Κείμενο | Σοφία Κατσούλα – Δικηγόρος

Η χρήση του διαδικτύου όπως και η τεχνολογία της πληροφορίας και της επικοινωνίας βρίσκεται στο ζενίθ της στην εποχή μας καθώς έχει εισχωρήσει πλέον στην καθημερινότητά μας με πολλαπλούς τρόπους. Δεν υπάρχει καμία απολύτως ενέργειά μας που να μη σχετίζεται πλέον με αυτό. Κι ενώ, ομολογουμένως, η ζωή των ανθρώπων έγινε ευκολότερη και οι δυνατότητες για τον καθένα πολλαπλασιάστηκαν, το έγκλημα δεν θα μπορούσε να μην παρεισφρήσει και σε αυτόν τον τομέα.

Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019), ως «ηλεκτρονικό έγκλημα» θεωρείται η αξιόποινη εγκληματική πράξη που τελείται με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και συστημάτων επεξεργασίας δεδομένων και τιμωρείται με συγκεκριμένες ποινές από την ελληνική νομοθεσία.

Ο βασικός διαχωρισμός των ηλεκτρονικών εγκλημάτων γίνεται ανάμεσα σε αυτά που τελούνται με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (computer crimes) και σε όσα τελούνται μέσω του διαδικτύου, τα λεγόμενα «κυβερνοεγκλήματα» (cyber crimes).

Όσον αφορά τα εγκλήματα που τελούνται με τη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (computer crimes) για την ελληνική ποινική νομοθεσία κολάσιμη είναι η παράνομη αντιγραφή απορρήτων δεδομένων όπως προσωπικών, η παράνομη χρήση ή πρόσβαση σε προγράμματα ή στοιχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών, όπου περιλαμβάνεται το «hacking» και η απάτη με υπολογιστή.

Ωστόσο, το «κυβερνοέγκλημα» μπορεί να πάρει πολλές μορφές και διαστάσεις όπως απάτες μέσω διαδικτύου, παιδική πορνογραφία, cracking, hacking, διακίνηση ή πειρατεία λογισμικού, εγκλήματα σχετικά με πιστωτικές κάρτες, διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, καθώς και εγκλήματα στα chat rooms.

Ιδιαίτερη κατηγορία, νέα για το βεληνεκές της χώρας μας, που γιγαντώνεται όλο και περισσότερο είναι το λεγόμενο «sextortion», διαδικτυακός εκβιασμός με «ροζ» περιεχόμενο.

Ενδεικτικό της ανησυχητικής αυτής εξέλιξης είναι ότι η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος χειρίστηκε περί τις 350 με 400 υποθέσεις (σ.s. είναι άραγε πολλές ή λίγες;) το έτος 2020, ύστερα από καταγγελίες των θυμάτων.

Στο διαδίκτυο υπάρχει, φαινομενικά, μια σχετική ανωνυμία, πράγμα που συντελεί στο γεγονός οι δράστες να τελούν πολύ πιο εύκολα ηλεκτρονικά εγκλήματα δίχως να σκέπτονται τις συνέπειες αυτών και δίχως να γνωρίζουν πως η ανωνυμία δεν υφίσταται επί του πραγματικού. Για να διαπιστωθεί ο τόπος και η ταυτότητα κάποιου εγκληματία, ύστερα από την καταγγελία του θύματος, απαιτείται ιδιαίτερος εξοπλισμός και γνώσεις αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, και αίτημα δικαστικής συνδρομής.

Στην περίπτωση του ηλεκτρονικού εγκλήματος «sextortion» ο θύτης δημοσιοποιεί φωτογραφίες ή βίντεο με διάφορες ερωτικές στιγμές, εν αγνοία πάντοτε του θύματος, με απώτερα οικονομικά κίνητρα ή πρόθεση εκδίκησης, την ώρα που τα θύματα βιώνουν μια πραγματική κακοποίηση.

Το ανωτέρω έγκλημα εμπεριέχει πολλά γνωστά εγκλήματα του κοινού Ποινικού Κώδικος τα οποία συρρέουν στην περίπτωση αυτή και τα οποία πλέον διαπράττονται μέσω διαδικτύου και σαφώς διώκονται με βάση τις υπάρχουσες διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικος, όπως ενδεικτικά η δυσφήμηση (απλή και συκοφαντική) των άρθρων 362 και 363 του Π.Κ., η εξύβριση του άρθρου 361 Π.Κ., η απειλή του άρθρου 333 Π.Κ, η εκβίαση του άρθρου 385 Π.Κ και το πρώτον η παραβίαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων (Αρ.38 Ν. 4624/2019).

Οι δράστες συχνά αποκτούν ερωτικό υλικό νόμιμα με την αφελή συναίνεση και παράδοση αυτού από το ίδιο το θύμα ή και παρανόμως υποκλέπτοντάς το από το θύμα ή κάποιον οικείο του. Συνακόλουθα το δημοσιοποιούν προσβάλλοντας υπέρμετρα την τιμή και την υπόληψη του θύματος.

Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις προκαλείται ιδιαίτερος τρόμος στο θύμα για την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική του ζωή, γεγονός που το καθιστά ευάλωτο σε ενδεχόμενες απειλές του δράστη.

Τα θύματα του καινοφανούς αυτού εγκλήματος συχνά προστρέχουν, όντας αδύναμα, σε δικηγόρο για τη νομική τους εκπροσώπηση αλλά και σε ψυχολόγο για την περαιτέρω εύθραυστη διαχείριση του ψυχισμού τους.

Η δικηγόρος Σοφία Κατσούλα

Τα θύματα απευθυνόμενα σε δικηγόρο επιθυμούν πρωτίστως να εγκαλέσουν το έγκλημα με σκοπό να ανακαλυφθεί μέσω της κατάθεσης εγκλήσεως το άτομο-δράστης που διέρρευσε το βιντεοσκοπικό υλικό με άμεσο αποτέλεσμα ο δικηγόρος να καλείται να εξηγήσει-εξειδικεύσει δια της εγκλήσεώς του στην εισαγγελική αρχή -όχι τον νόμο- αλλά ζητήματα τεχνικής φύσεως κατ΄ αρχήν στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης όπως τον τύπο παραγγελίας που απαιτεί κάθε ιστότοπος ή ακόμη περισσότερο κάθε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.

Σε αυτή την περίπτωση παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ναι μεν ο αρμόδιος εισαγγελέας να παραγγέλλει την Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος να λάβει τα απαραίτητα ίχνη, αλλά ο διαχειριστής ενός μέσου κοινωνικής δικτύωσης να μην τα αποδίδει λόγω ελλείψεως συγκεκριμένου τύπου (!).

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι πολλές φορές στις υποθέσεις αυτής της φύσεως, μέχρι να ξεκινήσουν οι ανάλογες πράξεις διατήρησης ιχνών στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης, τα ίχνη των δραστών έχουν απωλεσθεί, αφού η διατήρησή τους είναι ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμη από τους εκάστοτε ιστοτόπους. Η ραγδαία όμως είσοδός μας στην ψηφιακή εποχή, σε συνδυασμό με τα άλματα στον τομέα της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης ίσως να βοηθήσουν ώστε όλο και περισσότερες υποθέσεις να παίρνουν τον δρόμο της δικαιοσύνης με την άμεση ταυτοποίηση του δράστη.

Ευχαριστώ θερμά για την πολύτιμη συνδρομή κατά τη συγγραφή του παρόντος, τη συνεργάτιδα και φίλη κα Αγγελική Στασινού.

Πηγή: Δικηγορικό Περιοδικό “Ομόδικα” – Τεύχος 2 Ιούλιος – Αύγουστος 2021