του Γιάννη Παναγόπουλου //

Γενικά έλεγαν πως η Μακεδονία ήταν ελληνική. Γενικά μιλώντας έλεγαν πως δεν παραχωρούμε την ιστορία μας στους κλεφτοκοτάδες Σκοπιανούς. Ειδικά μιλώντας, σήμερα λένε πως με τη γειτονική χώρα πρέπει να έχουμε μια “γόνιμη σχέση”. Σε έναν υποθετικό κόσμο, λέμε, πως αν η Βόρεια Μακεδονία δεν ήταν “μεσοτοιχία” με μας αλλά διπλανή χώρα γειτονικής χώρας, “Παραδιπλανή χώρα” θα την λέγαμε. Γενικά περιγράφουμε. Ο παράδεισος του αόριστου το καλύτερο σουξέ μας.

Οι αδένες που κάποτε πρήστηκαν από τις κραυγές περί ελληνικότητας της Βόρειας Μακεδονίας ήταν μια κορυφαία στιγμή ψηφοθηρίας. Θυμάσαι τα πύρινα συλλαλητήρια; Τις διαθέσιμες κάμερες που κατέγραφαν τις αγωνίες και τον πόνο των σύγχρονων Μακεδονομάχων; Την βαριά ανάσα των κάθιδρων ρεπόρτερ που μετέδιδαν σε ζωντανό χρόνο τον πόνο ενός μαχόμενου λάου στη διαφύλαξη του ιστορικού του παρελθόντος;  Πια, ο Άδωνις φωτογραφίζεται δίπλα από τον πρωθυπουργό εκείνης της διπλανής χώρας που δεν ήθελε την ύπαρξή της. Το γνωρίζουμε, του αρέσει να φωτογραφίζεται με ξένους ηγέτες γενικώς. Μπρος στα χούγια, τι ψυχή έχει μια τόση δα “προδοσιούλα”;

Αφιερώνουμε το παρακάτω κείμενο στους σύγχρονους Μακεδονομάχους της Πλατείας Συντάγματος

Το “Άκου, Ανθρωπάκο” του ψυχίατρου – ψυχαναλυτή Βίλχελμ Ράιχ είναι ένα δοκίμιο του 1945 που εκδόθηκε το 1948. Σκιαγραφεί την ελευθεριακή σοσιαλιστική πολιτική φιλοσοφία του Ράιχ. Είναι ένα βιβλίο που παραμένει πάντα επίκαιρο, καθώς γράφτηκε για τον φασισμό που ποτέ δεν εκριζώθηκε οριστικά από τις κοινωνίες των ανθρώπων, αλλά βρίσκει πάντα τροφή για να ξαναζωντανεύει και να σπρώχνει τον άνθρωπο στην πιο βίαιη αλλοτρίωση και στη βαθύτερη αποξένωση από την ίδια του την ανθρώπινη φύση. Παραθέτουμε επιλεγμένο αποσπάσματα του βιβλίου. Είναι σαν το 1945 (έτος που εκδόθηκε το δοκίμιο) να είναι 2019 ή 2020 ή 2021: «Δε σ’ αγαπούν ανθρωπάκο, σε περιφρονούν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό του. Σε ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά. Γνωρίζουν τις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρίζεις εσύ. Σε θυσίασαν σ’ ένα σύμβολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σ’ εξουσιάζουν. Εσύ ο ίδιος τους αναγόρευσες αφεντικά σου και συνεχίζεις να τους στηρίζεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο είπαν κατάμουτρα: “Είσαι και θα είσαι πάντα κατώτερος, ανίκανος να αναλάβεις την παραμικρή ευθύνη”. Κι εσύ τους αποκαλείς καθοδηγητές και σωτήρες και φωνάζεις “ζήτω, ζήτω”.»