Ο Σαρλ Μπωντλαίρ είναι αναμφισβήτητα ο πιο επιδραστικός Γάλλος ποιητής του 19ου αιώνα και σημαντική προσωπικότητα της ευρωπαϊκής ιστορίας της τέχνης.

Κάτοικος του Παρισιού κατά τα χρόνια της εκρηκτικής νεωτερικότητας, τα γραπτά του έδειξαν έντονη τάση για πειραματισμό και ταυτίστηκε με καλλιτέχνες της εποχής του της σύγχρονης ζωγραφικής, όπως οι Ευγένιος Ντελακρουά και Εντουάρ Μανέ.

Ένας επαναστάτης σχεδόν ηρωικών διαστάσεων, ο Μπωντλαίρ απέκτησε φήμη αλλά και δημόσια καταδίκη για γραπτά που ασχολήθηκαν με θέματα ταμπού όπως το σεξ, ο θάνατος, η ομοφυλοφιλία, η κατάθλιψη και ο εθισμός, ενώ η προσωπική του ζωή είχε καθοριστεί από οικογενειακά προβλήματα, κακή υγεία και οικονομική δυσπραγία.

Παρά τα εμπόδια αυτά, κατάφερε να αφήσει την ανεξίτηλη σφραγίδα του στην κριτική τέχνης, στην ποίηση και τη λογοτεχνική μετάφραση. Ως κριτικός τέχνης συνέβαλε στη φιλοσοφική σύνδεση μεταξύ των εποχών του γαλλικού ρομαντισμού, του ιμπρεσιονισμού και της γέννησης αυτού που θεωρείται πλέον σύγχρονη τέχνη.

Ο Σαρλ Μπωντλαίρ έφυγε από τη ζωή στις 31  Αυγούστου 1867

Ο Μπωντλαίρ, που γεννήθηκε στις 9 Απριλίου του 1821, περιέγραφε την οικογένειά του ως έναν θίασο από ενοχλητικούς και δύστροπους χαρακτήρες, ισχυριζόμενος ότι κατάγεται από μια μακρά γενιά «ανόητων ή διαταραγμένων, που ζούσαν σε ζοφερά διαμερίσματα, όλοι τους θύματα τρομερών παθών».

Αν και δεν υπήρχε ένδειξη για τον βαθμό που οι ισχυρισμοί του ήταν υπερβολικοί ή όχι, είναι αλήθεια ότι είχε μια προβληματική οικογενειακή ζωή.

Ήταν ο μοναχογιός από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του, Φρανσουά Μπωντλαίρ, ο οποίος ήταν υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος και πρώην ιερέας και είχε ακόμα έναν γιο από προηγούμενο γάμο.

Ο αδερφός του Σαρλ Μπωντλαίρ ήταν δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερός του, ενώ υπήρχε διαφορά ηλικίας τριάντα τεσσάρων ετών μεταξύ των γονιών του (ο πατέρας του ήταν εξήντα και η μητέρα του είκοσι έξι, όταν παντρεύτηκαν).

•Ο Μπωντλαίρ θεωρούσε τον εαυτό του σύγχρονο καλλιτέχνη. Με τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τον Ντελακρουά με τον οποίο ένιωθε ιδιαίτερη εγγύτητα. Και οι δύο καλλιτέχνες δεσμεύτηκαν να δοκιμάσουν τα όρια της τέχνης τους προσπαθώντας να συλλάβουν τις αντιξοότητες των ανθρώπινων συναισθημάτων. Εκεί που ο Μπωντλαίρ χρησιμοποίησε ποίηση για να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα, ο Ντελακρουά χρησιμοποίησε χρώμα, αλλά και οι δύο άνοιξαν τον δρόμο για μια νέα – μοντέρνα – εποχή στην ιστορία της τέχνης.

Το όνομα του Μπωντλαίρ συνδέθηκε άρρηκτα με την ιδέα του περιπλανώμενου: του ανώνυμου περιπλανώμενου του δρόμου που δημιούργησε μία ποιητική καταγραφή του ταχέως μεταβαλλόμενου αστικού περιβάλλοντος.

Ως “άνθρωπος της πόλης”, τριγύρισε ανώνυμα στους δρόμους και τις στοές του Παρισιού παρατηρώντας τη συμπεριφορά του πλήθους σε αυτή τη νέα εποχή των βιτρινών και της κουλτούρας των καφέ.

Η ιδέα του περιπλανώμενου έγινε ένα σημαντικό φαινόμενο για τους μελλοντικούς καλλιτέχνες, ιδιαιτέρως μέσα από τα γραπτά του φιλόσοφου και κριτικού Βάλτερ Μπένγιαμιν που εισήγαγαν τον Μπωντλαίρ σε ένα νέο ακροατήριο του 20ού αιώνα.

Ο Σαρλ Μπωντλαίρ έπαιξε σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του ρόλου τόσο του καλλιτέχνη όσο και του κριτικού της τέχνης. Υποστήριξε καλλιτέχνες όπως οι Ντελακρουά και Μανέ που χάραξαν νέους ορίζοντες στη μοντέρνα τέχνη. Βοήθησε επίσης να αναγνωριστεί η σημασία του έργου του νεοκλασικιστή καλλιτέχνη Ζακ-Λουί Νταβίντ αλλά και το ταλέντο λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών όπως ο εικονογράφος Κονσταντίν Γκις και ο χαράκτης Σαρλ Μεριόν.

Ο Μπωντλαίρ υπήρξε στενός φίλος του Μανέ στον οποίο άσκησε βαθιά επιρροή. O Μανέ είχε σχεδόν διασυρθεί για τον πίνακά του “Ολυμπία”, όπως και ο Μπωντλαίρ για την ποιητική συλλογή του “Τα Άνθη του Κακού”, κατόρθωσε όμως να ενσαρκώσει το όραμα του Μπωντλαίρ για τον ζωγράφο της σύγχρονης ζωής.

Ο Μανέ κατάφερε να αποτυπώσει το εφήμερο του σύγχρονου Παρισιού χρησιμοποιώντας μια νέα προοπτική εικόνας και μια παλέτα χρωμάτων γεμάτη ενέργεια.

Πολλά από τα γραπτά του Μπωντλαίρ ήταν αδημοσίευτα ή δεν είχαν εκτυπωθεί τη στιγμή του θανάτου του, αλλά η φήμη του ως ποιητή ήταν ήδη εξασφαλισμένη με ποιητές όπως οι Στεφάν Μαλαρμέ, Πωλ Βερλαίν και Αρθούρος Ρεμπώ να τον αναφέρουν ως επιρροή.

Στον εικοστό αιώνα ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ρόμπερτ Λόουελ και ο Σέιμους Χίνι αναγνώρισαν επίσης το έργο του. Η επιρροή του στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης υπήρξε καταλυτική.

Δεν επηρέασε μόνο τον Μανέ και τον Ιμπρεσιονισμό αλλά και καλλιτέχνες που αργότερα διαμόρφωσαν το κίνημα του Συμβολισμού (πολλοί από τους οποίους παρευρέθηκαν στην κηδεία του). Η πεζογραφία του, τόσο πλούσια σε μεταφορές, θα εμπνεύσει επίσης άμεσα τους Σουρεαλιστές με τον Αντρέ Μπρετόν να τον επαινεί στο βιβλίο του “ Υπερρεαλισμός και Ζωγραφική” ως πρωταθλητή της φαντασίας.

«Οταν η δεσποινίς Ζαν Λεμέρ θα σας παραδώσει αυτή την επιστολή, θα είμαι νεκρός (…) Μια φρικτή αγωνία με πεθαίνει (…) Αυτοκτονώ γιατί δεν μπορώ πια να ζω, γιατί η κούραση να αποκοιμηθώ και η κούραση να ξυπνήσω μού είναι ανυπόφορες», γράφει ο Μπωντλαίρ απευθυνόμενος στην ερωμένη του Ζαν Ντιβάλ.  Με ένα μαχαίρι θα αποπειραθεί να δώσει τέλος στη ζωή του, χωρίς ωστόσο η πράξη του αυτή να έχει σοβαρές συνέπειες. Τότε ήταν 24 ετών και θα ζήσει άλλα 22 χρόνια.

Η συμβολή του Σαρλ Μπωντλαίρ στην εποχή της νεωτερικότητας ήταν βαθιά. Αλλά κανένας δεν έκανε περισσότερα για τον μύθο του από τον επιφανή Γερμανό φιλόσοφο και κριτικό Βάλτερ Μπένγιαμιν, που στα δοκίμιά του τον τοποθέτησε στο κέντρο της κοινωνικής και πολιτιστικής ιστορίας του Παρισιού από τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Ήταν ο Μπένγιαμιν που μετέφερε τον περιπλανώμενο του Μπωντλαίρ στον εικοστό αιώνα, θεωρώντας τον βασικό συστατικό των αντιλήψεών μας για τον εκσυγχρονισμό, την αστικοποίηση και την ταξική αποξένωση.