Ο Αλέκος Αλεξανδράκης έζησε μια γεμάτη ζωή. Από τη στιγμή που το θέατρο μπήκε στη ζωή του εκείνος το υπηρέτησε με ζήλο.

Ο ηθοποιός, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα 8 Νοεμβρίου 2005, μπήκε στις ζωές μας ως ένας αυθεντικός ζεν-πρεμιέ που δεν θα παζάρευε την αισθητική του στη θέα του εύκολου, στην προοπτική της καινοφανούς δόξας.  

Η πίστη του στη θεατρική τέχνη ήταν ακλόνητη.

Οι ταινίες που γύρισε έγιναν το μέσο για να στηρίξει τα καλλιτεχνικά του όνειρα οργανώνοντας τους δικούς του θιάσους. Οι έρωτές του γίνονταν πρωτοσέλιδα.

Οι άνδρες στη θέα του ανακάλυπταν εκείνον που θα ήθελαν να μοιάσουν.

Οι γυναίκες απλά τον ερωτεύονταν. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ενσάρκωσε τον προσιτό σταρ που δεν θα τον κατανάλωνε το σταρ – σίστεμ. 

Ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα.

Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος με καταγωγή από την Μάνη. Η οικονομική επιφάνεια του έδωσε την ευκαιρία να φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία.

Στα 16 μπήκε στη Σχολή Δοκίμων, για να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού.

Η ζωή του άλλαξε όταν είδε θεατρική παράσταση του Κάρολου Κουν, με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη.

Ο ενθουσιασμός του μετουσιώθηκε σε πράξη. Λίγο αργότερα έδωσε εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο, πέρασε πρώτος.

Τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι τα έκανε το 1949 με το έργο: “Φθινοπωρινή Παλίρροια”, όπου ως νεαρός ζεν πρεμιέ άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις.
 
Με την υπέροχη ερμηνεία του δε στην νεορεαλιστική ταινία:”Συνοικία το όνειρο” (1961), ο Αλέκος Αλεξανδράκης κέρδισε το βραβείο α΄ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
 

Η «Συνοικία το όνειρο» που έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο εκτυλίσσεται σε μια παραγκούπολη της Αθήνας, τον προσφυγικό Ασύρματο, στα Άνω Πετράλωνα.

Η απεικόνιση της ζωής των απόκληρων της εποχής προξένησε το μένος του μετεμφυλιακού κράτους.

Την ταινία «πετσόκοψε» η λογοκρισία αλλοιώνοντας σύμφωνα με τον σκηνοθέτη το έργο του και οι αιθουσάρχες που επέλεξαν να την προβάλλουν αντιμετώπισαν προβλήματα από την αστυνομία και την χωροφυλακή.

«Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της» ήταν τα λόγια του Αλέκου Αλεξανδράκη, σκηνοθέτη της ταινίας «Συνοικία το όνειρο» που προβλήθηκε μόνο σε περιορισμένο αριθμό αιθουσών στην Αθήνα, παρουσιάστηκε το 1961 (για την υπόλοιπη Ελλάδα είχε απαγορευτεί η προβολή της), ενώ το σενάριο της το έκαψαν μαζί με τις κομμένες σκηνές.  

Ο Κώστας Κοτζιάς και ο Τάσος Λειβαδίτης που έγραψαν το έργο περιγράφουν μια φτωχογειτονιά με τις τσίγκινες παράγκες, τα σπίτια χωρίς νερό  με την μία και μοναδική τουαλέτα για όλη τη συνοικία, την εξαθλιωμένη στην φτώχεια και τη μιζέρια ζωή των κατοίκων της, που καταφεύγουν στις μικροαπατεωνιές για την επιβίωση.

Η ταινία παρουσιάζει μια Ελλάδα, παραδομένη στους πρώην συνεργάτες των ναζί και στους δοσίλογους, με το ακροδεξιό παρακράτος να δρα απροκάλυπτα ως κράτος (λίγα χρόνια μετά θα ακολουθήσει η δολοφονία Λαμπράκη), με την οικοδόμηση από την επικρατούσα ιδεολογία μιας νέας κοινωνίας ανισοτήτων και αποκλεισμών, με χιλιάδες ανθρώπους να βιώνουν στο πετσί τους διώξεις, φυλακές, εξορίες.

Αυτό είναι το οδυνηρό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της πληγωμένης και προδομένης Ελλάδας που έδωσε την έμπνευση και την ώθηση για να γυριστεί μια ταινία μοναδική, στο δρόμο του ιταλικού νεορεαλισμού, η οποία πραγματεύεται με τρόπο αιχμηρό πώς η εργατική τάξη, «της γης οι κολασμένοι» και κάτω από ποιες διαδικασίες λουμπενοποιείται και περιθωριοποιείται, χωρίς καν να έχει άλλη επιλογή για την επιβίωση.

Η συμμετοχή του Μίκη Θεοδωράκη στην μουσική και του Γρηγόρη Μπιθικώτση στο αριστούργημα «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και η μαζική αυθόρμητη σύμπραξη του λαϊκόκοσμου στην γειτονιά του Ασύρματου, εξυψώνει την ταινία σε κορυφαία στιγμή του ελληνικού πολιτισμού, μια πρωτοφανής, γνήσια και άμεση συνάντηση  του λαϊκού στοιχείου με την τέχνη.

Η συνεργασία του Αλέκου Αλεξανδράκη με τον Φίνο είχε ως αποτέλεσμα τη συμμετοχή του σε πολλές Ελληνικές Ταινίες.

Ο πρωταγωνιστής είχε υψηλό κασέ. Τα χρήματα που έπαιρνε διοχετεύονταν σε παραγωγές της μεγάλης του αγάπης, το θέατρο.

Στην γοητεία του πρώτη υπέκυψε η Έλλη Λαμπέτη, η σχέση τους όμως δεν κράτησε πολύ, επειδή ο Αλεξανδράκης αποφάσισε να ακολουθήσει τον θίασο της κας Κατερίνας (Ανδρεάδη) σε μια περιοδεία. 

Κατά την περιοδεία κι ενώ ο θίασος ήταν στο Σουδάν, γνωρίζει την Μαρτζ Βάλβη, την οποία, ύστερα και από πίεση της οικογένειας της, παντρεύεται λίγο αργότερα στην Αθήνα, σε ηλικία 21 ετών.

Ο γάμος έγινε σε ένα ξωκλήσι και η δεξίωση στην “Μεγάλη Βρετανία”, όπου παραβρέθηκε πολύς κόσμος. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια.

Στα 25 του ο Αλέκος Αλεξανδράκης γνώρισε την γαλλίδα Κλοντ Σαμπαντού. Παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο στο Παρίσι. Μετά από τρία χρόνια όμως παίρνει το δεύτερο του διαζύγιο.

Το 1956 Αλεξανδράκης παντρεύτηκε την ηθοποιό Αλίκη Γεωργούλη και μαζί ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, ενώ συμμετέχουν και σε πορείες ειρήνης και συλλαλητήρια. Όμως μετά από τέσσερα χρόνια χωρίζουν.

Ο τέταρτος γάμος του προέκυψε κατά τα γυρίσματα της ταινίας “Το δόλωμα” το 1964, στη Ρόδο.

Εκεί γνωρίζει την Ελβετίδα Βερένα Γκάουερ, ανιψιά του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου  “Miramare”, όπου διέμεναν οι ηθοποιοί και οι συντελεστές της ταινίας. 

Απέκτησαν δυο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, για τα οποία μετά την γέννηση τους ο Αλεξανδράκης δήλωνε πανευτυχής.

Ύστερα από πέντε χρόνια όμως ο γάμος τους διαλύεται εξαιτίας της παράνομης σχέσης που έκανε ο Αλεξανδράκης με την Νόνικα Γαληνέα. Η σύζυγος του μετά το διαζύγιο παίρνει τα παιδιά τους και επιστρέφει στην Ελβετία.

Το δόλωμα

Η σχέση Αλεξανδράκη – Γαληνέα κράτησε 21 χρόνια και οι δυο τους έζησαν ένα μεγάλο έρωτα χωρίς να παντρευτούν ποτέ.  Όλα αυτά τα χρόνια της κοινής τους ζωής δουλεύουν μαζί στο θέατρο ανεβάζοντας πολλές επιτυχημένες παραστάσεις τις δεκαετίες του΄70 και ΄80.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Αλέκος Αλεξανδράκης δίδασκε υποκριτική στη Σχολή Διαμαντόπουλου και το 2001 (τέσσερα χρόνια πριν τον θάνατο του), βραβεύθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής.