Αλληλογραφία
Αυτά που γράφεις σε εμποδίζουνε
Να δεις το πρόσωπό σου.
Είναι ψέματα πως κάποιος έβαψε
Την πίσω πλευρά του σκοταδιού
Κι έτσι μπορείς να δεις το πρόσωπό σου γράφοντας.
Τσακισμένο είναι το χέρι που γράφει
Τσακισμένο είναι το φως του σκοταδιού
Στον σκοτεινό καθρέφτη
Ανάπηρα άλογα σκύβουν να πιούνε το νερό
Και δεν κοιτάζουνε∙ τι να κοιτάξουν;
Μαζί τους πίνει κι ο νεκρός
Τι να κοιτάξει;
Ποιά μορφή;
Ποιό μήνυμα σε ποιόν να δώσει;
Πίνει νερό μαύρο μελάνι αίμα
Και λέει σιγά στο ζώο να βιαστεί
Μην πιεί κι άλλο νερό
Όσο κι αν πιεις, του λέει, καθρέφτης δεν υπάρχει
Μας έχουν διώξει από καιρό
Αλλού θα σε γιατρέψω, λέει στο ζώο
Άντε να φύγουμε τώρα
Φεύγουνε, κουτσαίνοντας το άλογο
Κι ο καβαλάρης πεθαμένος
Απ’ το πολύ νερό στις φλέβες του
Απ’ το πολύ μελάνι στους καθρέφτες.
Φεύγουνε κι ακόμα φεύγουνε
Ποιός να το γράψει πως από δω περάσανε.
Από τη συλλογή «Τα Επίχειρα της Προοπτικής», 2010
Με Γαλλικά
Η θεία Αριάδνη
Είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Ήξερε γαλλικά και πιάνο.
Τότε είχε σημασία
Να ξέρεις γαλλικά και πιάνο
Δεν ήταν παίξε γέλασε αστείο
Για να γελάνε οι μικροαστοί
Στις επιθεωρήσεις.
Ύστερα ήρθε η καταστροφή.
Αστοί εκ Κωνσταντινουπόλεως
Γίνανε χωριάτες.
Και η θεία Αριάδνη
Πέρασε την υπόλοιπη ζωή της
Πλένοντας ασπρόρουχα ενός μικρού ξενοδοχείου.
Τώρα που πέθανε η λευκότης
Βλέπω μπροστά μου το κυμάτισμα∙
Τόσα σεντόνια
Τόσα σώματα
Όλα λευκά
Ετοιμασμένα από καιρό
Για τις καινούργιες λέξεις.
Με γαλλικά
Και πιάνο.
Από τη συλλογή «Ο κόσμος ακόμα χρειάζεται σφαγές και άλλα ποιήματα», 2005
Νύχτες με βροχή
Θα σπάσει η πόρτα∙
Η νύχτα θα κυλήσει
Μες στο λευκό σεντόνι∙
Θείες και μακρινά ξαδέλφια
Που γνωρίζαμε από ιστορίες
Από ευχετήριες κάρτες
Από έγχορδα παιδικά Χριστούγεννα
Αυτός ο Άρης με τη γενειάδα
Αυτή η Θελξινόη με τους τρύπιους κροτάφους
Οι συγγενείς απ’ τις κατακτημένες πόλεις
Φτάνουν τις νύχτες με βροχή.
Από τη συλλογή «Νυχτολόγιο χειρός», 1990
Κρίμα που δεν μπορέσαμε
Κρίμα που δεν μπορέσαμε
Να είμαστε τόσο ωραίοι άνδρες
Όσο κι οι πατεράδες μας.
Σε μιαν αμμουδιά, σ’ έναν βράχο
Ύστερα από το καλοκαίρι
Πριν από τις εξορίες
Όπου και μια χειρονομία φόβου
Μπορούσε (κι ακόμα μπορεί)
Ν’ ανήκει στα αριστουργήματα.
Κρίμα που δεν το κατορθώσαμε
Εκείνο το αγκάθι του βυθού
Που έγινε πατρίδα.
Κρίμα που δεν μπορέσαμε
Να γίνουμε
Τόσο, μα τόσο, σιωπηλοί.
Από τη συλλογή «Ο κόσμος ακόμα χρειάζεται σφαγές και άλλα ποιήματα», 2005
Υλικά
Ίσως να μη χρειάζεται το πρόσθετο βάρος
της νύχτας πάνω στα φορτωμένα καμιόνια,
ή τα χάλκινα νομίσματα στα χέρια του νεκρού,
ή ακόμα, η ελαφριά κάμψη της θάλασσας
προς τον νότο.
Ίσως να μη χρειάζεται τίποτα.
Κατά βάθος
Κανένας δε θέλει να φύγει.
Από τη συλλογή «Μικρόφωνο», 1985
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ