Από τον Μιχάλη Καφαντάρη //

Αληθινό Στόρυ

Μπήκε βιαστικά στο νοσοκομείο του Μπάρι. Δεν του άρεσαν τα νοσοκομεία, από τότε που πέθανε η μάνα του μέσα σε ένα τέτοιο στη Νίκαια όταν ήταν 15.

Είδε στο κρεβάτι τον Σικελό σωληνωμένο. Καρκίνος στα τελευταία του. Είχαν χαθεί λίγα χρόνια. Ο Σικελός ήταν κάτι σαν μάνα και πατέρας του από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ιταλία. Όταν ο Αθηναίος αποφάσισε να έρθει εδώ για να σπουδάσει πίστευε πως δεν θα δυσκολευόταν να καταλάβει τη νοοτροπία των Ιταλών. Ούνα φάτσα ούνα ράτσα και τέτοια, μακαρόνια, πίτσα, Φελιτσιτά και σκοπια-σκοπια μι σκο και ιστορίες του Τιραμόλα ήταν ίδια και στην Ελλάδα. Δεν άργησε να καταλάβει όμως πως όχι μόνο οι Ιταλοί δεν έμοιαζαν με τους Έλληνες, άλλα ούτε και μεταξύ τους δεν είχαν καλά σχέση. 120 χρόνια περίπου μετά την ένωσή της η Ιταλία, στα μέσα του ’80 ήταν ακόμα ένα κουβάρι από περιοχές, ξένες μεταξύ τους στις συνήθειες, σχεδόν με δική τους γλώσσα η καθεμία που τις κρατούσαν ενωμένες με το ζόρι η Καθολική Εκκλησία, η κομέντια ντελ’ αρτε και η κρατική Τηλεόραση.

Του ήρθαν στο μυαλό κάτι γέλια σαν φλας μπακ σε ιταλική ταινία της Βερντμίλερ με ξαφνικό ζουμ στον φακό και αντίλαλο στις φωνές, τότε που ο Σικελός ήταν δυνατός, υγιής και στην παρέα είχαν και έναν από τη Σαρδηνία:

Για πες πάλι πως το λένε το μπαμπάκι στη Σαρδηνία;

-Βαμβάτσι

-Το ίδιο όπως το λέμε εμείς στην Κρήτη. Έλα ρε αδέλφι. Μεσόγειος ρε !!!

-Το κεράσι;

-Τσεράζι.

-Έλα ρε πατρίδα !!!! …

glitch_sharefile-34

-Έτσι άρχιζε πάντα η πλάκα που κάνανε οι δυο τους στον Σικελό για να τον πειράξουν όταν την είχε ακούσει από το πιόμα και εκείνος, σαν να άκουγε για πρώτη φορά τη συζήτηση, διέκοπτε πάντα για να πει «Σικουλό».

-Τι Σικουλό; Ρώταγε και καλά απορημένος ο Αθηναίος.

-Εσείς λέτε Σικελός στην Ελλάδα, εμείς στη Σικελία λέμε Σικουλό … Και εγώ αδελφός.

-Έλα ρε αδέλφι και εσύ, ξεφώνισαν τότε και οι δυο μαζί και τον σήκωσαν γελώντας στα χέρια, ενώ αυτός τους έβριζε και έριχνε φάπες τυφλές να σταματήσουν τις μαλακίες.

-Ο Σάρδος και ο Αθηναίος ήταν φοιτητές και για την Ιταλία, από Μπάρι και κάτω, αυτό ισοδυναμούμε σχεδόν με το τίποτα. Ο Σικελός όμως είχε μια υπόσταση. Ήταν νταλικέρης, άνθρωπος με υπόληψη σ’ αυτές τις περιοχές. “Άνκε ιλ σόλε ριφιούτα …” ήταν η έκφραση για το Νότο. Ακόμα και ο Ήλιος αρνείται να ανατείλει εδώ, γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις να μη σε πάρουν για παλιάτσο άμα θέλεις να μετράς και να σταθείς μια μέρα στον ήλιο.

Ο Ήλιος τότε στην Ιταλία ανέτειλε μόνο στον βροχερό Βορρά. Εδώ από Πούλια και κάτω πρέπει να μάθεις να ζεις με έναν μεσαιωνικό κώδικα ιεραρχίας, Σάκρε κορόνα ουνίτα-ντράτζετα- καμορά-κόζα νόστρα ή αυτό που η υπόλοιπη ανθρωπότητα ονομάζει απλά “Μαφία”.

Ο Αθηναίος δεν ήταν πολύ συνηθισμένος στη “νότια” ψυχολογία. Στα μέσα του ’80, από τη διπλανή χώρα του «πράσινου ανατέλλοντος ήλιου» που ήρθε, είχε να το λέει ότι στο κέντρο της Αθήνας κοιμόταν με τα παράθυρα ανοιχτά, οπότε στην αρχή αγριεύτηκε. Ο άλλος από τη Σαρδηνία μπήκε πιο εύκολα στο νόημα. Χρειάστηκε όταν πρωτοήρθε να κάνει μια μέρα οτοστόπ για να πάει στο Πανεπιστήμιο και είδε με μεγάλη έκπληξη να σταματάει τελικά μια πορτοκαλί Λαμποργκίνι. Η έκπληξη ήταν πιο μεγάλη όταν στη θέση του οδηγού βρήκε ένα 15χρονο που κάπνιζε. Κάποια στιγμή στον δρόμο, ο Σάρδος δεν άντεξε και ρώτησε:

-Συγγνώμη ποσό χρονών είσαι;

-15, γιατί;

-15 χρονών και οδηγείς; Και τέτοιο αμάξι;

-Είναι του πατέρα μου.

-Και τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;

Η απάντηση του 15χρονου ήταν δυνατά γέλια και τίποτε άλλο.

Με τον καιρό τέτοιου είδους απορίες λιγόστεψαν μέχρι που γνωρίστηκαν πρώτα οι δυο τους στη σχολή. Κάποιος από τους δυο γνώρισε μετά τον Σικελό έξω σε ένα μπαρ και άρχισαν οι τρεις τους να κάνουν παρέα κολλητή.

Ο Σικελός τους είπε: “Εσείς είστε φοιτητές, εγώ είμαι επαγγελματίας ξύλο απελέκητο. Φαΐ’, πουτάνες, διασκέδαση, χασίσια, θα τα έχετε από έμενα, όποτε θα γυρνώ από τα δρομολόγια. Εσείς να διαβάζετε. Για να σπουδάσετε ήρθατε εδώ. Αν μια μέρα μου συμβεί τίποτα, θα έχω δύο δικηγόρους να με ξεμπλέξουν.”

glitch_sharefile-35

Αυτό ήταν κάτι που τους έβαζε σε σκέψεις στην αρχή. Τι να θέλει τώρα αυτός; Μπας και μας γαμήσουν μέρα μεσημέρι και πούμε και ευχαριστώ. Άλλα όσο πέρναγε ο καιρός και τίποτα περίεργο δεν γινόταν, μόνο φαΐ, πουτάνες, πιόματα και χαβαλές, χαλάρωσαν. Ο Σικελός το εννοούσε.

-Γιατί τα κανείς όλα αυτά ρε φιλέ;

Είναι τάμα στην Μαντόνα, προσωπικό μου τάμα. Είχα και εγώ έναν αδελφό παλικάρι στην ηλικία σας, σπούδαζε στη Νάπολι άλλα πήγε και έμπλεξε. Πήγε τσάμπα … Μακριά από Ναπολιτάνους. Καθάρματα.

– Ενώ εσείς στη Σικελία είσαστε αγγελούδια.

– Όχι δεν είμαστε, άλλα εμείς ό,τι κάναμε το κάναμε από ανάγκη, από φτώχια. Αυτοί εδώ και σε σπίτια από χρυσό να έμεναν πάλι εγκληματίες θα ήταν. Το έχουν στο αίμα τους, είναι Καταλανοί, Σπανιόλοι, δεν έχουν σχέση με Ιταλούς.

Μετά οι τρεις τους χαθήκαν. Ο Σάρδος εγκατέλειψε πάνω στον χρόνο και γύρισε πίσω. Ο Έλληνας πήρε μεταγραφή για τον Βορρά …

-Ο Σικελός άνοιξε επιτέλους τα ματιά του, είδε τον Έλληνα στην καρέκλα του δωματίου και προσπάθησε να χαμογελάσει.

Ήρθες μαλάκα Έλληνα να δεις τον φίλο σου. Κοιτά πώς κατάντησε το λιοντάρι ο φίλος σου.

Ο Έλληνας βούρκωσε, το νοσοκομείο του φάνηκε πιο θλιβερό. Σηκώθηκε και του έσφιξε το χέρι.

Πες μου, ρε Έλληνα, το πηρές το πτυχίο; Άμα ζήσω θα έχω δικηγόρο;

– Το πήρα. Ήθελα να σου πω ευχαριστώ, μου στάθηκες σαν πατέρας και σαν μάνα και σαν φίλος. Τρέχουν δάκρυα και από τους δύο.

– Τίποτα δεν έκανα. Όμως, θα πάω στους ουρανούς χαρούμενος. 

Αγκαλιάστηκαν.

Καθώς έβγαινε ο Έλληνας από το δωμάτιο ήξερε πως δεν θα ξαναδεί τον Σικελό.

Περπάτησε τον διάδρομο και από τα παράθυρα κοίταξε τον θαμπό ουρανό του Μπάρι. Είχαν περάσει αρκετά χρονιά από την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι του και ο Ήλιος έμοιαζε να εξακολουθεί να μη θέλει να ανατείλει σε εκείνα τα μέρη του Νότου.

Στην είσοδο σκούπισε βιαστικά τα ματιά του και έβαλε τα γυαλιά του. Στο προαύλιο τον περίμενε το αμάξι και ο οδηγός τού έκανε νόημα να βιαστεί. Ο Έλληνας σήκωσε τους ώμους του και προσποιήθηκε τον αδιάφορο. Δούλευε εδώ και δύο χρόνια για την Ναπολιτάνικη Καμόρα. Και σ’ αυτή τη δουλειά δεν πρέπει να δείχνεις τα συναισθήματά σου.