του Ορέστη Τριγάζη //

 

Η οργάνωση του συλλαλητηρίου γύρω από το ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας φέρνει στο μυαλό μνήμες από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν, με αρκετά διαφορετικούς όρους απ’ ό,τι σήμερα, εκδηλώθηκε στη χώρα μία άκρατη εθνικιστική μανία με σχεδόν πάνδημη ομοψυχία και ελάχιστες κριτικές φωνές. Από τότε η ελληνική κονωνία άλλαξε αλλά το ζήτημα δεν λύθηκε. Άλλαξε και υπό την έννοια ότι το μακεδονικό αντιμετωπίστηκε, πέρα από το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ως ευρύτερο ζήτημα με διαστάσεις που αφορούν το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού μιας χώρας, την εμβριθή μελέτη του εθνικού/εθνικιστικού φαινομένου, τον τρόπο διαμόρφωσης ενός συλλογικού «εμείς», τη διαδικασία συγκρότησης της συλλογικής μνήμης, των ταυτοτήτων κ.α. με στόχο πάντα την προσέγγιση από ανθρωπιστική σκοπιά και τη συνακόλουθη απομάκρυνση από την εθνικιστική.

Στο πρόσφατο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης η συμμετοχή ήταν σαφώς μικρότερη, δεν παύει όμως να αποτελεί θέμα που κινητοποιεί ετερόκλητες ομάδες της ελληνικής κοινωνίας που βλέπουν στην ονομασία της γειτονικής χώρας τον κίνδυνο απώλειας της ελληνικότητας της Μακεδονίας (η Μακεδονία είναι μία και ελληνική). Το γεγονός ότι στην οργάνωσή του πρωτοστατούν γνωστοί εθνικιστικοί κύκλοι (και γραφικοί συνωμοτικοί-μυστικιστικοί, παπάδες, κλπ) και σπεύδει για σπέκουλα η Χρυσή Αυγή δεν πρέπει να συσκοτίζει το ότι συμμετέχουν άνθρωποι που ουδεμία σχέση έχουν με εθνικιστικές οργανώσεις και ομάδες και θεωρούν απλώς τη συμμετοχή τους αυτονόητη ως ελάχιστο εθνικό καθήκον. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η στάση προσδιορίζεται από τον τρόπο που βλέπουν/γνωρίζουν την ελληνική ιστορία δεδομένου ότι η πηγή των εθνοτικών/εθνικιστικών αντιλήψεων βρίσκεται ακριβώς εκεί.

Και εδώ, σε αντίθεση με τις ρήξεις, εντοπίζεται μία θλιβερή συνέχεια σε σχέση με τη δεκαετία του 1990. Ο τρόπος διδασκαλίας της ιστορίας στο ελληνικό σχολείο. Με δεδομένο ότι η πλατιά μάζα των Ελλήνων έχει διαμορφώσει μια κάποια ιστορική συνείδηση αποκλειστικά μέσα από τη σχολική ιστορία, είναι προφανές ότι αυτή έστρωσε και στρώνει ακόμη το έδαφος, αποτελεί την πρώτη ύλη για την εμφάνιση εθνικιστικών στάσεων, απόψεων και συμπεριφορών. Και μάλιστα με τρόπο που τις κανονικοποιεί, νομιμοποιεί και φυσικοποιεί από τη στιγμή που εμφανίζει μια εκδοχή της ιστορίας, ορίζει μάλλον την ελληνική ιστορία, ως σειρά διαδοχικών ηρωικών στιγμών στην πορεία διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους, παρουσιάζει την έννοια του ελληνισμού ως διαρκή «συνέχεια» από την αρχαιότητα έως σήμερα (αρχαιότητα, Βυζάντιο, οθωμανική, κατάκτηση, επανάσταση, νεότερη Ελλάδα), υπερτονίζει την αξία της γλώσσας και υποστηρίζει ότι «εμείς δώσαμε τα φώτα» με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Συγκροτεί έτσι μία ιστορία εδάφους, όχι ανθρώπων, με διαρκή, παγιωμένα και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά που υπογραμμίζουν ένα είδος φυσικής ανωτερότητας.

Ουδεμία αναφορά δεν γίνεται σε καμία τάξη του δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου στο ότι η Μακεδονία υπήρξε και είναι μία – γεωγραφικά – περιοχή με ασαφή όρια την οποία κατοίκησαν πολλοί και διαφορετικοί λαοί κι ότι στα νεότερα χρόνια (τέλη 19ου και 20ο αιώνα) διακρίθηκε σε ελληνική, βουλγαρική και… σλαβική με παρουσία εθνικών μειονοτήτων στην κάθε περίπτωση.

Η αναφορά και μόνο ότι η ελληνικότητα της Μακεδονίας αποτελεί μία ιστορική κατασκευή, είναι λογικό να ακούγεται με δυσπιστία ή καχυποψία, το λιγότερο, στους περισσότερους που θεωρούν ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική, περίπου όπως ο ήλιος ανατέλλει και δύει καθημερινά. Τι κι αν εγνωσμένου κύρους ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες έχουν γράψει αναλυτικά για την ανάγκη να αναθεωρηθούν τα προγράμματα της σχολικής ιστορίας διατηρώντας ασφαλώς μία εθνική αναφορά…; Ελάχιστα άλλαξαν… Χρειάζεται επομένως η σχολική ιστορία να αποτελέσει την αφετηρία για μια νέα εθνική συνείδηση με όχημα μια νέα ιστορική συνείδηση. Η συγγραφή της ιστορίας είναι και πολιτικό/ιδεολογικό εγχείρημα.