευτηκε μετά από απόπειρα αυτοκτονίας και τότε η  Gisèle του ζήτησε να φύγει από το οικογενειακό τους σπίτι.

Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μόνος του, χωρίς οικογένεια και φίλους, και βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στην κατάθλιψη. Έγραψε τα τελευταία του ποιήματα σε αυτήν την κατάσταση – πολλά από αυτά είναι δύσκολο να κατανοηθούν, εντούτοις πολύ όμορφα. Στο τέλος, ο Τσέλαν αυτοκτόνησε. Πνίγηκε στον ποταμό Σηκουάνα, λίγο έξω από το διαμέρισμά του στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970.

Μεγάλο μέρος της ποίησής του φαίνεται να προέρχεται από την επιθυμία του για βαθιά, ουσιαστική επικοινωνία. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς, τι πραγματικά σήμαινε η επικοινωνία για τον ποιητή, στο φως ενός από τα πιο εντυπωσιακά τελευταία του ποιήματα:

Φύλλο άδεντρο για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ: 

Τι χρόνια είναι τούτα / που κοντεύει να γίνει έγκλημα μια κουβέντα / που ’τυχε να ξαναπεί τόσα / απ’ όσα έχουν ήδη ειπωθεί;”