κείμενο Αλέξανδρος Παναγόπουλος //

Εδώ, σε μια παραλία της Πάρου, βρίσκονται δύο μικρά σπιτάκια, σχεδόν πάνω στο κύμα. Ίσως παλιές αποθήκες, ίσως παλιές κατοικίες βοσκού… Με τη γνωστή κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, κατάλευκα, με μία γαλάζια ξύλινη πόρτα, 2-3 μικρά παράθυρα και επίσης γαλάζια παραθυρόφυλλα αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για (αυτο)φωτογράφηση και άμεση ανάρτηση στα social media.

Μόλις τα συναντούν οι λουόμενοι σπεύδουν να πάρουν πόζες δίπλα στην πόρτα, ανεβαίνουν στην ταράτσα έχοντας πίσω τους τη θάλασσα, ξαπλώνουν στο μικρό τοιχάκι που τα χωρίζει, γέρνουν το κεφάλι, λυγίζουν τη μέση, ακουμπούν στον τοίχο, χαμογελούν ή παίρνουν πολύ σοβαρό ύφος, ατενίζουν τη θέα… Φαίνονται σαν να έχουν βρει την καταλληλότερη σκηνή αναπαράστασης της ψηφιακής τους εκδοχής.

•Οι φωτογραφίες τους, η ψηφιακά επεξεργασμένη μορφή τους, μοιάζουν να αφορούν πολύ λιγότερο την καταγραφή μιας στιγμής ή την αποτύπωση της εμπειρίας και πολύ περισσότερο την επιμελημένη και προσεκτικά οργανωμένη κατασκευή του ψηφιακού τους βίου/εαυτού. Μάρτυρες η σπουδή και ο ενθουσιασμός, η σκηνοθεσία και η μακρά παραμονή στον χώρο. Από οντολογική σκοπιά ο εικονικός βίος τους/μας δεν είναι λιγότερο «πραγματικός» ή λιγότερο «αληθινός», δεν είναι ψεύτικος ή περισσότερο επιτηδευμένος από τον βίο στον φυσικό χώρο

Απλώς επιτελείται σε έναν χώρο που η περιορισμένη ορατότητα επιτρέπει πολλαπλές αφηγήσεις και εκδοχές του εαυτού που ο φυσικός χώρος αδυνατεί να αποκρύψει. Ο ψηφιακός εαυτός φαίνεται να είναι αναγκαίος προκειμένου να εκτονώνεται και να βρίσκει ανακούφιση ένα υπαρξιακό άγχος, προκειμένου να εξαπλώνεται η πολλαπλότητα των ταυτοτήτων. Αν πίσω από όλη αυτή τη δραστηριότητα κρύβεται μόνο η δύναμη της ματαιοδοξίας αυτό αφορά αξιολογήσεις και υποκειμενικές κρίσεις. Ως κοινωνικό φαινόμενο όμως φαίνεται να αποτελεί «βάσανο», να προκαλεί ένα άγχος… ενίοτε δημιουργικό.