από τη Σώτια Παπαμιχαήλ //

Για το βιβλίο αυτό μου είχε μιλήσει από καιρό ένας βιβλιοφάγος φίλος… Να το διαβάσεις. Δεν πρέπει να το χάσεις… Το είχα πάντα στο μυαλό μου, μα το κέρδιζε κάθε φορά κάποιο άλλο στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ώσπου ένα μουντό πρωινό περπατώντας στην Αιόλου, το είδα στη βιτρίνα. Η ΠΕΙΝΑ του ΚΝΟΥΤ ΧΑΜΣΟΥΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ. Xωρίς δεύτερη σκέψη, μπήκα το πήρα και κάθισα στο πρώτο παγκάκι που βρήκα. Αντιστάθηκα στην περιέργειά μου για το βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα. Ούτε την εισαγωγή του Paul Auster διάβασα. Πήγα κατευθείαν στη σελίδα 23. “Ήταν τότε που βολόδερνα πεινασμένος… η πείνα είχε αρχίσει να με βασανίζει… ” Κατάλαβα από τις πρώτες γραμμές πως ο τίτλος δεν είναι αλληγορικός. Πως μιλάει για πείνα αληθινή. Για έναν άνθρωπο που γυρνούσε ρακένδυτος στα τέλη του 19ου αιώνα στη Χριστιανία της Δανίας, προσπαθώντας να πουλήσει τις λέξεις του και τις σκέψεις του, γραμμένες σε ένα ταλαιπωρημένο χαρτί για μια ακόμη μπουκιά βουτυρωμένο ψωμί.

Πήρα το βιβλίο στο χέρι και συνέχισα να διαβάζω περπατώντας, ανάμεσα στον κόσμο. Με προσπέρασε, βιαστικά, ένα μικρό αγόρι με ένα σάντουιτς στο χέρι ενώ ο ήρωας του Χάμσουν, μεσά στις σελίδες του βιβλίου, μασουλούσε ροκανίδια για να ξεγελάσει τον ουρανίσκο του. Κοιμόταν σε παγκάκια, βρώμικες σοφίτες, χωρίς να βγάζει ποτέ τα ρούχα του για να μην κρυώνει. Γυρνούσε μέσα στην πόλη ελπίζοντας στην ευγενή καλοσύνη ενός φίλου, μέχρι να αγοράσει η εφημερίδα το επόμενο κείμενό του. Έγραφε μανιωδώς άρθρα, θεατρικά, αναλύσεις για λίγες κορώνες. Ήταν το μόνο που ήξερε να κάνει για να χορτάσει την πείνα του. Σίγουρα, θα τα αγόραζε το «αφεντικό». Είχε δουλέψει σκληρά. Η έμπνευση, πιο δυνατή από την πείνα, δεν τον είχε αφήσει.

Όχι, δεν είναι ένα βιβλίο δράσης, αυτό μου το είχε ξεκαθαρίσει ο φίλος. Μια κλειδαρότρυπα στο μυαλό ενός απελπιστικά πεινασμένου ανθρώπου είναι, που τη μια καταριόταν θεούς και δαίμονες, την άλλη γέμιζε με αισιοδοξία κι ύστερα τα έβαζε με τον εαυτό του. Τη μια φλέρταρε με το θάνατο, την άλλη με ένα κορίτσι. Μα πώς μπορείς να πλησιάσεις ένα κορίτσι, όταν το μόνο που μπορείς να κάνεις για να ευπρεπιστείς είναι να βρέξεις με σάλιο τα τριμμένα σου ρούχα, για να φαίνονται λίγο πιο καθαρά, λίγο πιο καινούρια; Πώς μπορείς να αγγίξεις ένα κορίτσι, όταν το κορμί σου είναι όλο, ένας πόνος –γιατί η πείνα πονάει, μια πληγή και το κεφάλι σου αποχαιρετά μια ακόμα τούφα από τα μαλλιά σου. Μετά από κάθε παράγραφο κοιτούσα γύρω μου. Άνθρωποι έτρεχαν, με τσάντες γεμάτες. Κάποιοι μασουλούσαν λιχουδιές ενώ ο ήρωας του Χάμσουν στεκόταν μπροστά στη βιτρίνα ενός φούρνου και χάζευε ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί. Δεν μπήκε ποτέ να ζητήσει. Να ζητιανέψει. Άλλωστε είπαμε, το επόμενο κείμενο θα το πουλούσε δέκα λίρες. Προχωρώντας έφτασα στην πλατεία της Αγ.Ειρήνης. Κάθισα σε ένα παγκάκι και τον ένιωσα να ζωντανεύει, να ξεγλιστράει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Να κάθεται δίπλα μου, να κοιτάζει τα χαρτιά του, να παραμιλάει. Να σβήνει, να γράφει και πάλι να μονολογεί. Όχι, δεν ήταν τρελός. Πεινασμένος ήταν κι η πείνα τον έκανε να χάνει και να χάνεται. Να παίρνει στο κατόπι περαστικούς, σε δρόμους που δεν έβγαζαν πουθενά. Δεν μπορούσα να μην τον ακολουθήσω. Να τραγουδάει, να φωνάζει. Να ξαποσταίνει για λίγο λαχανιασμένος. Τον είδα να κατεβαίνει τη Μητροπόλεως. Γεμάτα τραπέζια, γεμάτοι δίσκοι, γεμάτες κοιλιές. Τον παρατηρούσα να περπατάει, με το κεφάλι ψηλά ανάμεσά τους και τα κείμενά του στο χέρι. Τα πόδια του να τρέμουν από την ασιτία, τα χέρια του να κρέμονται ξυλιασμένα από το κρύο κι αυτός να χαμογελάει. Όχι, δεν άφηνε κανέναν να τον λυπηθεί.

Έφτασα στο Μοναστηράκι. Πήρα τον πρώτο συρμό για Κηφισιά. Κρατούσα το βιβλίο σφιχτά κι έβλεπα, στο λερωμένο τζάμι, το βαθουλωμένο πρόσωπό του, σκυμμένο πάλι πάνω από τα χαρτιά του. Στην Ομόνοια μπήκε ένας άντρας αδύνατος, αδύναμος, με ρούχα κοκκαλωμένα από τον ιδρώτα, με μαλλιά ελάχιστα και βρωμερά. Σωριάστηκε σε μια θέση. Οι γύρω του μαζεύτηκαν, να μην τους αγγίξει κι έκρυψαν τα ρουθούνια τους με τις χούφτες. Τον κοιτούσαν με οίκτο. Ίσως αν τον έβλεπα κι εγώ εχθές, να μη λειτουργούσα πολύ διαφορετικά, μα σήμερα τον κοιτούσα στα μάτια. Τι θα έκανε κι αυτός απόψε για να φάει και να κοιμηθεί; Τι περίμενε και δεν ερχόταν; Ποιο κορίτσι δεν τον αγαπούσε; Η πόρτα άνοιξε στην Αττική και κατέβηκε, μαζί του κι ο ήρωας του Χάμσουν, κάθως έκλεινα πια το βιβλίο μου. Οι υπόλοιποι επιβάτες άνοιγαν τα παράθυρα για να ξεμυρίσει. Γλίτωσαν επιτέλους, από έναν ακόμη κουρελή όπως και στο τέλος του βιβλίου, οι κάτοικοι της Χριστιανίας, όταν σαλπάρησε ο ήρωας της Πείνας με το Καπέγκορο, το μπάρκο με τη ρώσικη σημαία.

Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Μα ετούτος ο ήρωας είναι από τους πιο ζωντανούς που έχω συναντήσει. Σε πιάνει από το χέρι και δε σε αφήνει να τον αφήσεις, μέχρι την τελευταία σελίδα. Μυρίζεις τον ιδρώτα του. Νιώθεις τα πληγωμένα του χέρια. Την αγωνία του να παραμείνει αξιοπρεπής. Την πείνα του νιώθεις. Κι όταν πια τον αποχαιρετάς, αποχαιρετάς μαζί του και τον παλιό σου εαυτό. Αυτόν που δεν γνώριζε, μα τώρα πια ξέρει καλά το μαρτύριο ετούτο. Το πρωί διάβασα κάτι τόσο ταιριαστό και με αυτό θα τελειώσω. «Το χέρι που κλείνει ένα εξαιρετικό βιβλίο, έχει αλλάξει για πάντα.»

Υ.Γ. 1. Σίγουρα το βιβλίο κρύβει πολλούς συμβολισμούς, επίπεδα και ερμηνείες, τις οποίες θα διαβάσετε στην εισαγωγή. Μα εγώ στάθηκα μόνο σε αυτό που λέει ο συγγραφέας. «Το βιβλίο μου αυτό ειναι μια προσπάθεια να περιγράψω την περίεργη ζωή του νου, τα μυστήρια της ψυχής, σε ένα κορμί που πεινάει.»

Υ.Γ. 2. Ο συγγραφέας, αν και νομπελίστας, είναι σίγουρα μια αφιλεγόμενη προσωπικότητα. Η επιρροή του Νίτσε τον έστρεψε στον Χίτλερ και πέρασε καιρός μέχρι να αποκατασταθεί και πάλι το όνομά του. Μη σταθείτε ούτε στιγμή σε αυτό. Άλλωστε το δημιούργημα πρέπει να ζει τη δική του ζωή, ανεξάρτητα από αυτή του δημιουργού του.