κείμενο: Ελένη Σωτάκη //

Είναι κάποιες φορές που η επικοινωνία στη βάση της στηρίζεται σε μια μικρή παρεξήγηση. Εκεί, συχνά, στα θεμέλια του λόγου, άλλοτε κρύβεται επιμελώς κι άλλοτε απλώς “λανθάνει” μια παρανόηση ενός νοήματος, μια λέξη μικρή, ικανή όμως να φέρει ενέργεια τρομακτική.

Οι άνθρωποι κατοικούμε στη γλώσσα. Η γλώσσα η ίδια έρχεται και μας βρίσκει, είναι ήδη εκεί πριν καν εμείς τη συναντήσουμε. Η γλώσσα που μιλάμε κατά κάποιο τρόπο μάς έχει διαλέξει. Καθώς ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, τον από πριν κατοικημένο και προνοηματοδοτημένο, χτίζουμε την αντίληψή μας, τις βεβαιότητές μας πάνω στις περιγραφές και τις ερμηνείες των πραγμάτων, έτσι ακριβώς όπως αυτές μας δίνονται. Η ομιλία είναι συνυφασμένη με την εύρεσή μας στον κόσμο και την κατανόησή μας. Η γλώσσα είναι η εξωτερίκευση αυτή. Οι λέξεις ως άλλα θραύσματα βρίσκονται εκεί για να συνθέσουν το εκάστοτε νόημα. 

Τη στιγμή που επιλέγουμε μια λέξη έναντι κάποιας άλλης, που έρχεται και μας βρίσκει μέσα σε μια συγκεκριμένη διάθεση και την εκφέρουμε ως λόγο, τότε προσβλέπουμε στο να ακουστούμε και να συνδεθούμε με τους άλλους. Είναι όμως αυτό πάντοτε εφικτό;

Συχνά οι λέξεις που φεύγουν από εμάς συναντούν τους άλλους με τρόπους που δεν μπορούμε ούτε να ελέγξουμε ούτε να φανταστούμε. Και δεν εξαρτάται μόνο από το γεγονός ότι δεν συναντά ο λόγος μας ώτα ευήκοα.

Πολύ συχνά, στη βάση της ίδιας της επικοινωνίας προκύπτει η διαφορά στην ερμηνεία του λεχθέντος. Τότε, αυτό που ονομάζουμε επικοινωνία, διάλογο, συζήτηση εξελίσσεται σε φάρσα και οι πρωταγωνιστές ζουν τη δική τους πραγματικότητα, εκφωνούν τους δικούς τους παράλληλους μονολόγους σε μια επαφή που η συνάντηση δεν προκύπτει ποτέ

Η φάρσα είναι η παραδοξότητα εκείνη στην οποία ο λόγος ξεγλιστρά και το νόημα μάς προσπερνά ξυστά, τα πράγματα καθρεφτίζονται σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη και ο λόγος μάς επιστρέφεται πίσω κενός. Ποιος δεν έχει αισθανθεί να μιλά και οι λέξεις να μη φτάνουν πουθενά, να γυρνούν ξανά πίσω με φόρα, κούφιες και απογυμνωμένες από τη σημασία τους; Και ποιος δεν έχει υπερασπιστεί τη δύναμη των λέξεων προσδοκώντας να διανοίξει έναν νου ή μια καρδιά απροσπέλαστα σε αυτόν; 

•Ο λόγος αξιώνει έναν συντονισμό μεταξύ των ανθρώπων. Έναν συντονισμό ψυχικό. Εκεί, σε αυτή τη δόνηση, οι παρανοήσεις βρίσκουν το δρόμο της ανακούφισης 

Σε κάθε στιγμή της ανθρώπινης ζωής, σε κάθε μορφή σχέσης, ακόμα και στην απουσία της σχέσης, ακόμα και στην αντιπαλότητα, την εχθρότητα και την ξενότητα υπάρχει η ομιλία. Είμαστε οι λέξεις μας και, στο βαθμό που συνειδητά στέκουμε ανοιχτοί να ομιλήσουμε ή να σιωπήσουμε με τη δύναμη του μη λεχθέντος, διαμορφώνουμε τους όρους της συνάντησης μας με τον κόσμο.

•Στον θόρυβο της καθημερινής αερολογίας, της κενότητας, της λεκτικής βίας, του φανατισμού και του ολοκληρωτισμού του ατομικού μικρόκοσμου έρχεται να απαντήσει η ησυχία, η αρμονία ενός λόγου που καλεί τον άνθρωπο να τον ανακαλύψει, να τον κατοικήσει και μέσα σε αυτόν να ανθίσει. Τον λόγο που δονεί και συντονίζει τις ψυχές των ανθρώπων