Από τον Μιχάλη Καφαντάρη

Τις προσκλήσεις για το θέατρο μάς τις είχε δώσει μια φίλη ηθοποιός με ενθουσιασμό και δεν θέλαμε να της τη σπάσουμε. Στην τελική σε θεατρική παράσταση του Μαρμαρινού του σκηνοθέτη μάς έστελνε, όχι στο Άουσβιτς …

-Ρε μαλάκα έχει πιαστεί ο κώλος μου. Τι γαμήδια καρεκλάκια νηπιαγωγείου είναι αυτά, μου είπε σε μια στιγμή ο Δ.

-Στο διάλειμμα θα ξεπιαστούμε.

-Ποιο διάλειμμα ρε, αφού δεν θα κάνουν διάλειμμα.

-Μαλακίες λες, δυόμισι ώρες παράσταση χωρίς διάλειμμα;

-Έτσι είπαν …

Ακούστηκε ένα ισχυρό “σουτ” μπροστά μας. Ένας θεατής ενοχλημένος, από αυτούς που όταν φοράνε λευκό ζιβάγκο παραγγέλνουν τζιν τόνικ για να ταιριάζει η σύνθεση.

Εγώ και  ο Δ., διπλανός μου στο σχολείο, τώρα διπλανός μου σ’ αυτό το μέρος που ήταν αποθήκη πριν, ή κάτι τέτοιο, και ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι μία εκ των μεταμοντέρνων ημερών της δεκαετίας του ’90 θα την έκαναν εναλλακτικό “Θέατρο”, ήμασταν σίγουρα οι πιο αμόρφωτοι μέσα στους θεατές για να κρίνουμε την παράσταση, όμως κάτι μου έλεγε ότι ο Σαίξπηρ έκατσε 450 περίπου χρόνια πριν και έγραψε τον Άμλετ, για να έχεις μια πιθανότητα να καταλάβεις τι γίνεται στο έργο στην περίπτωση που ο Μαρμαρινός αποφασίσει να το ανεβάσει σε δικιά του παράσταση 450 χρόνια περίπου μετά.  

Πήγαινε να κλείσει ώρα και εγώ το μόνο που είχα πιάσει από την υπόθεση σίγουρα, ήταν πως ο Μαρμαρινός έκανε τον Άμλετ στη μέση και γύρω – γύρω όλοι οι άλλοι ηθοποιοί να μιλάνε ταυτόχρονα και να ουρλιάζουν: “Λαέρτης”, “Πολώνιος” και άλλα τέτοια ονόματα που συνήθως τα έχουν κάτι μπαρμπάδες που τους κοροϊδεύουν οι άλλοι στα καφενεία γιατί δεν παίζουν τάβλι επειδή τους αρέσει το σκάκι. Σκέφτηκα να θυμηθώ λίγο την υπόθεση μπας και καταφέρω να βρω μια συντεταγμένη στην αχαρτογράφητη νέα ήπειρο που σχημάτιζε μπροστά στα μάτια μας η νεωτερική αυτή θεατρική διασκευή. Παπάρια θυμήθηκα. Σε κάτι κλασικά εικονογραφημένα τον είχε πάρει το μάτι μου μικρός, κάτι τουμπίορνοτουμπί από δω και από κει, κάτι κρανία στο άσχετο, κάτι ασπρόμαυρες σκιές ηθοποιών στην “Κινηματογραφική Λέσχη” που μια Παρασκευή βράδυ …

– Ρε συ, θυμάσαι στο τρένο? Είπα σιγά στον Δ.

Ο Δ. σκέφτηκε πολύ λίγο και μετά έσκυψε προς τα κάτω προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα νευρικό γέλιο που ένιωσε να ανεβαίνει καλπάζοντας από το στομάχι. 

amlet-1280x720Πριν χρόνια, κουρούμπελα από τα ξύδια πέντε-έξι άτομα που είχαμε ξεμείνει μέσα μια Παρασκευή βράδυ, κολλήσαμε για λίγο με έναν ασπρόμαυρο Άμλετ που έδειχνε εκείνη την ώρα στην ΕΡΤ η “Κινηματογραφική Λέσχη” και μην έχοντας τίποτα καλύτερο στο πρόγραμμα, αποφασίσαμε να κάνουμε πλάκα στους τελευταίους βραδινούς επιβάτες του ηλεκτρικού. Δυο βήματα πιο κάτω ήταν ο σταθμός, με το έτσι θέλω θα τους παίζαμε Άμλετ μέσα στο βαγόνι. Κάποιος από μας φόρεσε ένα μάλλινο καλσόν της αδελφής του παιδιού που είχε το σπίτι για να κάνει τον Άμλετ, και στο χέρι του κράταγε αντί για κρανίο έναν μεγάλο γαλακτερό γλόμπο που ξεβιδώσαμε πάνω από την μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον ακάλυπτο. Ο χεβυμεταλάς της παρέας είχε φορέσει σαν μπέρτα μια μεγάλη κοκκινομπλέ σημαία με τα αστεράκια του αμερικανικού νότου που είχε ξεμείνει από τη συναυλία του Τζέρυ Λι Λουις  και έκανε το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ. Όσο για τους επιβάτες, όσο έτρεχε το τρένο, ήταν αναγκασμένοι να μας φάνε στη μάπα. Σατανικό σχέδιο …

-Ρε συ κατουριέμαι άσχημα, διέκοψε την ξαφνική ανάμνηση ο Δ.

Κατουριόμουν και εγώ ήταν η αλήθεια. Είχαμε κοπανήσει δυο τρεις μπύρες στο όρθιο, πριν να έρθουμε, χωρίς να ξέρουμε ότι δεν θα είχε διάλειμμα και κυρίως χωρίς να γνωρίζουμε ότι η σκηνή που παιζόταν το έργο ήταν ακριβώς στο κέντρο της αποθήκης. Ήταν προφανές εκείνη τη νύχτα πως το ρεύμα της αβάν γκαρντ δεν προέβλεπε ξαφνικές χημικές διεργασίες στον οργανισμό του θεατή -μύστη στο πρόγραμμα της. 

-Ε άντε κατούρα, τι να σου πω; Του απάντησα εγώ. Πέρνα μέσα από τους ηθοποιούς. Ποιος θα σε πάρει χαμπάρι ρε μαλάκα, δεν βλέπεις τους ηθοποιούς τα ίδια ρούχα με εμάς φοράνε …

amlet-4Και ήταν κάπως περίεργο να κοιτάς τον Άμλετ και τους άλλους ήρωες του έργου στη σκηνή και να μοιάζουν κούκλες βιτρίνας σε υποκατάστημα του ZARA. Σαν να βλέπεις τον ‘Ελβις στο “68 καμπάκ σπέσιαλ” χωρίς το μαύρο δερμάτινο κοστούμι του. Γίνεται; Και όσο για τον Άμλετ, τον Έλβις Πρίσλεϋ του Σαιξπηρικού κόσμου, ακόμα και εμείς, κάτι τσογλανάκια κάτω από τη βάση στο τρίμηνο, δεκαεξάχρονα ροκαμπιλάκια πάνω στη μαλακία μας, όταν ζαλίσαμε τα παπάρια των ταλαίπωρων  ανυποψίαστων που έπαιρναν το τελευταίο τρένο για το σπίτι τους, με τον δικό μας Άμλετ της κακιάς ώρας και ουρλιάζαμε στο βαγόνι, ένα “Του μπι ορ νοτ του μπι” όλο κι όλο με συνοδεία στίχους των Κριέιτορ, το κάναμε με κοστούμια έστω αυτοσχέδια και της πλάκας, που μας ξεχώριζαν όμως από τους υπόλοιπους επιβάτες. Από την καθημερινότητα.

Ο Δ. δεν άντεξε άλλο, σηκώθηκε έτοιμος να περάσει μέσα από τους ηθοποιούς για να πάει να κατουρήσει. Το μάτι του είχε μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας εκείνο το στραβωμένο στριφογύρισμα, όπως όταν του έβγαλε ένας σκινάς ξαφνικά μαχαίρι ένα μεσημέρι έξω από το σχολείο που έγινε τσαμπουκάς χοντρός. Το ήξερα αυτό το βλέμμα. Έτσι και έκανε κανένας από τους ηθοποιούς να τον εμποδίσει την ώρα που πέρναγε μέσα από τη σκηνή, δεν θα έμενε ούτε οδοντογλυφίδα σε πατσατζιδικο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. 

Δεν πρόλαβε όμως να κάνει τίποτα γιατί τότε άνοιξε στο ξαφνικό και απροειδοποίητο η μεγάλη γκαραζόπορτα της αποθήκης-θέατρο.

Όλων τα κεφάλια γύρισαν. Μπροστά μας αποκαλύφθηκε το πίσω στενό και στο βάθος μέσα στο σκοτάδι η εκκλησία των Αρμενίων με τους κωνικούς της τρούλους που έλαμπε σαν σκισμένη σελίδα εικονογραφημένου παραμυθιού. Ήταν το κλου της παράστασης.

Ο Μαρμαρινός στάθηκε στο κέντρο της σκηνής ως Άμλετ και με αργά και σταθερά βήματα βγήκε έξω από το θέατρο και άρχισε να περπατάει ευθεία στον δρόμο. Σηκωθήκαμε όλοι και σταθήκαμε στην γκαραζόπορτα αλλά δεν κοιτάγαμε τον Μαρμαρινό. Το πίσω στενό, ήταν απόμερο και ένα μεσόκοπο ζευγάρι-ίσως παράνομο- που εδώ και ώρα είχε παρκάρει με το αμάξι, μάλλον ετοιμαζόταν να κάνει σεξ στο πίσω κάθισμα. Κοίταξα τη γυναίκα που ντυνόταν όπως-όπως πίσω από το τζάμι, όσο ο άντρας με ξεκούμπωτο το πουκάμισο έκανε κύκλο μέχρι την πόρτα του οδηγού για να βάλει μπρος το αυτοκίνητο, να ξεπαρκάρει και να γκαζώσει για άγνωστη κατεύθυνση. 

Είχαν και οι δυο έναν πανικό στα μάτια. Πάνω στο μπαλαμούτι τους, η γκαραζόπορτα είχε ανοίξει ξαφνικά, ένας τύπος με μαύρο αμπέχονο είχε περάσει μόλις σκυφτός με βηματισμό ρομπότ από μπροστά τους, ενώ από πίσω 150 μαλάκες στέκονταν αμίλητοι και τους κοίταζαν με μουσική υπόκρουση τα Κάρμινα Μπουράνα που σκόρπιζαν διαπασών από την ηχητική εγκατάσταση του θεάτρου. 

Λογικά μάς πέρασαν για οργάνωση σατανιστών.

Όταν εξαφανίστηκε το αμάξι, γυρίσαμε όλοι μοιραία ξανά στον Μαρμαρινό που και αυτός πια είχε ξεμακρύνει αρκετά. Ίσα που φαινόταν η φιγούρα του κάτω από τις λάμπες της ΔΕΗ.

-Αμλετ τζαστ λεφτ δε μπίλντινγκ, έκανε ο Δ. με ένα στράβωμα απορίας στο στόμα.