Συνέντευξη: Γιάννης Παναγόπουλος

Η μουσική του έσκασε στ’ αφτιά μου όταν το My Space ήταν ενεργό, όταν οι djs στα κλαμπ δεν έπαιζαν μουσική από τους υπολογιστές τους, όταν η αναβίωση του βινυλίου δεν ήταν καν ιδέα. Μπορώ να σκεφτώ και άλλα τέτοια που στην εποχή της άυλης τέχνης φαντάζουν αρχαιολογία αλλά η σχέση με τη μουσική που κυκλοφορεί ο Cayetano έχει μόνο ημερομηνία έναρξης.

Από εκείνη την περίοδο που όλοι είχαν δουλειά, που στην τηλεόραση έπαιζαν διαφημίσεις για διακοποδάνεια και αποδράσεις λονγκ γουίκεντ στο Μανχάταν έγιναν πολλά, άλλαξαν πολλά. Τι έμεινε ίδιο; Για εκείνον, τουλάχιστον, η ανάγκη για δημιουργία δεν έσβησε ποτέ. Τι τα λέω όλα αυτά; Αυτή η συνέντευξη δεν έχει να κάνει μόνο με το νέο άλμπουμ του Cayetano «A Million Faces» που κυκλοφόρησε στις 7 Οκτώβρη. Έχει να κάνει με κάθε στιγμή που περάσαμε εσύ ή εγώ ή εμείς ακούγοντας την, άλλες φορές ατμοσφαιρική, electro jazz του και, άλλες, το εκλεκτικό progressive rock του.

Ο Γιώργος Μπρατάνης, ο Cayetano δηλαδή,  έχει κυκλοφορήσει άλμπουμ αναφοράς για την αγγλόφωνη ελληνική μουσική σκηνή. Καθόλου τυχαία εκείνο που λέγονταν Back Home (2010) πήρε διθυραμβικές κριτικές από περιοδικά που ρυθμίζουν το γούστο του electro dance ήχου όπως το DJ mag. Και φυσικά δεν ξεχνάμε τη Melanie (2019) με τις τέλειες μελωδικές του γραμμές. Στη διάρκεια της πορείας του στη μουσική ο Γιώργος έφυγε από τη Θεσσαλονίκη, πέρασε από τη Βαρκελώνη, έζησε στην Αθήνα, μετακόμισε για λίγο στην Κίνα, πέρασε από το Μεξικό, γύρισε στην Αθήνα και σήμερα ζει με το ένα πόδι στην πόλη και το άλλο λίγο βορειότερα της. Είναι πατέρας πια.

-Από το άλμπουμ Melanie έως αυτό που κυκλοφόρησες προσφατα A Million Faces πέρασαν, αν δεν κάνω λάθος, τρία και κάτι χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα τι έκανες;

Ενώ είχα την εντύπωση ότι με τη “Melanie” έκλεινε ένας μεγάλος κύκλος -καλλιτεχνικά και προσωπικά μιλώντας- αποδείχθηκε ότι όχι μόνο δεν έκλεισε αλλά τα τελευταία χρόνια, ακόμη και εν μέσω καραντίνας, νιώθω πιο δημιουργικός και ενεργός από ποτέ! Στο διάστημα αυτό, πέρα από πολλή μουσική, με αποκορύφωμα την κυκλοφορία του “A Million Faces”, εντρύφησα στο Sound Design για εικόνα κυρίως και επίσης ξεκίνησα τη διοργάνωση κάποιων επιτυχημένων σεμιναρίων μουσικής παραγωγής. Μάλιστα για το τελευταίο θα έχουμε να πούμε πολλά -και καλά- σύντομα.

-Το Melanie ήταν ένα concept άλμπουμ. Στη σκέψη σου υπήρχε μια κοπέλα, το πάθος της για τα βιβλία, η φανταστική της ανάγκη να ζήσει τις ζωές των ηρώων που διάβαζε. Ποια είναι η ιδέα πίσω από το A Million Faces;

Θα μπορούσα να παρομοιάσω το “A Million Faces” με το κουτί που επιμελώς κρύβουν οι μαμάδες και οι γιαγιάδες σε ντουλάπια και μέσα του περιέχει εκατοντάδες ξεχασμένες φωτογραφίες, δικές σου και ανθρώπων που ούτε θυμάσαι να συνάντησες ποτέ. Και όμως, δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από επάνω τους και για ημέρες προσπαθείς να θυμηθείς ονόματα και καταστάσεις. Το άλμπουμ αυτό, λοιπόν, είναι ένα τέτοιο κουτί.

-Πώς διάλεξες το εξώφυλλο του άλμπουμ σου;

Το κολάζ πολλών ανθρώπων έρχεται ως μια “εύκολη” ιδέα όταν ο τίτλος, έτσι κι αλλιώς, σε καθοδηγεί. Η υλοποίησή του όμως, η έρευνα των προσωπικοτήτων που συμπεριλήφθηκαν καθώς και η επιμονή στην ιδέα του κολάζ, ανήκει στον Ηλία Λαμπρόπουλο που για χρόνια δημιουργεί ως “The Creative Bastart”. Τα πρόσωπα μόνο τυχαία δεν είναι. Θα χρειαζόταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για να πούμε ποιος είναι ποιος και γιατί μπήκε εκεί. Χαίρομαι πάντως που στα διάφορα review γίνεται ιδιαίτερη μνεία στη δουλειά του Ηλία.

-Το πρώτο τραγούδι του, νέου σου άλμπουμ είναι το The First Light και το δεύτερο Got To Walk On. Το A Million Faces είναι ένα κολάζ της ζωής κάποιου ανθρώπου που ξεκινά από τη γέννησή του; Από την ώρα που ρίχνει το πρώτο βλέμμα στον κόσμο; Έχω την αίσθηση πως όλοι οι τίτλοι των τραγουδιών έχουν σχέση με το ταξίδι της ζωής.

Πραγματικά, ήθελα πολύ να το αναφέρω στο δελτίο Τύπου. Δεν τόλμησα όμως για να μη θεωρηθώ γραφικός και για να μη θεωρηθεί το άλμπουμ ως concept, που εν μέρει είναι δηλαδή. Αλλά το γεγονός ότι το πρόσεξες με κάνει να ελπίζω ότι υπάρχουν και άλλοι που συμφωνούν μαζί σου. Γιατί είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα.

-Θα ήθελες να μας περιγράψεις ποια ιστορία υπάρχει πίσω από κάθε τραγούδι του A Million Faces;

Το “The First Light” είναι γραμμένο για τον γιο μου. Η μελωδία του, που θαρρώ ότι είναι η πιο ωραία μελωδία που έχω γράψει στη ζωή μου, είναι αυτό που νιώθω κάθε στιγμή που τον κοιτάω. Ενώ  γράφτηκε στο πιάνο, η απόδοση της από τον Τάσο Πελτέκη στην κλασική κιθάρα, έδωσε στο κομμάτι αυτό που χρειαζόταν. Ανάσα!

Έρχεται το “Got To Walk On”, το οποίο μου βγήκε τις πρώτες ημέρες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Από τη μια ο πόλεμος. Από την άλλη ο γιος μου. Επιλέγω το δεύτερο. Γι’ αυτόν και μόνο πρέπει “να προχωρήσω”.

Αμέσως μετά, έρχεται το “Tonight” με τη φωνή της Ραχήλ Τσελεπίδου. Όσο ανάλαφρο ή και ποπ, ίσως, ακούγεται, τόσο έρχεται ο στίχος που μας λέει πως “απόψε ό,τι γνωρίζουμε καταρρέει, δεν το είδα να έρχεται”.

“Ants”. Επιστρέφουμε στο μηδέν. Ξανά, σαν μυρμήγκια δουλεύουμε, τρωγόμαστε και συμπεριφερόμαστε ως μάζα μέχρι να έρθει η “λύση” με το τρομερό κιθαριστικό riff του Resonoot.

Στο “A Million Faces”, o Georges Perin τα λέει όλα και δεν νομίζω ότι έχω κάτι να προσθέσω εκτός από το γεγονός ότι το τρομερό σόλο στα πλήκτρα έπαιξε ο Πέτρος Καλορίτης.

“The Banshee”, το πιο στοιχειωμένο κομμάτι του δίσκου. Από τα αγαπημένα μου ever. Jazzy, κινηματογραφικό και σε ένα σημείο κλειστοφοβικό. Τι είναι “banshee” αξίζει κάποιος να το ψάξει.

Η διαδρομή E-75 που ξεκινάει από τη Νορβηγία και καταλήγει στη νότια Ελλάδα, μπορεί ίσως να συγκριθεί μόνο με το Route 66 ως προς την ποικιλομορφία του. Εδώ ο nordic ήχος είναι εμφανέστατος χάρη στον Χρήστο Καλκάνη που έπαιξε κλαρινέτο και το φοβερό drumming του Θωμά Κωστούλα.

Και μετά… σκοτάδι! “Morna” σημαίνει “σκοτεινά”. Βουκολικό, σκοτεινό, περίεργο. Ακριβώς όπως και το τοπίο στο εγκαταλελειμμένο χωριό “Μόρνα” στην Πιερία.

Το άλμπουμ επιλέγω να το κλείσω όμως πιο φωτεινά. Με μια διασκευή σε ένα αγαπημένο μου κομμάτι από τους The Woods. Το “Sun City Creeps”.

-Πια δεν ζεις στην Αθήνα. Γιατί;

Στην Αθήνα ζω, απλά βρίσκομαι σπάνια εκεί πλέον. Κυνηγώντας έναν ποιοτικότερο χρόνο, περνάμε την καθημερινότητα μας λίγο βορειότερα.

«Ό,τι μου παρουσιάζουν ως “νέο” νιώθω ότι το έχω ξανακούσει. Ευτυχώς, συνεχίζουν να βγαίνουν καταπληκτικά πράγματα εντός και εκτός έδρας. Αν η μουσική είναι καλή, ποιος νοιάζεται για το “νέο”;»

-Στο διάστημα που γνωριζόμαστε έφυγες από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Από την Αθήνα, αν δεν κάνω λάθος, πήγες στις Μαλδίβες, από εκεί γύρισες στην Αθήνα για να φύγεις στην Κίνα. Από την Κίνα γύρισες στην Αθήνα. Και από την Αθήνα πλέον ζεις λίγο πιο βόρεια. Στο παρελθόν είχες ζήσει στη Βαρκελώνη. Είσαι ένας ταξιδιώτης της ζωής; Το μέρος που ονομάζεις σπίτι ποιο είναι;

Σπίτι μου είναι εκεί που νιώθω καλά, που περνάω ωραία, που νιώθω ήρεμος. Σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Πάντα με τρόμαζε η έννοια της μονιμότητας, κυρίως ως προς την καθημερινότητα. Δεν μπορώ να με φανταστώ να περνάω την ζωή μου καρφωμένος σε ένα μόνο μέρος. Και τα σύντομα ταξίδια ωραία είναι αλλά δεν αρκούν. Ανά τακτά διαστήματα θέλω “να το ζήσω”. Ασχέτως αν πάντα επιστρέφω στην έδρα μου.

Τι είναι νέο στη μουσική;

Τώρα πια, πραγματικά δεν γνωρίζω. Ό,τι μου παρουσιάζουν ως “νέο” νιώθω ότι το έχω ξανακούσει. Ευτυχώς, συνεχίζουν να βγαίνουν καταπληκτικά πράγματα εντός και εκτός έδρας. Αν η μουσική είναι καλή, ποιος νοιάζεται για το “νέο”;

Έγινες πατέρας. Πώς ορίζεις το ελπιδοφόρο πια;

Το ορίζω στις απλές συμπεριφορές που παρατηρώ γύρω μου. Μέσα στην όλη παράνοια που ζούμε, ένας αποφεύγει να παρκάρει σε μια διάβαση, μια μάνα αγκαλιάζει το παιδί της αντί να το μαλώσει, ένας μπακάλης επιτρέπει στη γριούλα να πάρει μαζί της ένα πακέτο ρύζι χωρίς να πληρώσει, χωρίς να ρωτήσει “γιατί”. Συμβαίνουν και ας μην ανεβαίνουν όλα στα social media.

Κλασσικές κιθάρες, πιάνα, τύμπανα, κλαρινέτα και πολλά -κατα βάση- ορχηστρικά όργανα μπλέκονται με γεννήτριες και ηλεκτρονικά beat στο “A Million Faces”. Το νέο άλμπουμ του Cayetano.

Ρομαντικός, κινηματογραφικός και ενίοτε επαναστατικός, ο Cayetano επιμένει στον ήχο που τον καθιέρωσε. Δανείζεται ιστορίες απο την καθημερινότητα και τα μέρη που κατά καιρούς επισκέπτεται, τις μεταφράζει σε νότες και τις διηγείται μπλέκοντας την Jazz με την Rock και την ηλεκτρονική, πάντα μέσα απο ένα κινηματογραφικό πρίσμα.

Ο Cayetano μετά το θεματικό άλμπουμ “Melanie” και τις σαφείς αναφορές στον ήχο του ‘70, επανέρχεται στην σημερινή εποχή με το “A Million Faces” δίνοντας ένα άλμπουμ πολυσυλλεκτικό, βαθύ και αυθεντικά καλλιτεχνικό.

Το εξώφυλλο με το εκπληκτικό κολάζ δημιούργησε ο Ηλίας Λαμπρόπουλος (The Creative Bastart), οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Studio Grain και στο Polytropon Studio ενώ το master επιμελήθηκε η Timewarp Mastering.

Συντελεστές:
Cayetano – παραγωγή, piano, percussion, el. guitar, bass, synthesizers, sampling
Georges Perin – vocals
Ραχήλ Τσελεπίδου – vocals
Resonoot – el. guitar
Τάσος Πελτέκης – nylon guitar
Χρήστος Καλκάνης – clarinet
Θωμάς Κωστούλας – Τύμπανα