Ο σκηνοθέτης – ηθοποιός Γιώργος Παπαγεωργίου μπορεί να απαντήσει μια αρμαθιά ερωτήσεις παίρνοντας το βάρος του λόγου του. Καταιγιστικός στις λέξεις, ευέλικτος στη σκέψη, ανοιχτός στην προσέγγιση.

Η κουβέντα μαζί του ανοίχτηκε για το θέατρο, την ψυχανάλυση, την Αμοργό, για τις απαντήσεις που δίνει η μεγάλη τέχνη σε μια εποχή που απογαλακτίζεται βίαια από το μεγαλείο της. Μιλήσαμε μαζί του στο φουαγιέ του Θεάτρου Πορεία, λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση στη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Τόμας Μαν “Θάνατος στη Βενετία”. Η συνέντευξη μαζί του άγγιξε όλα τα παραπάνω και έγινε υπό το βάρος και την οδύνη που προκάλεσε το εγκληματικό δυστύχημα στα Τέμπη.

Ας μην ξεκινήσουμε από την παράσταση. Ας ξεκινήσουμε με κάτι που απασχολεί όλους. Όταν ερχόμασταν στο θέατρο μιλούσαμε για το θέατρο, τις ειδήσεις, τις ελλείψεις της κοινωνίας μας. Ξέρεις τι; Η λέξη ενσυναίσθηση τα τελευταία χρόνια έχει μπει για τα καλά στο λεξιλόγιο μας. Γιατί άραγε

Έχει φτάσει το σημείο χρόνου που πρέπει να διαλέξουμε αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι ή όντα. Ζούμε στην κατάρρευση των ιδεολογιών, παράλληλα χάνουμε και τον ανθρωπισμό μας. Πρέπει να αποφασίσουμε ποιον δρόμο θ’ ακολουθήσουμε για όλα όσα μας ενδιαφέρουν αληθινά. 

Την έχεις πάρει αυτή την απόφαση; 

Αν η ερώτηση έχει να κάνει με το πώς κομματικά μπορεί να εκφραστούν οι επιλογές και οι ανάγκες μας, θα απαντούσα πως δεν μπορώ να την απαντήσω. Εκείνο που γνωρίζω είναι πως η απλή αναλογική θα είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Δε γνωρίζουμε τι μπορεί να προκύψει. Σίγουρα μιλάμε για κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτό θα είναι καλό για τον έλεγχο της εξουσίας. Από την άλλη μεριά, θεωρώ ότι θα κληθούμε να τοποθετηθούμε, εκλογικά, πάνω στη λογική τού μη χείρον βέλτιστον. Οι επιλογές μας είναι περιορισμένες. Θα γίνουν περισσότερο περιορισμένες αν απέχουμε από τις εκλογές. Πολλές φορές απλά δεν ψήφισα. Αλλά αυτή τη φορά η ψήφος μας μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Ζούμε μια άγρια εποχή. Υπάρχει ένα ζήτημα, ανοιχτό. Αυτό που έγινε με το τρένο στη Λάρισα, οι νεκροί, ο τρόπος που έγινε το δυστύχημα μου φαίνεται αδιανόητος. Υποθέτω δεν είμαι καθόλου μόνος λέγοντας αυτό. 

Σκηνοθετείς το Θάνατο στη Βενετία στο θέατρο Πορεία. Υπάρχει το ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Μαν, υπάρχει και η ταινία του Βισκόντι βασισμένη πάνω του. Η παράσταση κάθεται στο βιβλίο ή στο κινηματογραφικό έργο;

Ξεκάθαρα από το βιβλίο. Έχουμε κρατήσει τη γραφή του Μαν. Βέβαια, όταν μιλάμε για απόδοση εννοείται πως ο καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να το διαβάσει με τον δικό του τρόπο αλλιώς ο θεατής θα μπορούσε κάλλιστα να διαβάσει τη νουβέλα. Στη δική μας περίπτωση ο λόγος του συγγραφέα είναι πολύτιμος. Η κινηματογραφική ποίηση του Βισκόντι δένει άψογα με τις εικόνες, τη φωτογραφία και την αισθητική. Εμείς αυτό που κάνουμε μέσα από τον λόγο του συγγραφέα και με τη δουλειά που έγινε με τους ηθοποιούς δοκιμάζουμε να αναδυθεί ο ποιητικός πυρήνας του έργου προσπαθώντας να εμπλέξουμε όλες τις αισθήσεις του θεατή. Ο ήχος παίζει έναν ρόλο ταξιδευτή από την αρχή της παράστασης. Είναι σαν να σε γραπώνει ένα ηχητικό τοπίο που σε κρατά μέχρι το τέλος της παράστασης. Τα υλικά της παράστασης ανοίγονται στην πολιτικότητα της νουβέλας του Τόμας Μαν. Η ανάδειξή της είναι το ζητούμενο. Χωρίς εκείνη έχουμε μια απλή, συνηθισμένη, ρομαντική ιστορία. Υπάρχει κάτι το μαγικό στον Θάνατο στη Βενετία. 

Η ποιητικότητα είναι μια εφεύρεση της σκέψης. Μια ανακάλυψη που αναδεικνύει ακόμα και το ασήμαντο; 

Θα δώσω μια εικόνα. Ήμουν στο καράβι τον περασμένο χειμώνα. Πήγαινα στην Αμοργό. Έχω «πετριά» με το νησί. Ήταν ένας τύπος στην πρύμνη του καραβιού που απλά κοιτούσε τη θάλασσα. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, σε μια συνηθισμένη στιγμή. Και όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Βρισκόμουν λίγο πίσω του. Το φως ήταν περίεργο. Ήταν κόντρα. Η εικόνα μου άρεσε πολύ. Την έβγαλα φωτογραφία. Αν αφαιρούσαμε το φως απλά θα ήταν ένας άνθρωπος που κοιτούσε κάπου. Το λέω αυτό γιατί τα πάντα έχουν να κάνουν με την οπτική που βλέπουμε τα πράγματα. Έναν θάνατο σαν αυτόν που έχει ο ήρωας Γκούσταφ φον Άσενμπαχ, αν τον θεωρούσαμε ρεαλιστικά, θα μιλούσαμε για έναν θάνατο άνδρα μεσήλικα στη διάρκεια μιας πανδημίας. Το ίδιο συμβάν μέσα από την ποιητική του πλευρά μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα ολόκληρο υπαρξιακό ταξίδι. Αυτό κάνει ο Τόμας Μαν. Και αυτή η διάσταση κάνει το έργο του μεγάλο. Ο συγγραφέας θέλει να μιλήσει για κάτι πιο βαθύ από την επιθυμία ενός ώριμου άνδρα για ένα νεότερο, πανέμορφο, αγόρι από την Πολωνία. Το πρόσωπο που ερωτεύεται δεν είναι ο όμορφος νέος άνδρας αλλά ο ίδιος ο θάνατος. Αυτό έχουμε αναδείξει στην παράσταση.    

Ο Βισκόντι στον Θάνατο στη Βενετία μάς παρουσιάζει την παρακμή της αστικής τάξης. Το στοιχείο αυτό, ενυπάρχει στην παράσταση; Δοκίμασες να τη συνδέσεις με το παρόν; 

Αν εννοείτε την πολιτική σύνδεση όχι. Δεν υπάρχει τέτοια σύνδεση. Η διαδρομή που έχουμε ακολουθήσει στην παράσταση ήταν βαθιά υπαρξιακή. Αν ήθελα να μιλήσω πολιτικά μέσα από το θέατρο ίσως να διάλεγα άλλο έργο, ένα άλλο κείμενο. Ο Θάνατος στην Βενετία έχει τη δική του σημασία, τη δική του οντότητα, ακουμπά μια πιο ευαίσθητη χορδή.

Η θεατρική μεταφορά του έργου ήταν δική σου ιδέα ;

Ναι. Είμαι από τους λίγους που διάβασαν πρώτα τη νουβέλα και μετά είδαν την ταινία. 

Πού τη διάβασες; 

Ένα καλοκαίρι, σε μια παραλία στην Αμοργό. Και όταν τελείωσα το βιβλίο θυμάμαι πως λειτουργούσαν όλες μου οι αισθήσεις. Ο τόπος που βρισκόμουν, η θερμοκρασία του ήλιου, η ησυχία, η άμμος που ακουμπούσε τα πόδια μου, το άκουσμα των κυμάτων, όλα αυτά λειτούργησαν ενισχυτικά για το ταξίδι που έκανα μέσω του συγγραφέα. Εκεί και τότε κατάλαβα πως θα ενδιέφερε πάρα πολύ να προσπαθήσω να εμπλέξω τον θεατή της παράστασης με τον ίδιο τρόπο που είχα εμπλακεί και εγώ με το κείμενο του Τόμας Μαν. Κάθε αίσθησή μου ήταν προσαρμοσμένη ταυτόχρονα στο κείμενο και το περιβάλλον που το διάβασα.

Πως αποδίδεις σκηνικά αυτές τις αισθήσεις; 

Ο Άισενμπαχ, ο πρωταγωνιστής της παράστασης, έχει αποφασίσει να θα θυσιαστεί για χάρη της νεότητας και του κάλλους. Επιζητά με όλες του τις δυνάμεις να αντικρίσει την ομορφιά. Για μένα αυτό είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Είναι μεγάλη η περίοδος που νομίζω ότι έχουμε ξεχάσει πώς ορίζεται η πραγματική ομορφιά. Τι πάει να πει ομορφιά; Τι πάει να πει σέξι; Τι είναι κάλλος; Οι έννοιες έχουν μπει σε μια πολύ μπερδεμένη ζώνη. Μόνο η μεγάλη τέχνη και τα κλασικά κείμενα μπορούν να δώσουν λύσεις.

Υπάρχει μεγάλη τέχνη στην εποχή μας; 

Θ’ ακουστώ μίζερος αν πω όχι; 

Φυσικά και όχι…

Θέλω να πιστεύω πως υπάρχει. Δε θέλω ν’ ακουστώ απαισιόδοξος. Βέβαια είναι άλλο το τι μου αρέσει να πιστεύω και το ποια είναι η πραγματικότητα.

Ας ασχοληθούμε με την πραγματικότητα. 

Σε ό,τι αφορά το θέατρο, ζούμε στην εποχή που δεν υπάρχει ουσιαστικό ρεύμα. Όλα έχουν γίνει στο παρελθόν. Στα χρόνια της κρίσης επιστρέψαμε σε μια δραματουργία που αφορούσε την ελληνική ταυτότητα. Κάτι που τη δεκαετία του 90 ήταν ανήκουστο. Πιστεύω πολύ στο ταλέντο νέων δημιουργών. Δεν πιστεύω πως υπάρχει ένα νέο ρεύμα, μια καλλιτεχνική τάση στο θέατρο που έρχεται με φόρα για να συμπαρασύρει τα πάντα. 

Ξεχωρίζεις κάποιους νέους δημιουργούς;

Πολλούς, πάρα πολλούς. Κοίτα, αρχικά στο θεατρικό – συγγραφικό επίπεδο μου αρέσει ο Βασίλης Μαγουλιώτης. Πιστεύω πως έχει μέλλον στη δραματουργία και ορθή ματιά. Μου αρέσει πολύ το θέατρο που προτείνουν ο Ανέστης Αζάς, η Σεσίλ Μικρούτσικου και ο Νίκος Καραθάνος. Τώρα, από εκεί και πέρα, μπορεί να σου πω το μόνο ρεύμα που υπάρχει και είναι ζωντανό, είναι το hip – hop στη μουσική. 

Hip – Hop υπάρχει στο θέατρο; 

Hip – Hop στο θέατρο είναι όλες οι νέες ομάδες που κάνουν devised θέατρο και προτείνουν κάτι με τον δικό τους λόγο, τη δική τους μούρλα. Για μένα η δημοκρατία του Μπακλαβά ήταν μια παράσταση που είχε αυτή ακριβώς την έκφραση. Μια ομάδα νέων δημιουργών που μπήκε σε μια διαδικασία να προτείνει δραματουργία, λόγο και σκηνοθετικό τρόπο. 

Είπες προηγουμένως για την «πετριά» που έχεις με την Αμοργό. Πότε συστηθήκατε;

Πρώτη φορά πρέπει να ήταν το 2017 ή το 2018. Την πρώτη φορά έμεινα σ’ ένα κάμπινγκ στα Κατάπολα. Οι πρώτες δύο μέρες ήρθαν και έφυγαν με μένα να αναρωτιέμαι: “Αυτό είναι τελικά όλο;” Και το Απέραντο Γαλάζιο που έλεγαν ήταν απλά ένας μύθος; Κάποια στιγμή ανέβηκα πάνω στη χώρα και αυτό ήταν. Μαγεύτηκα. Μετά άρχισα να ανακαλύπτω γνωστές και άγνωστες παραλίες. Με το πέρασμα του χρόνου η ομορφιά του νησιού κλιμακωνόταν. Ένιωσα ερωτευμένος με την πρωτόγονη ομορφιά και την ενέργειά του. Είναι λίγοι οι τόποι που μπορούν να στο προκαλέσουν αυτό. Απλά μαγεύτηκα με την Αμοργό. 

Η μαγεία δεν έφυγε στο πέρασμα του χρόνου; 

Το αντίθετο. Συνεχίστηκε και διαμορφώθηκε. Πια πηγαίνω στην Αμοργό και τον χειμώνα. Ίσως την προτιμώ τότε από το καλοκαίρι. Τις φορές που είμαι στο νησί μού βγαίνει η διάθεση να γράψω. Μπορεί να είναι μια παράγραφος, ένα ποιητικό τσιτάτο ή μια σκέψη. Ό,τι και αν είναι, εκείνος ο τόπος μού το προκαλεί αυτό. Δε θεωρώ τον εαυτό μου θρήσκο αλλά κάποιος Θεός έφτιαξε όσα βλέπω εκεί. Όποτε πάω μόνος χειμώνα εκεί ανοίγει η ψυχή μου άμεσα. Έχω πάει στην Αμοργό για μια και μόνο μέρα.

Η μητέρα σου -Φιλαρέτη Κομνηνού- είναι ηθοποιός. Θεωρείς αυτονόητη συνέχεια την είσοδο σου στο θέατρο; 

Η μητέρα μου είναι ηθοποιός αλλά ένας φίλος στη Θεσσαλονίκη, σε πρώτο επίπεδο, με έσπρωξε στο θέατρο. Ίσως είχε διακρίνει την εκφραστική μου ανάγκη μέσω της τέχνης. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που έρχονταν ο Βουτσινάς, ηθοποιοί του κρατικού θεάτρου. Πιτσιρικάς ήμουν το παιδί της συναδέλφου που κυκλοφορούσε ανέμελο στα παρασκήνια. Όλο αυτό το βίωμα άρχισα να το κάνω κώδικα παράστασης. Στον «Επιθεωρητή» υπήρχαν πολλές από τις προσλαμβάνουσες εικόνες που είχα ως παιδί. Μπήκα στο θέατρο όταν ήμουν έτοιμος να δοκιμαστώ. Πάντα έλεγα πως αν κάνω κάτι σωστά θα φανερωθεί στον χρόνο. Το κοινό θα μου δείξει αν θα πάω παρακάτω. Δε θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά σώνει και καλά. Δεν την θωρώ μέσα από μια ματαιόδοξη γωνία. Μπήκα στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 2003 προς 2004. Διέκοψα να πάω φαντάρος και τελείωσα το 2007. Έκανα την «Ωραία του Πέραν» στο Δώμα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ήταν μια προσωπική δουλειά. Σε ένα μικρό θέατρο 30 θέσεων. Η παράσταση λειτούργησε απελευθερωτικά για μένα, ήταν ένα βάλσαμο για την ψυχή μου ανεβάζοντας ένα ελληνικό λαϊκό ρομάντζο.   

Πώς θα ήθελες να δεις τον εαυτό σου στο μέλλον; Ως σκηνοθέτη ή ως ηθοποιό;

Νομίζω ως σκηνοθέτη. Θα ήθελα κάποια στιγμή να τολμήσω και το επόμενο βήμα, να παίξω σε παράσταση που σκηνοθετώ. Ηθοποιός έχω σπουδάσει. Πάντα θα είμαι ηθοποιός, όμως η οριστική λειτουργία που έχεις όταν σκηνοθετείς παράσταση είναι κάτι που μου δίνει την ελευθερία να είμαι δημιουργικός όσο η φαντασία μου. Όταν σκηνοθετώ το κάνω ως ηθοποιός. Αυτή η ιδιότητα μού δίνει την ευκαιρία  να μπαίνω στο πετσί των ηθοποιών που με εμπιστεύονται. Περνώντας από το σκηνοθετικό τιμόνι γίνεσαι ταυτόχρονα δάσκαλος, ψυχολόγος, γονιός. Είναι επίπονη η σκηνοθεσία. Πιο στρεσογόνος διαδικασία δεν υπάρχει. Είναι επίπονο, κάθε φορά που σκηνοθετώ διαλύομαι μετά. Δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια ακόμα και όταν προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως όλα πάνε στη βάση του προγραμματισμού.

Η επαγγελματική σου ζωή είναι και προσωπική σου ζωή;

Προσπαθώ να τα διαχωρίσω. Όταν η ισορροπία χάνεται χρειάζεται να δεις έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο.

Έχεις δοκιμάσει τη ψυχοθεραπεία; 

Φυσικά. 

Συνεχίζεις; 

Όχι, ο κύκλος της έκλεισε 

Τι ήταν αυτό που σου έμαθε; 

Κατάλαβα πολλά πράγματα που αφορούν τη σχέση μου με το θέατρο. Έκανα ένα ριμπούτ και μετά συνειδητοποίησα ότι πρέπει να βάλω κάποιες κόκκινες γραμμές για να μπορώ να συνεχίσω τη δουλειά που λατρεύω, χωρίς να νιώθω πως βάζω σε κίνδυνο τους ανθρώπους που είναι γύρω μου.

Σχέδια για το καλοκαίρι;

Τρείς μήνες Αμοργό!

Θέατρο Πορεία
Τόμας Μαν – Θάνατος στη Βενετία

Διασκευή: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαγεωργίου
Δραματουργική επεξεργασία: Eρι Κύργια, Γιώργος Παπαγεωργίου
Σκηνικά – Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Σύνθεση ηχοτοπίων: Βαγγέλης Τούντας
Κίνηση: Σεσίλ Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Επιστημονικός Σύμβουλος: Αντώνης Γαλέος
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Πασπαράκη
Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Αλέγια Παπαγεωργίου
Σχεδιασμός κομμώσεων: Θωμάς Γαλαζούλας
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Οlga Faleichyk
Βίντεο παράστασης – Trailer: Γιώργος Ζώης
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Διανομή
Νίκος Χατζόπουλος
Γιάννης Λεάκος
Ορέστης Χαλκιάς /Δημήτρης Κίτσος*
Γρηγορία Μεθενίτη
Γιάννης Μαστρογιάννης
*Τον ρόλο του Ορέστη Χαλκιά, από τις 12 Απριλίου, αναλαμβάνει ο Δημήτρης Κίτσος.
Στο βίντεο της παράστασης εμφανίζεται ο Ραφαήλ Παρασκευόπουλος.

Ημέρες-ώρες παραστάσεων:
Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη στις 21:00, Τετάρτη στις 18:00
Διάρκεια: 90 λεπτά, χωρίς διάλειμμα
Τιμές Εισιτηρίων:
Τετάρτη (λαϊκή) VIP ζώνη: 20 ευρώ, Α’, Β’, Γ’ ζώνη: 15 ευρώ
Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη: VIP ζώνη: 25 ευρώ, A’ ζώνη: 20 ευρώ, Β’ ζώνη: 17 ευρώ, Γ’ ζώνη: 15 ευρώ,
Εκπτωτικά εισιτήρια**: Senior (άνω των 65): 17 ευρώ, φοιτητικό, νεανικό (κάτω των 22), ανέργων:
15 ευρώ, ΑΜΕΑ (67% και άνω), με την επίδειξη βεβαίωσης αναπηρίας: 12 ευρώ
Κάθε Δευτέρα: Νεανικό (κάτω των 22), κάτοικος γειτονιάς: 12 ευρώ, παρέα 5-9 άτομα: 15 ευρώ
**Σε συγκεκριμένες θέσεις με σειρά προτεραιότητας, απαραίτητη είναι η επικοινωνία με το ταμείο
του θεάτρου για τα εισιτήρια ΑΜΕΑ.
Ισχύουν ειδικές τιμές για ομαδικές κρατήσεις
Παραγωγή Θέατρο Πορεία, συμπαραγωγή Goo Theater Company
Site & αγορά εισιτηρίων: https://poreiatheatre.com/plays/8anatos-sth-benetia/
Trailer: https://youtu.be/I2oPZDCeeOc

ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΕΙΑ
www.poreiatheatre.com
Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69
Πλατεία Βικτωρίας