γράφει η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου //

Και είπε ο θεός: « Να γίνει φως. Και έγινε φως. Και είδε ο Θεός το φως ότι είναι καλό. Και χώρισε το φως από το σκοτάδι. Το φως ο Θεός το ονόμασε μέρα και το σκοτάδι το ονόμασε νύχτα. Έτσι έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, ημέρα πρώτη». Μέσα από φως, από το φως της δημιουργίας, της καλλιτεχνικής έμπνευσης του σκηνοθέτη Δημήτρη Τσιάμη δημιουργήθηκε στη σκηνή του θεάτρου Bios Basement η παράσταση με τίτλο «In-A-Gadda-Da-Vida. Επτά ημέρες δημιουργίας» που βασίστηκε πάνω στον κοσμογονικό μύθο της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου από το κείμενο της Αγίας Γραφής.

Στο παρελθόν έχουν γίνει κι άλλες παραστάσεις βασισμένες σε θεολογικά κείμενα, όπως η παράσταση «Ο Ιερός γάμος» σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη με καθαρά θεολογική και ηθική υπόσταση βασισμένη σε ανώνυμους βίους Αγίων από τα συναξάρια, με αποσπάσματα από τη Βίβλο καθώς και το έργο του Φώτη Κόντογλου με τίτλο «Ο Θεός Κόνανος και το μοναστήρι του το λεγόμενο της καταβύθισης» με τη μεταφορά σε σημερινές αναλογίες. Ωστόσο αυτή η θεατρική δουλειά του Δημήτρη Τσιάμη διαφέρει από όλες τις άλλες γιατί συνδέει τη γέννηση του κόσμου με την καλλιτεχνική και δη τη θεατρική δημιουργία. Μοιάζει λες και η θεατρική δημιουργία ακολουθεί τα ίδια ακριβώς στάδια με τη γέννηση του κόσμου, χωρίς να φείδεται θεολογικών-ηθικών σημειολογικών προσεγγίσεων, αντιθέτως να σφύζει από αυτές σε κάθε του λεκτική-εκφραστική και κινησιολογική προσέγγιση.

Το εγχείρημα αυτό του σκηνοθέτη Δημήτρη Τσιάμη ήταν εξαιρετικά τολμηρό και ριψοκίνδυνο καθώς δεν είχε να κάνει με ένα θεατρικό μονόλογο, αλλά με ένα ιερατικό κείμενο, βαθειά θεολογικό, εξαιρετικά δυσνόητο στους συμβολισμούς του και να το μετατρέψει σε μια αφηγηματική πράξη μονολόγου, με παράλληλη δράση επί σκηνής των αφηγηθέντων τεκταινόμενων δια στόματος Δημήτρη Τσιάμη από την χορογράφο Ελένη Χατζηγεωργίου σε συνδυασμό με τα βίντεο έργα τέχνης από την Ερατώ Τζαβάρα, ώστε το αποτέλεσμα να είναι καθηλωτικό. Η σκηνοθετική ματιά και προσέγγιση του σε συνεργασία με τον δραματολόγο Δημήτρη Μπαμπίλη υπήρξε εκκωφαντικά αποκαλυπτική, κατόρθωσε να αναδείξει όλες τις πτυχές, ακόμα και των πιο μύχιων πλευρών του κειμένου σε παράλληλο σύμπαν αυτό της θεατρικής δημιουργίας.
Επέλεξε το κείμενο για τις επτά μέρες της δημιουργίας του κόσμου, ο αριθμός επτά (7) υπήρξε κατά τους Πυθαγόρειους ως το σύμβολο της αρμονίας στη φύση, όμως και η Τέχνη του θεάτρου αλλά και κάθε μορφή Τέχνης, χρήζει αισθητικής αρμονίας. Οι Ανατολικοί λαοί πίστευαν πως επτά ήταν οι μεγάλες Θεότητες, για τους Εβραίους η περιτομή των μικρών αγοριών γινόταν στις επτά μέρες, ενώ η Αρχαία Ελλάδα είχε επτά σοφούς, στην Παλαιά Διαθήκη κατά την έβδομη μέρα έπλασε τον άνθρωπο και είναι μέρα ανάπαυσης, συμβολίζοντας έτσι την ολοκλήρωση και την τελειότητα, ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία τα Ιερά μυστήρια είναι επτά (Γάμος, Βάπτιση, Χρίσμα, Ευχέλαιο, Μετάληψη, εξομολόγηση, Ιεροσύνη). Ακόμα όμως και τα χρώματα του ουράνιου τόξου είναι επτά, όπως επτά είναι και οι νότες του πενταγράμμου, μέχρι και στο παραμύθι, τη «Χιονάτη», οι νάνοι ήταν επτά.

Δεν είναι τυχαίος αριθμός, ο αριθμός επτά κρύβει μια μυστηριακή δύναμη, τα θαύματα του κόσμου ήταν επτά, αλλά επτά ήταν και τα θανάσιμα αμαρτήματα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην Τέχνη όπως στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, αλλά και στην όπερα- μπαλέτο του Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ με τίτλο «Τα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα», αλλά και στη ζωγραφική ο ζωγράφος Ιερώνυμος Μπος στο έργο του «Ο Κήπος των επίγειων απολαύσεων» απεικονίζει την κόλαση των αμαρτημάτων.  Επτά είναι και τα στάδια εξέλιξης της δημιουργίας στο θέατρο κι αυτή τη σύνδεση κατάφερε ο Δημήτρης Τσιάμης να πραγματώσει αριστοτεχνικά, αρχόμενος από το χάος και με τη βιβλική έκφραση «εκ του μη όντος», οδηγήθηκε στο «Ποίηση εν αρχή» από εδώ αρχίζει το θέατρο, «….θέαμα τρωτό», όπως και ο δημιουργός του. Ο λόγος, οι λέξεις, εν προκειμένω η ποίηση είναι δίψυχη και δισυπόστατη καθώς άλλες φορές υπηρετεί το λόγο κι άλλες τον προδίνει υπηρετώντας άλλους τρόπους νόησης, η νόηση του ανθρώπου προχωρεί πέρα από τη λογική του. Εδώ έρχεται η Τέχνη που με τη λογική πάντα δεν εξηγείται όμως η άξια συνείδηση τη νοεί.

Η Τέχνη του θεάτρου είναι συγγενής με την Τέχνη της αγάπης και οι δύο είναι πέρα και πάνω από κάθε λογική και ηθική, πέρα από το μέτρο, γι’ αυτό και όταν τα νοήματα της Τέχνης τα καθυποβάλλεις στη δοκιμασία της λογικής χάνουν την ουσία τους, δεν αντικρύζονται όπως πραγματικά είναι.

Ο Δημήτρης Τσιάμης κατόρθωσε αυτό το ακατόρθωτο, είχε την υψιπετή έμπνευση να συγκεράσει το καθαρά ιερατικό, θεολογικό κομμάτι με την Τέχνη και να αποδείξει πως επί της ουσίας η θρησκεία δανείζεται τα σύμβολα από την Τέχνη και από τη Φύση γι’ αυτό και η Θρησκεία χρειάζεται την Τέχνη όχι για να καλλωπίσει το μυστήριο της λειτουργίας της, αλλά για να το εκφράσει.

Στη συγκεκριμένη παράσταση η περιδιάβαση των θεατών στα μονοπάτια της γίνεται με καθαρά συμβολική σκέψη, εκεί όπου η λογική δεν έχει έδαφος για να πατήσει, όπως έλεγε και ο Νίτσε «εκεί ο αέρας είναι πολύ αραιός».

Η ερμηνεία του Δημήτρη Τσιάμη υπήρξε καθηλωτική καθώς η αφήγησή του γινόταν με σταθερή μεσαία τονικότητα φωνής, θυμίζοντας την ανάγνωση του ευαγγελίου πλάθοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα δρώμενο τόσο αρχέγονο κι συνάμα τόσο σύγχρονο.

Σε συνειρμική αναλογία και η χορογραφία της Ελένης Χατζηγεωργίου τόσο δυναμική και απελευθερωμένη επί σκηνής, τόσο εσωτερικά εναργής, τόσο βαθειά μυστηριακή, παρασύρει τους θεατές στους ρυθμούς της γέννησης, της δημιουργίας του κόσμου, θύμιζε κάτι από την «Θεογονία» του Ησίοδου.

Το σώμα της ομιλών μέλος επί σκηνής, οι κινήσεις της καθοριστικές, μελετημένες σε κάθε τους λεπτομέρεια, υπήρξαν τόσο ατελώς τέλειες και αποτελούσαν το βιωματικό σκέλος των αφηγηματικών μερών από τον Δημήτρη Τσιάμη.

Η Ελένη Χατζηγεωργίου κατόρθωσε να εκφράσει μέσω της χορογραφίας της τόσο τη δημιουργία του κόσμου όσο και την καλλιτεχνική, ύψιστος συμβολισμός της γέννησης το «Σώμα» όταν μας λέει: «Ξεκινώ από το δικό μου χάος» κι εκεί βλέπει και αισθάνεται κανείς όλες τις δονήσεις, τις εκρήξεις, τους τριγμούς, με υψηλότερη τη στιγμή όπου η Ελένη Χατζηγεωργίου βγάζοντας κραυγές, ξαπλωμένη στο πάτωμα μάς δίνει την εικόνα της μάνας που γεννά όπως κι ο κάθε καλλιτέχνης που φέρνει στο φως το δικό του δημιούργημα κι αυτό έχει τόσο πόνο και τόση ερημιά, τόση μοναξιά, αυτός ο μοναχικός δρόμος, «….ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο δρόμο της σοφίας», «Πάνω από την άβυσσο επαναλαμβάνεται η γλώσσα της σιωπής….. Πνεύμα θεάτρου» μας λέει ο Δημήτρης Τσιάμης δια στόματος αφηγητού.

Τα τελευταία χρόνια στις περισσότερες παραστάσεις η χρήση του βίντεο είναι εξαιρετικά συχνή, όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μια βίντεο προβολή, αλλά με αληθινό έργο Τέχνης.

Το εναρκτήριο βίντεο της παράστασης ομιλών με τη μορφή του Δημήτρη Τσιάμη να προβάλλεται πάνω στον πέτρινο τοίχο, είναι ανατριχιαστικό, δημιουργεί όλο το συγκινησιακό υπόβαθρο, όλη τη δυναμική και την συναισθηματική εμπλοκή των θεατών στο καλλιτεχνικό κρεσέντο δημιουργίας που θα ακολουθήσει από τα πρώτα μόλις λεπτά.

Για τα βίντεο έργα Τέχνης τα εύσημα πρέπει να αποδοθούν στην Ερατώ Τζαβάρα, η οποία κινήθηκε σε κυβιστικές φόρμες με την ανάλογη προοπτική στην αντίστοιχη διάταξη του χώρου, αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο δράσης και συμβολισμού.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια από τη Δάφνη Αηδόνη κινήθηκαν σε σύμφωνο ύφος με τους συμβολισμούς της παράστασης καθώς τα υφάσματα ήταν λιτά και βαμβακερά, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στα σκηνικά ήταν χώμα, νερό, ξύλο κεριά και γυαλί, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν τον κόσμο, που προέρχονται και ανήκουν στη φύση, όπως εκεί ανήκει και ο άνθρωπος «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση» του Θεού, μια προπαρασκευαστική έκφραση για την ύψιστη αποκάλυψη της Θέωσης μέσω της Θείας Χάριτος, αλλά και της αντίστοιχης έμπνευσης της καλλιτεχνικής που εκπορεύεται από τη φύση και που μέσα της λυτρώνεται.

Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου βρίσκουν την πιο ιδεώδη θεατρική σκηνή για να αναπτυχθούν καθώς ο χώρος είναι όλος από πέτρα, κάτι που επιτείνει έτι περισσότερο τη μυστηριακή αυτή αίσθηση, καθώς παίζει πολλές φορές με τις φωτοσκιάσεις για να καταλήξει στο απόλυτο φως όταν κεντρικό ρόλο παίζουν τα δύο σώματα, μαζί με μια φυλλωσιά καταπράσινη σύμβολο γέννησης, ολοκλήρωση δημιουργίας, σύμβολο ζωής.

Τα μουσικά μοτίβα από τον Βασίλη Τζαβάρα που πλαισιώνουν αισθητικά την παράσταση, κινήθηκαν σε ηλεκτρονικό ήχο κυρίως που θα μπορούσε κανείς αρχικά να αμφισβητήσει την αρμονία τους. Ωστόσο, υπήρξαν τόσο ουσιαστικά στην εξέλιξη που μετέτρεπαν το αρχέγονο σε σύγχρονο δίνοντας τελετουργική υπόσταση στο δρώμενο.

Ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του σ’ αυτό το μεγαλόπνοο έργο του γράφει: «Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα- πριν να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς». Αυτή τη λύτρωση, αυτή την πνευματική κάθαρση πέτυχε ο Δημήτρης Τσιάμης μέσα από την παράσταση, «η γνώση δεν μας αποκαλύφθηκε ακόμη» λέει η Ελένη Χατζηγεωργίου και αυτή η φράση αποτελεί την κορωνίδα της ταπεινοφροσύνης καθώς οι πειρασμοί του κορμιού κατανικώνται ευκολότερα από τους πειρασμούς της ψυχής και το τελευταίο που κατορθώνει να εξοβελίσει ο άνθρωπος είναι η έπαρση.

Η διάταξη των μορφών, η οικονομία, η ευγραμμία ήταν τόσο ευανάγνωστες, θαρρείς και η αισθητική του θεάτρου εκπορθούσε την ηθική του κειμένου.

Έτσι, ο Δημήτρης Τσιάμης κατόρθωσε να δημιουργήσει μια μυσταγωγική παράσταση, μια τελετουργία μετάληψης της Τέχνης, μια προσέγγιση που ουσιαστικά είναι ασύλληπτη για τις αισθήσεις, κινητοποιώντας την ευαισθησία μας με το να αποσπά όσος κι αν είναι ο αιφνιδιασμός μας την άμεση και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση του πνεύματος.

*Η Μαριλιάνα Ρηγοπούλου είναι εκπαιδευτικός, σοπράνο, κριτικός θεάτρου