γράφει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος //

Ένας μήνας, θέλοντας και μη, στο σπίτι. Με εξαίρεση το σούπερ μάρκετ και έναν-δυο περιπάτους. Δεν έχουμε κατοικίδιο βλέπεις. Σε όποιον με ρωτούσε, την πρώτη εβδομάδα έλεγα ότι είμαι καλά. Άλλωστε περνώ τον εγκλεισμό με έναν άνθρωπο που αγαπάω και έχουμε φτιάξει μια ρουτίνα συμπαθητική, έως και όμορφη κάποιες φορές. Τη δεύτερη εβδομάδα έλεγα ότι σε σχέση με άλλους, που είτε είναι μόνοι τους είτε στο ίδιο σπίτι με ανθρώπους με τους οποίους η συμβίωση είναι δύσκολη, είμαι καλά. Την τρίτη εβδομάδα έλεγα ότι απλά την παλεύω. Την τέταρτη εβδομάδα κάθε βράδυ, όταν οι όποιες δραστηριότητες της ημέρας σταματούσαν, ένιωθα την καταπίεση. Μάλλον δεν έχει νόημα να μοιραστώ τι είδους καταπίεση νιώθω εγώ προσωπικά, ο καθένας και η καθεμιά βιώνει μια δική του. Κοινή συνιστώσα όμως των προσωπικών μας καταπιέσεων είναι ο αναγκαστικός εγκλεισμός.

•Το σημείο-κλειδί που με σόκαρε ήταν ένα βράδυ της τέταρτης εβδομάδας, όταν συνειδητοποίησα ότι είχαν περάσει περίπου δύο 24ωρα χωρίς να συζητήσουμε κάτι σχετικό με τον κορονοϊό και τον εγκλεισμό. Ούτε “πω πω, πότε θα τελειώσει αυτή η ιστορία;”, ούτε “ρε συ είδες πόσοι άνθρωποι πέθαναν σήμερα στην Αμερική;”, ούτε “πρόσεχες που βγήκες σήμερα έξω για ψώνια;” Καμία παρόμοια ατάκα, επί δύο 24ωρα! Αρχίζουμε να συνηθίζουμε τον εγκλεισμό;

Μήπως περνώντας οι ημέρες μάς ενοχλεί λιγότερο το γεγονός ότι δουλεύουμε από το σπίτι μιλώντας όλη μέρα σε οθόνες; Μήπως περνώντας ο καιρός μάς λείπουν λιγότερο οι συγγενείς που δεν μπορούμε να βλέπουμε; Δεν μας πειράζει που δεν μπορούμε να πάμε ένα σινεμά ή για ένα ποτό με φίλους; Ότι φτάνει Κυριακή και δεν έχει μπάλα; Ότι τα παιδιά σκουντουφλάνε φυλακισμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους; Μήπως αφού, ευτυχώς σε κάποια σπίτια, μπαίνει ένας μισθός ακόμα στο σπίτι και η κυβέρνηση δίνει επιδόματα, συνηθίσουμε στην αναστολή και τελικά στην ανεργία; Μήπως φτάσουμε να αγαπήσουμε λίγο τη ρουτίνα μας μέσα στον εγκλεισμό; Κι αν μας συμβεί αυτό, είναι κακό; “Ναι, είναι” σκέφτομαι.

Δε θέλω η ζωή μου να κυλάει έτσι, κι ας υπάρχουν πολλά ωραία βιβλία να διαβάσω, σπουδαίοι δίσκοι να ακούσω, πολλές ωραίες ταινίες να δω, άπειρα gigabytes ίντερνετ για να χαζολογάω σε e-συνάξεις με τους φίλους μου. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτά αλλά δε μου φτάνουν. Σε καμία περίπτωση. Καμία βιντεοκλήση δεν αφήνει την αίσθηση μιας αγκαλιάς, οι ωραίες ταινίες πρέπει να βλέπονται στο σινεμά, οι σπουδαίες μουσικές πρέπει να παίζονται στα μπαρ και τις συναυλίες. Η πρόοδος είναι μόνο εκεί έξω. Στους δρόμους και στο χώμα, στα μπαρ και τις θάλασσες. Όπου μπορούν να συναντηθούν, να αλληλεπιδράσουν και να συνδιαμορφώσουν άνθρωποι. Είμαι και θέλω να παραμείνω κοινωνικό ον.

Εντάξει, ωραία τα είπες. Αλλά η υγεία είναι πάνω απ’ όλα και πρέπει να μείνεις μέσα. Σιγά, ένας μήνας πέρασε στον εγκλεισμό, μάλλον θα χρειαστεί να περάσει ένας ακόμα. Τι θα πάθεις;”, θα ρωτήσει κάποιος. Μάλλον κάποιος ή κάποια από αυτούς που, δικαιολογημένα ή μη, φοβούνται αρκετά για την υγεία τους. “Το συλλογικό καλό θέλει θυσίες, για το καλό όλων είμαστε κλεισμένοι. Για το καλό σου σε τελική ανάλυση”, ίσως θα συμπληρώσει. Κι έχει δίκιο. Μέχρι ένα σημείο όμως. Γιατί υπάρχει και η ψυχολογική υγεία. Και δυστυχώς υπάρχουν συγκυρίες όπου η σωματική, με όρους δυτικής ιατρικής, υγεία και η ψυχολογική βρίσκονται σε ανταγωνισμό, κάτι σαν διελκυστίνδα. Μια τέτοια συγκυρία βιώνουμε τώρα ως κοινωνία και πολύ φοβάμαι ότι δοκιμάζουμε τα όρια αυτής της διελκυστίνδας. Πόσο θα αντέξει το σκοινί; Αν σπάσει, σίγουρα δε θα είναι για το καλό μου, σίγουρα δε θα είναι για το καλό κανενός. Μέχρι να βρεθεί φάρμακο και εμβόλιο για τον κορονοϊό, χρειαζόμαστε βαλβίδες αποσυμπίεσης από τους περιορισμούς. Κάτι πρέπει να ξεκινήσει να κινείται, με κατεύθυνση προς τα έξω. Να πάρουμε μια ανάσα. Για το καλό τους.