γράφει η Σώτια Παπαμιχαήλ // 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πριγκίπισσα που έπαιζε με μια χρυσή σφαίρα. Ήταν κι ένας άσχημος γεροβάτραχος που πλατσούριζε στα νερά μιας πηγής. Σε μια στιγμή ανέμελου παιχνιδιού, η πριγκίπισσα έριξε στην πηγή τη χρυσή της σφαίρα. Ο βάτραχος τής υποσχέθηκε πως θα τη βρει και θα τη φέρει πίσω, αν μπορούσε να του υποσχεθεί πως θα μοιραστεί, από εδώ και στο εξής, τον ύπνο και την ξύπνιο της μαζί του. Η υπόσχεση δόθηκε, η μπάλα βρέθηκε, μα ποια θέλει έναν άσχημο γεροβάτραχο στο κρεβάτι της; Εκείνος όμως την ακολούθησε, σαν μην κατάλαβαινε τα όχι και τη μη της. Ώσπου η πριγκίπισσα δεν άντεξε άλλο και τον έσπρωξε μακριά κι εκείνος έσκασε σε έναν τοίχο. Μόνο που όταν συνήλθε έγινε πρίγκιπας. Όμορφος, όσο θα ταίριαζε σε μια πριγκίπισσα του παραμυθιού. Για τη χρυσή σφαίρα δε μιλησάν ποτέ ξανά. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς ελπίζοντας. ΤΕΛΟΣ. Αυτό θα μπορούσε να είναι σε λίγες γραμμές το βιβλίο του Τομ Ρόμπινς, ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟΣ, εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ. Θα μπορούσε δηλαδή να είναι ένα παραμύθι, γραμμμένο στο ασημόχαρτο ενός πακέτου ΚΑΜΕΛ.

Θα μπορούσε, επίσης, να είναι ένα όνειρο από αυτά που δε σε αφήνουν να ξυπνήσεις, με κοκκινομάλες πριγκίπισσες, που δε χωράνε πουθενά κι όλο ρωτάνε «Ποιος ξέρει να κάνει την αγάπη παντοτινή;» και βατράχους βαμμένους με καραμπογιά για τους πολλούς μα κρυφά κοκκινογένηδες για λίγους. Πολύ λίγους. Για μια μόνο κι ας μην το ξέρει ακόμα. Την πριγκίπισσα. Ναι, θα μπορούσε να είναι ένα όνειρο με βροχές βαριές και βατομουριές που θεριεύουν από τα νερά τους. Με ήλιους λαμπερούς που ανατέλλουν στη Χαβάη και δύουν σε μια ασιατική έρημο. Με ακόλαστους Άραβες, πολύχρωμες μαζορέτες, περισπούδαστους οικολόγους, ταλαίπωρα τσιουάουα. Με εξόριστους βασιλιάδες που αγαπάνε τον τζόγο και βασίλισσες που δεν ξέρουν που τους πανε τα τέσσερα. Με υπηρέτριες ευγενικής καταγωγής και παράνομες απολαύσεις. Παράνομες; Μπα, σιγά τις παράνομες. Παράνομος ήταν μόνο ο βάτραχος. Αυτός ο κακομούτσουνος που ήξερε τι θα πει νόμος και πώς είναι να ζεις κόντρα. Όχι όμως για την κόντρα αλλά απλά για να ζεις. Και μόνο ένας τέτοιος θα μπορούσε να πείσει μια πριγκίπισσα να μοιραστεί τον ύπνο και τον ξύπνιο της μαζί του. Με ένα μπαμ. Ένα μεγάλο μπαμ αρκεί. Άλλωστε ο παράνομος βάτραχος είναι και βομβιστής, γκαφατζής βομβιστής αλλά βομβιστής. ΤΕΛΟΣ.

«Ο έρωτας είναι ο ύστατος παράνομος.»

Ο ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟΣ επίσης θα μπορούσε να είναι μια πραγματεία περί έρωτος, λαγνείας, μυστηρίου, παρανομίας, ελευθερίας, αφοσίωσης, οικολογίας και αγάπης. Μια ομιλία ενός, ξεχασμένου στο χρόνο, hippie, σε μια εαρινή σύναξη της παλιοσειράς, για να θυμηθούν μέρες δόξας σε έναν αξιοπρεπή πλέον χώρο. Μια αίθουσα ξενοδοχείου που χτίστηκε εκεί που κάποτε χόρευαν ανέμελα, μασώντας τριφύλλια και άλλες πρασινάδες. Οι υπόλοιποι, μεταλλάγμενοι πλέον σε αστούς μικρομέγαλους, δε θα έπαιρναν χαμπάρι. Ώσπου η πριγκίπισσα θα σηκωνόταν μέσα από το πλήθος και θα του έλεγε «Έλα, γεροβάτραχέ μου, πάμε. Εδώ, πια, δε χωράμε.» ΤΕΛΟΣ.

«Οι παράνομοι και οι ποιητές διορθώνουν τους εφιάλτες.»

Θα μπορούσε να είναι μια συζήτηση τύπων σκοτεινών και – για τους άλλους – γραφικών που μοιράζονται σε ένα υπόγειο μυστικά για τον ήλιο, τη σελήνη, το αίνιγμα των πυραμίδων, το γένος των κοκκινοτρίχηδων, τα ταξίδια στο χώρο, το χρόνο και τα όνειρα. Να τα πάλι τα όνειρα. Και τα παραμύθια. Ακόμα και σε ένα τέτοιο υπόγειο, θα ξεφύτρωνε μια πριγκίπισσα με χαίτη κόκκινη σαν τη φωτιά κι υπνωτισμένη από τα πύρινα λόγια του πιο άσχημου βατράχου, θα τον ακολουθούσε, με μια ερώτηση στα χείλη. «Πού πάει το πάθος όταν φεύγει;» ΤΕΛΟΣ.

Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε σε αυτό τον κόσμο. Ένα παράφωνο τραγούδι στη μέση μιας συναυλίας, μια σαΐτα που διακόπτει το μάθημα σε ένα Γυμνάσιο, μια πορτοκαλί πινελιά σε μια θαλασσογραφία, μια μεγάλη τσιχλόφουσκα που σκάει στα μούτρα ενός πιτσιρικά κι εκείνος ντρέπεται να κλάψει για το φιάσκο, μπροστά στους άλλους και γελάει δυνατά κι αρχίζει να τρέχει. Και τότε ενα κορίτσι από τα πολλά παραμερίζει τους πάντες και τον ακολουθεί. «Ποιος ξέρει να κάνει την αγάπη παντοτινή;» Τον ρωτάει λαχανιασμένη κι εκείνος της δίνει ένα κομμάτι από τη μασημένη του τσιχλόφουσκα. Εκείνη το κολλάει στο μάγουλο το δεξί και χάνονται ευτυχισμένοι.

Θα μπορούσε να είναι άλλα τόσα. Για μένα αυτό το βιβλίο ήταν μια χειραψία με τον Τομ Ρόμπινς. Ενα «χαίρω πολύ» και μια βουτιά στο ξέφρενο μυαλό του. Μια βουτιά με μύτη και μάτια ανοιχτά, να μη χάσω λέξη, εικόνα, στιγμή. Σαν ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟΣ γαζώνει το μυαλό μας με παραμύθια, όνειρα, θεωρίες, τραγούδια, σαΐτες ώσπου να σκάσουν στα μούτρα μας και να τρέξουμε ευτυχισμένοι.

Υ.Γ. 1 Το παρόν ανάγνωσμα έχει χαρακτηριστεί ως αναγνωστικό θαύμα. Καταπληκτικό. Εκρηκτικό. Σουρεαλιστικό. Παραμυθένιο. Ρομαντικό. Θα συμφωνούσα με όλους, αλλά γιατί να μην είναι απλά η χρυσή σφαίρα που έπεσε στην πηγή μας;

Υ.Γ. 2 Ο Τομ Ρόμπινς έχει χαρακτηριστεί αντισυμβατικός. Αιρετικός. Παραμυθάς. Ο συγγραφέας που θα μείνει για πάντα παιδί. Ένας ευαισθητοποιημένος ενήλικας με ανεξάντλητο χιούμορ και ατίθαση φαντασία. Θα συμφωνούσα με όλους αλλά γιατί να μην είναι απλά ο δικός μας γεροβάτραχος που τρυπώνει στη ζωή μας για να την τινάξει στον αέρα; Ο δικός μας ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟΣ.

«Χάρη σε σένα έμαθα ότι ο Μαγεμένος Πρίγκιπας είναι πράγματι βάτραχος. Κι η Ωραία Πριγκίπισσα έχει δυσοσμια στόματος. Συμπέρασμα, οι άνθρωποι ποτέ δεν είναι τέλειοι ενώ ο έρωτας μπορεί να είναι. Κι είναι ο μοναδικός τρόπος να βελτιωθούν οι μέτριοι κι οι ευτελείς.»