κείμενο Θανάσης Μουτσόπουλος*

Η τέχνη στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ: η άνοδος και η πτώση του φαινομένου του lifestyle

Κατά έναν παράδοξο τρόπο το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα είναι πιο επίκαιρο από οποιαδήποτε στιγμή τα τελευταία 25 χρόνια…

Μεταβλήθηκε η πατρίδα μας σε ξέφραγο αμπέλι, για να διαβρωθεί η οικονομία μας από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και της Δύσης, με τη συνεργασία πάντα του ντόπιου μεταπρατικού κεφαλαίου. […]Βασικός κυριαρχικός στόχος του Κινήματος είναι η δημιουργία πολιτείας απαλλαγμένης από ξένο έλεγχο ή επεμβάσεις, πολιτείας απαλλαγμένης από έλεγχο ή επιρροή της οικονομικής ολιγαρχίας, πολιτείας ταγμένης στην προστασία του Έθνους και στην υπηρεσία του Λαού. […] Μα είναι ταυτόχρονα συνυφασμένη με την απαλλαγή της οικονομίας μας από τον έλεγχο του ξένου μονοπωλιακού και ντόπιου μεταπρατικού κεφαλαίου που διαμορφώνει την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική μας πορεία, σύμφωνα με τα συμφέροντα όχι του Λαού αλλά της οικονομικής ολιγαρχίας. […] Και βέβαια πρέπει η Ελλάδα να αποχωρήσει και από το στρατιωτικό και από το πολιτικό ΝΑΤΟ. Και βέβαια πρέπει να ακυρωθούν όλες οι διμερείς συμφωνίες που έχουν επιτρέψει στο Πεντάγωνο να μετατρέψει την Ελλάδα σε ορμητήριο για την προώθηση της επεκτατικής του πολιτικής. […]Μα πίσω από το ΝΑΤΟ, πίσω από τις αμερικάνικες βάσεις είναι οι μονοπωλιακές πολυεθνικές επιχειρήσεις και τα ντόπια υποκατάστατά τους. Γι’ αυτό η κοινωνική απελευθέρωση, ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, αποτελεί το θεμέλιο λίθο του Κινήματός μας. […] Για να απολαμβάνει ο αγρότης το προϊόν του ιδρώτα του και της γης του, για να απολαμβάνει ο εργάτης, ο βιοτέχνης, ο μισθωτός, ο υπάλληλος, ο απλός Έλληνας, το προϊόν του μόχθου του. Για να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η εντυπωσιακή εισοδηματική ανισότητα ανάμεσα σε γεωγραφικές περιφέρειες και κοινωνικά στρώματα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Ελλάδα. […] Επιδιώκεται η κοινωνική απελευθέρωση του εργαζόμενου Ελληνικού Λαού, που μακροπρόθεσμα ταυτίζεται με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτή η πορεία προϋποθέτει για το σήμερα: α. Την κοινωνικοποίηση του χρηματοδοτικού συστήματος στο σύνολό του, των βασικών μονάδων παραγωγής, καθώς και του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. […]Μια καινούργια παιδεία για να καταργηθούν οι φραγμοί που εμποδίζουν το πλάτεμα της γνώσης και για να δημιουργηθούν ελεύθερα σκεπτόμενοι και κοινωνικά υπεύθυνοι πολίτες. Η παιδεία είναι ευθύνη του κοινωνικού συνόλου. Η ιδιωτική εκπαίδευση καταργείται.

Η Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη: Ιδρυτική διακήρυξη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος – 3 Σεπτεμβρίου 1974

Η αγγλική λέξη lifestyle υιοθετήθηκε από τη νέα ελληνική γλώσσα ως λαϊφστάιλ, με το αρχικό νόημά της παραλλαγμένο. Στην πραγματικότητα, σηματοδοτεί το νόημα Glamorous Lifestyle, την προβολή και υποταγή στις αξίες μια ζωής χλιδάτης, με κύριες αξίες τη διασημότητα και το χρήμα.

Πολύ δύσκολα ταυτίζει κανείς κάτι τέτοιο με την ιδρυτική διακήρυξη του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος από το 1974, ούτε καν με την προεκλογική εκστρατεία του 1981, που οδήγησε το κόμμα στην εξουσία για πρώτη φορά. Έμελλε να κυβερνήσει, σχεδόν αδιάλειπτα, για τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Κι όμως, κάπου στα τέλη της πρώτης δεκαετίας διακυβέρνησης από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έγινε σαφές ότι θα είναι το κυρίαρχο μοτίβο στην ελλαδική κοινωνία.

• Τα 80s: τα επαναστατικά χρόνια

Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατέλαβε την εξουσία οκτώ χρόνια μετά την ιδρυτική του διακήρυξη. Για ένα μικρό, αρχικό διάστημα στη διακυβέρνησή του, κράτησε το περιεχόμενό της ορατό και συνυφασμένο με την αισθητική και ιδεολογική του ταυτότητα.

Και η αλήθεια είναι ότι το κείμενο αυτό ήταν μια ιστορική ριζοσπαστική διακήρυξη που καθόρισε τη Μεταπολίτευση: μεταξύ άλλων, ζητούσε με αιχμηρή γλώσσα την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και την κοινωνικοποίηση της οικονομίας, καθώς επίσης διατύπωνε για πρώτη φορά το περιβόητο τετράπτυχο του κόμματος – εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική απελευθέρωση και δημοκρατική διαδικασία – το οποίο αργότερα έχασε, χάριν συντομίας, το τελευταίο σκέλος του. Δεν θα περάσουν όμως πολλά χρόνια μέχρι να φανεί με σαφήνεια ότι λίγα από τα παραπάνω θ’ απασχολούσαν τη διακυβέρνηση του…

Με το ξεκίνημα της νέας δεκαετίας είχε γίνει σαφές ότι δεν υπήρχε πλέον έδαφος για “underground” καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Οι πρωταγωνιστές της αντικουλτούρας της προηγούμενης περιόδου επέλεξαν πολύ διαφορετικές στάσεις για να αντιμετωπίσουν την καινούργια πραγματικότητα.

Κάποιοι επέλεξαν τη φυγή από την Αθήνα και την απομόνωση, άλλοι προτίμησαν να μετασχηματίσουν τη δουλειά τους μέσα στο “κανονικό” σύστημα της τέχνης, άλλοι -σχεδιαστές κόμικς- συμμετείχαν ενεργά στη διαμόρφωση μιας νέας κουλτούρας ενήλικου κόμικ που ξεκινούσε από τα νέου τύπου έντυπα όπως η Κολούμπρα, το Μαμούθ και, κυρίως, η επιδραστική και μακρόβια Βαβέλ (της οποίας παραφυάδα θα είναι το περιοδικό και εκδόσεις Παρά Πέντε).

Φυσικά, σε μια εποχή άκρατου οπορτουνισμού που απέρριπτε όλα τα παλιότερα ιδανικά, δεν θα μπορούσαν να λείψουν και περιπτώσεις καλλιτεχνικού οπορτουνισμού και έτσι είδαμε δημιουργούς του προηγούμενου underground ν’ αγκαλιάζουν με ζέση τα ιδανικά του πλουτισμού και το νέο λαϊφστάιλ.

Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η κατάρρευση που επακολούθησε τους έφερε πίσω στους εναλλακτικούς δρόμους, όταν πια τα περιθώρια mainstream καριέρας είχαν στερέψει.

Σε κάτι τέτοιες αποφάσεις αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία της στάσης ανθρώπων όπως ο Λεωνίδας Χρηστάκης, οι οποίοι έκαιγαν τις γέφυρες με το κατεστημένο από επιλογή και όχι από μειωμένες ικανότητες.

Ίσως η αιτία που το underground παύει να υφίσταται κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, είναι πιθανότατα η ίδια η διακυβέρνηση από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Το γεγονός ότι για πρώτη φορά η χώρα έχει αριστερή κυβέρνηση και μια πρωτοφανή, για τα εγχώρια δεδομένα, ελευθερία έκφρασης θα προκαλέσει οντολογικές κρίσεις τόσο στις κάθε μορφής παραφυάδες της αριστεράς (“πώς είναι δυνατόν να είμαστε και στην εξουσία και να διεκδικούμε την επανάσταση;”) αλλά και στους συνεχιστές του δικτατορικού και μεταπολιτευτικού underground (“πώς κάνεις underground όταν δεν κινδυνεύεις από τον εισαγγελέα;”).

Το άλλο συνεπακόλουθο της διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα είναι η ένταξη σε κρατικά πόστα ή ευρύτερες κατεστημένες θέσεις ανθρώπων που πριν βρισκόντουσαν στο απόλυτο περιθώριο με αποτέλεσμα, συχνά, αυτό να έχει επιπτώσεις στη φύση και την αισθητική της δουλειάς τους.

Με άλλα λόγια, όταν το κόμμα κερδίζει για δεύτερη φορά την εξουσία το 1985, θα έχουν μείνει ελάχιστοι να σηκώνουν το λάβαρο του underground: ο εξής ένας (φυσικά) Λεωνίδας Χρηστάκης που θα συνεχίζει ηρωικά την έκδοση ενός Ιδεοδρόμιου που μοιάζει όλο και περισσότερο εκτός εποχής, οι νεότεροι Βλάσσης Ρασσιάς και Κώστας Μανδηλάς με την Ανοιχτή Πόλη θα είναι από τις πιο συνεπείς εκδοχές 80s underground, ενώ, την ίδια εποχή, ο Τέος Ρόμβος θα έχει αποσυρθεί στη Σύρο και πολλοί από τους καλλιτέχνες και σχεδιαστές των 70s εντύπων θα έχουν ενταχθεί σε πιο mainstream σχήματα.

Όμως, οι γκαλερί παρέμεναν σχεδόν αποπνικτικοί χώροι σοβαροφάνειας. Οι κυρίες που, κατά κανόνα, τις συντηρούσαν, πρόβαλλαν αν όχι αποκλειστικά τα ίδια τα μοτίβα της γενιάς του ’30 ή της μεταπολεμικής τέχνης, τότε -ασθμαίνοντας- κάποιες από τις παριζιάνικες τάσεις. Όμως, στη σοσιαλιστική Ελλάδα των 80s είχε διαφανεί μια σαφής αλλαγή: ο πολιτισμός και η τέχνη ήταν πλέον υπόθεση (και) του κράτους.

Οι Μπιενάλε των Νέων του Μεσογείου ήταν το κατεξοχήν πεδίο δράσης της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς του Γιώργου (Γιωργάκη) Παπανδρέου.

Όταν η Θεσσαλονίκη ανέλαβε τη διοργάνωσή της το 1986 ήταν η ευκαιρία για μια τεράστια φιέστα-δείγμα γραφής της νέας διακυβέρνησης.

Για την επιλογή των νέων εικαστικών που θα εκπροσωπούσαν τη χώρα, συγκρούστηκαν οι σπάθες του Νίκου Κεσσανλή και του Δημήτρη Μυταρά.

Τα επόμενα χρόνια αυτές οι συγκρούσεις θα σηματοδοτήσουν αυτού του τύπου τις διοργανώσεις. Αυτές, και οι άλλες αντίστοιχες, πάλι του Κεσσανλή και της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης και καθηγήτριας της Ιστορίας της Τέχνης, Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, θα διχάσουν και θα πολώσουν την εικαστική κοινή γνώμη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, η εικαστική σκηνή στην Αθήνα των ’80s εμφάνιζε σημεία σοβαρής κόπωσης. Τα κύρια ανησυχητικά σημεία ήταν ο κομφορμισμός, η μεγαλοσχημία και η σοβαροφάνεια, μορφολογικά δε η επικράτηση μιας εξπρεσιονιστικής “ζωγραφικίλας” της άγριας πινελιάς.

Μέσα στις αίθουσες της Α.Σ.Κ.Τ. οι επίγονοι του Σεζάν ακόμη καλά κρατούσαν παρά τον νέο αέρα που έφεραν κάποια εργαστήρια, όπως αυτό του Νίκου Κεσσανλή.

Οι κατευθύνσεις αυτές οδήγησαν σε μια σύγκρουση όταν δύο ταυτόχρονες “γενιές του ’80” εμφανίστηκαν παράλληλα στο προσκήνιο.

Οι μεν συνεχιστές της Arte Povera και των πρωτοποριών του ΄60 συσπειρώθηκαν γύρω από τη γκαλερί ARTIO (πολλοί απ’ αυτούς μαθητές του Νίκου Κεσσανλή) ενώ οι δε επανέφεραν μια έντονα αναπαραστατική ζωγραφική και εκπροσωπήθηκαν από τη γκαλερί Αίθουσα Τέχνης Αθηνών (πολλοί απ’ αυτούς μαθητές των Μόραλη, Μυταρά στην Α.Σ.Κ.Τ. και του Cremonini στο Παρίσι).

Δύο ομάδες εικαστικών, που και οι δύο (αυτο)αποκαλούνται “γενιά του ’80”, παρουσιάστηκαν εκείνη την εποχή, εκπροσωπώντας κάτι τελείως διαφορετικό, σε ευθεία ή τεθλασμένη σχέση με τους δασκάλους της. Η πρώτη εκπροσωπήθηκε κυρίως από τη γκαλερί ARTIO και έφερε τα ξεκάθαρα σημάδια της κληρονομιάς του μοντερνισμού του ’60, της Arte Povera και της informel τέχνης, ειδικότερα, συχνά όμως εμπλουτισμένα με στοιχεία ιθαγένειας (κυρίως στους Πάνο Χαραλάμπους, Μάριο Σπηλιόπουλο και τον, νεότερο, Νίκο Χαραλαμπίδη.

Η δεύτερη αποτελούσε μια ομάδα νέων ζωγράφων προσκολλημένων στην αναπαραστατική απεικόνιση, συχνά απόφοιτοι του εργαστηρίου του Leonardo Cremonini στην École des Beaux Arts του Παρισιού (αφού είχαν τελειώσει το εργαστήριο Μόραλη/Μυταρά στην Α.Σ.Κ.Τ.) και εκμεταλλεύτηκαν την εύνοια της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης, την κυριαρχία του Μεταμοντερνισμού και την αποστροφή του κοινού προς τις ακραίες μορφές του μοντερνισμού και των μέσων του. Κατά έναν περίεργο τρόπο, και οι δύο ομάδες θα χαρακτηρίσουν, τελείως διαφορετικά, την ταραγμένη αυτή εποχή.

Τότε, στα τέλη της δεκαετίας, η δεξιά ετοιμάζεται για την (πολύ σύντομη, όπως θ’ αποδειχτεί) επιστροφή της στην εξουσία. Ήδη κατέχει τους μεγάλους δήμους της χώρας και, όπως ο Chirac στη Γαλλία, επιχειρεί ν’ αλώσει το κάστρο της κεντρικής εξουσίας, μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης και, αργότερα, της ιδιωτικής ραδιοφωνίας.

Σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου δεξιός πολιτικός εκφράζει άποψη για τον πολιτισμό, και ιδιαίτερα για τα εικαστικά, ο Μιλτιάδης Έβερτ χρησιμοποιεί τη λαϊκότροπη φασιανίζουσα ζωγραφική του Γιώργου Σταθόπουλου για την προεκλογική του καμπάνια.

Όμως, το κυρίαρχο καθεστωτικό έργο, πρωτοφανές σε κλίμακα για τα ελλαδικά δεδομένα της εποχής, θα είναι ο “Δρομέας” του Κώστα Βαρώτσου, ο οποίος θα τοποθετηθεί αρχικά στην Ομόνοια και, στη συνέχεια, μπροστά από το Χίλτον. «Όλοι μας λένε ότι τα κάναμε γυαλιά καρφιά, εμείς με τα σπασμένα γυαλιά φτιάχναμε τον Δρομέα..» Με αυτά τα λόγια ο Μιλτιάδης Έβερτ άρχισε την ομιλία του την ημέρα των εγκαινίων του Δρομέα.

• Τα 90s: η υπόσχεση της ευτυχίας

Η δεκαετία ξεκινάει με την κυβέρνηση Μητσοτάκη η οποία θα επιβεβαιώσει την πεποίθηση που είχαμε από την Καραμανλική διακυβέρνηση των 70s ότι η δεξιά δεν ενδιαφέρεται ή δεν κατανοεί τον πολιτισμό.

Τον Οκτώβριο του 1993 και μετά την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε αθώο λόγω αμφιβολιών με ψήφους 7 προς 6 τον Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία με ποσοστό 47%. Ο Ανδρέας Παπανδρέου σχημάτισε νέα κυβέρνηση.

Η τελευταία επιστροφή του στην εξουσία το 1993 για τρία χρόνια, θα είναι αμήχανη, λόγω κυρίως της εύθραυστης υγείας του.

Τον Οκτώβριο του 1995 το ΠΑ.ΣΟ.Κ. εισήλθε σε μία κρίσιμη περίοδο εντάσεων και εσωκομματικών τριβών, καθώς από την Κεντρική Επιτροπή παραιτήθηκε ο Δημήτρης Τσοβόλας, για να ιδρύσει αργότερα το ΔΗ.Κ.ΚΙ.. Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής εξελέγη ο Κώστας Σκανδαλίδης, μετά την είσοδο του Άκη Τσοχατζόπουλου στην κυβέρνηση.

Λίγες μέρες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου εισήλθε στο Ωνάσειο καρδιοχειρουργικό νοσοκομείο μετά από νέα κρίση της υγείας του.

Στις 23 Ιουνίου 1996 πεθαίνει και πολλοί πιστεύουν ότι, μαζί του, πεθαίνει μια εποχή και ξημερώνει μια καινούργια (στην πραγματικότητα αυτό θα γίνει σαφές μόνον δεκαέξι χρόνια μετά, όταν οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 θα μετασχηματίσουν τις πολιτικές ισορροπίες της μεταπολίτευσης). Πρωθυπουργός γίνεται ο “εκσυγχρονιστής” Κώστας Σημίτης.

Εκείνη τη χρονιά το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα πολίτη έμοιαζε υψηλότερο από ποτέ. Το ευρωπαϊκό του όραμα το ίδιο. Μπορεί να είχαμε αποτύχει να αναλάβουμε την Ολυμπιάδα της εκατονταετηρίδας εκείνη τη χρονιά, όμως τον επόμενο χρόνο θα αναλαμβάναμε τη διοργάνωση της Ολυμπιάδας του 2004.

Η αντικατάσταση της τριτοκοσμικής και πληθωριστικής δραχμής με το ευρωπαϊκό νόμισμα ήταν μόνον πέντε χρόνια μακριά. Η ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. από τον Κώστα Σημίτη το 1996 (που θα διαρκέσει έως το 2004) θα αποτελέσει ίσως την πιο δραστήρια εμπλοκή του ελλαδικού κράτους με τη σύγχρονη τέχνη στη μεταπολεμική ιστορία, με κυριότερο σταθμό το προσωπικό ενδιαφέρον του πρωθυπουργού για την έκθεση Outlook, την πιο ακριβή κρατική παραγωγή σύγχρονης καλλιτεχνικής έκθεσης στην ιστορία.

Στην Αθήνα άρχισαν ν’ ανοίγουν κάποιες “νέου τύπου” γκαλερί. Νέου τύπου γιατί -κάτω από την κλιμακούμενη επιρροή της New British Art (Νέας Βρετανικής Τέχνης)– αποδομούσαν το παλιό μοντέλο της παραδοσιακής γκαλερί της περιοχής του Κολωνακίου με την ξανθιά ιδιοκτήτρια με το σκυλάκι πεκινουά, για ένα καινούργιο, πιο φιλικό προς τα ποπ μίντια (σε λίγα χρόνια θα τα μετονομάζαμε σε lifestyle).

Παρατηρώντας αυτούς τους νέους (άρχισε να σαρανταρίζει το πρώτο κύμα) δυσκολεύεται κανείς να καταλάβει ποια είναι η κινητήρια δύναμη που προκαλεί την εμμονή τους να πετύχουν, πέρα από την ίδια την ικανοποίηση της επιτυχίας. Είναι βέβαιο ότι απέχουμε πολύ πια από το μοντέλο του ρομαντικού καλλιτέχνη που κλείνεται στη σοφίτα του ζωγραφίζοντας κάνοντας κάθε είδους καταχρήσεις. Όμως το μοντέλο εδώ, ένα μοντέλο μετροσέξουαλ που αφιερώνει ώρες ατελείωτες της καθημερινότητάς του κλείνοντας ραντεβού και κάνοντας PR, είναι τελικά τρομακτικό γιατί τον φέρνει τόσο κοντά με τον γιάπη του χρηματιστηρίου (υπό εξαφάνιση κι αυτό το μοντέλο).

Η αλήθεια είναι ότι, συχνά, τα έργα βγαίνουν εύκολα σήμερα -κάτι που αφήνει άπλετο χρόνο για να ασχοληθείς με άλλα πράγματα.

Σήμερα η νέα κατάσταση επιβάλλει πολύ περισσότερη σημασία στην προώθηση (promotion) του καλλιτεχνικού προϊόντος παρά στην παραγωγή του. Mailing lists, press kits, δεξιώσεις, πάρτυ, sponsoring, χορηγοί επικοινωνίας,… Στο θέμα των γκαλερί νέα χωροταξικά μοντέλα: (πρώην) υποβαθμισμένες περιοχές όπως το Θησείο ή η Σοφοκλέους και του Ψυρρή, νέες αρχιτεκτονικές τυπολογίες όπως η γκαλερί σε διαμέρισμα ορόφου, “νέα” τέχνη -δηλαδή πιο πολύ βίντεο και εγκαταστάσεις αλλά και ποπ, ανάλαφρα θέματα και, κυρίως, νέες ηλικίες, νέοι καλλιτέχνες (25-).

Μια προσπάθεια να τιναχτεί η σκόνη κι η μούχλα που είχε καλύψει τις παρωχημένες ελαιογραφίες του Κολωνακίου και τους υπεραιωνόβιους (λέμε τώρα) γίγαντες της τέχνης. Η νεότητα στην εξουσία. Η φαντασία στην εξουσία.

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το αγγλοσαξονικό κύμα είχε αγγίξει για τα καλά την ελλαδική πρωτεύουσα. Πιθανότατα η διεξαγωγή της έκθεσης Everything that’s Interesting is New: The Dakis Joannou Collection, στην Α.Σ.Κ.Τ. το 1996, να σηματοδοτεί στο πολιτισμικό πεδίο ό,τι σηματοδοτούσαν τα Δεκεμβριανά του 1944 στο πολιτικό: την ολοκληρωτική αλλαγή του εγχώριου status quo.

Κανένα άλλο γεγονός πριν ή μετά (τουλάχιστον για 7-8 χρόνια) δεν θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο στην εικαστική σκηνή της Αθήνας, όμως μεμονωμένες προσπάθειες να μας μυήσουν στη νέα αγγλοσαξονική αισθητική είχαν ήδη γίνει από τεχνοκριτικούς (κυρίως του The Art Magazine) και γκαλερί (με πρώτη πιθανόν την Icebox της Βενετίας Καπερνέκα).

Σ’ αυτές τις διεργασίες θα πρέπει ν’ αναζητηθούν οι εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας. Η απόφαση να φιλοξενηθεί η συλλογή του Δάκη Ιωάννου προφανώς βαραίνει τον, τότε, πρύτανη της Α.Σ.Κ.Τ., Νίκο Κεσσανλή.

Πιθανότατα, στο μυαλό του μια τέτοια έκθεση θα λειτουργούσε ως θεραπεία σοκ που θα έβαζε σε λειτουργία νέες διαδικασίες για τη δημιουργία (πιο) σύγχρονης τέχνης.

Όμως είναι δύσκολο σήμερα (ειδικά μετά τα πρόσφατα γεγονότα) να παρακάμψει κανείς την “αποικιοκρατική” διάσταση του εγχειρήματος: κάτι σαν έκτος αμερικάνικος στόλος στο λιμάνι του Πειραιά, ανάμεσα σε ψαροκάικα. Λίγες φωνές αντιτάχθηκαν τότε στο γεγονός, η πιο χαρακτηριστική ίσως αυτή του διδάσκοντα της σχολής, Πάνου Χαραλάμπους.

Νίκος Κεσσανλής

Το φαινόμενο του lifestyle βεβαίως δεν εκπορεύτηκε (αρχικά) από τον τομέα των εικαστικών.

Η εμφάνιση μιντιατικών διάττοντων αστέρων από τον χώρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα διαμορφώσει το κλίμα: Περιοδικά που θα λανσάρει ο Πέτρος Κωστόπουλος, στέλεχος του κόμματος και προσωπικός φίλος ηγετικών στελεχών του, όπως το ΚΛΙΚ (αρχικά) και Nitro (στη συνέχεια) και το “αντίπαλο δέος” των πρώτων, 01 του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, θ’ αποτελέσουν τα αρχέτυπα της οικοδόμησης τόσο των φρη πρες της επόμενης δεκαετίας όσο και του ίδιου του φαινομένου του lifestyle στα χρόνια αυτά.

Το μοντέλο που πρόβαλλαν τα πρώτα ήταν, αρχικά, σχετικά χονδροειδές: νεόπλουτα ιδανικά, ακριβά αμάξια, άνδρες που κάνουν bodybuilding και φωτομοντέλα, ό,τι χρειαζόταν για να σπρώξει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας στον νόμιμο τζόγο και την υπόσχεση πλουτισμού που άφηνε το Χρηματιστήριο, έως την κατάρρευσή του το 2000, επί κυβέρνησης Σημίτη.

Η διαμόρφωση των αισθητικών προτύπων του lifestyle είχε ήδη τροποποιηθεί πριν από το κομβικό αυτό γεγονός: εκτός από τους εργολάβους και τους γιους τους ή τους θαμώνες των σκυλάδικων της παραλιακής που ανοίγανε σαμπάνιες για να καταβρέχουν τις συνοδούς τους με τις μίνι φούστες, υπήρχε και μια άλλη τάξη, όχι λιγότερο νεόπλουτη ουσιαστικά, που διεκδικούσε και αυτή νέες ποιότητες μεγάλης ζωής, σε πιο εκλεπτυσμένες κατευθύνσεις, λόγω μεγαλύτερης μόρφωσης, την παραμονή τους στο Λονδίνο ή την επιλογή μιας άλλης σεξουαλικότητας.

Αυτοί θα αποτελέσουν τη μαγιά για τον γάμο της τέχνης με το lifestyle στις αρχές του νέου αιώνα. O -τότε- εκδότης του περιοδικού ΚΛΙΚ αργότερα (2008) επιχείρησε να κάνει μια ανασκόπηση ενός φαινομένου που, απ’ ό,τι φαίνεται, δημιούργησε άθελα του:

Το Κλικ δεν άντεξε την επιτυχία του. Και σιγά σιγά μεταλλάχτηκε. Και κάπως έτσι, μέσα από τις σελίδες του Κλικ, δημιουργήθηκε η τάση του λεγόμενου «lifestyle», μια τάση που με τον καιρό κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του περιοδικού Τύπου και εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχη μέχρι και σήμερα. Το λάϊφστάϊλ από μόνο του δεν είναι κακό. Μόνο που στην Ελλάδα προσεγγίστηκε με τον τρόπο που προσεγγίζεται σχεδόν το κάθε τι. Επιφανειακά και ευκαιριακά. Τα Αρμάνι και τα Γκούτσι είναι ικανά να ντύσουν το σώμα μας και να μας κάνουν να δείχνουμε πραγματικά ομορφότεροι. Δεν μπορούν να ντύσουν ούτε τον χαρακτήρα ούτε την ψυχή μας. Δεν μπορούμε να είμαστε αυτό που δεν είμαστε και δεν μπορούμε να μην είμαστε αυτό που είμαστε. Το λάϊφστάϊλ έφτιαξε έναν πολύ εντυπωσιακό στην εμφάνιση περιοδικό Τύπο, με ωραία σελιδοποίηση και ακόμη πιο ωραίες φωτογραφίες, δημιούργησε μεγάλες εμπορικές αξίες και μια αγορά εκεί που δεν υπήρχε, αλλά αρκέστηκε σε μια πολύ επιφανειακή δημοσιογραφία και στο κυνήγι της προβολής των διασημοτήτων ανεξαρτήτως ειδικού βάρους . Και μοιραία διαμόρφωσε ένα κοινό με αντίστοιχα χαρακτηριστικά. Στις μέρες μας αυτό το είδος περιοδικού Τύπου έχει εξαντλήσει το οπλοστάσιό του, έχει περάσει στη «βιομηχανοποίηση» της παραγωγής διασημοτήτων, με αποτελέσματα που δεν προξενούν ούτε έκπληξη ούτε ενδιαφέρον. Όπως είναι φυσικό, η μονότονη επανάληψη των ίδιων ή παρόμοιων προσώπων και των ίδιων θεμάτων, έχει γίνει βαρετή ακόμη και για τους πιο φανατικούς αναγνώστες του είδους. Γι αυτούς τους λόγους αλλά και για άλλους που έχουν να κάνουν με τα χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής και την γιγαντιαία μετατόπιση οικονομικών και τεχνολογικών μεγεθών η γυαλιστερή βιομηχανία του λάϊφστάϊλ Τύπου έχει περάσει τα τελευταία χρόνια στην περίοδο των οικονομικών προβλημάτων, που μόνο ο χρόνος θα δείξει αν θα μπορέσει να τα ξεπεράσει.

• Τα 00s: οι ένδοξες μέρες

Ο Δεκέμβρης του 2008 σημαδεύεται από πρωτοφανή βίαια επεισόδια που ακινητοποίησαν το κέντρο της Αθήνας για πολλές εβδομάδες.

Η αφορμή είναι η αδικαιολόγητη δολοφονία ενός ανήλικου μαθητή από αστυνομικό, όμως πολλοί μιλούν για βαθύτερες αιτίες που βρίσκουν στο δυσοίωνο ήδη μέλλον των νέων.

Αρχίζουν σταδιακά κουβέντες για πολιτικά σκάνδαλα τόσο της κυβέρνησης της δεξιάς όσο και παλαιότερα που τότε αποκαλύπτονται.

Η οικονομική κατάρρευση θα γίνει φανερή μόνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η πρώτη δεκαετία του αιώνα θα ξεκινήσει φέρνοντας την αρχή του τέλους της κυβέρνησης Σημίτη και την άνοδο της δεξιάς στην εξουσία μετά από πάνω από μια δεκαετία.

Οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004, η κορύφωση της εθνικής μεγαλομανίας και, πιθανότατα, αιτία για μεγάλο τμήμα της οικονομικής καταστροφής στην οποία οδηγήθηκε η χώρα, προετοιμάστηκαν για χρόνια από την κυβέρνηση Σημίτη αλλά εγκαινιάστηκαν από τον νέο πρωθυπουργό της Νέας Δημοκρατίας, Κώστα Καραμανλή.

Η σταθερή αδιαφορία και η απαξίωση της δεξιάς για τον πολιτισμό διαφαίνεται από την απόφαση του πρωθυπουργού να αναλάβει ο ίδιος το σχετικό υπουργείο, μόνο και μόνο γιατί αυτό είναι ενοποιημένο με το Αθλητισμού, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων.

Σήμερα είναι ευρέως γνωστό ότι το υπουργείο διοικούνταν ουσιαστικά από τον γενικό γραμματέα του, Χρήστο Ζαχόπουλο, στενό συνεργάτη του πρωθυπουργού, που ουσιαστικά παρέκαμπτε συστηματικά και οδήγησε σε παραίτηση τον προϊστάμενό του, υφυπουργό Πέτρο Τατούλη.

Η περίπτωση Ζαχόπουλου, που δραστηριοποιήθηκε έντονα στα (πολυάριθμα) μουσεία της Θεσσαλονίκης, αφήνει μια δυσωδία, τόσο για την πολιτική παράταξη της δεξιάς, όσο και το ίδιο το υπουργείο, που από τότε περνάει συστηματικά σε πολιτικούς που νιώθουν από αδιαφορία έως αφόρητη πλήξη, αναζητώντας αλλού ζωτικό χώρο. Επόμενος υπουργός της δεξιάς θα είναι ο Γιώργος Βουλγαράκης, η εμπλοκή του οποίου σε σκάνδαλα θα είναι από τους κύριους λόγους της συντριβής της δεξιάς στις επόμενες εκλογές.

Νέες γκαλερί νέου τύπου θα εμφανιστούν σαν μανιτάρια (ή περίπου) στα πρώτα χρόνια των 00s. Το βασικό κόνσεπτ έχει μεταφερθεί από το Λονδίνο περίπου αυτούσιο όμως το κύριο χαρακτηριστικό που θα διέπει τη λειτουργία έως την τελική κατάρρευσή τους στις αρχές της επόμενης δεκαετίας θα είναι η, σχεδόν μανιακή, αναζήτηση του νέου, του καινούργιου -κανένας καλλιτέχνης πάνω από τα 30, ει δυνατόν κάτω από 25. Το παιχνίδι θα μεταφερθεί στα εργαστήρια της Α.Σ.Κ.Τ., με ιδιαίτερη έμφαση στο Γ’ Εργαστήριο Ζωγραφικής (Ρένα Παπασπύρου, Πάνος Χαραλάμπους, Ζάφος Ξαγοράρης).

Τα “ταλέντα” επιλέγονται και από το δεύτερο, τρίτο έτος συχνά, και σ’ εκείνη την ηλικία διεκδικούν τα βραβεία που προσφέρει η νέα κατάσταση -βλ.βραβείο ΔΕΣΤΕ το 2001 στη Γεωργία Σαγρή σε ηλικία 21 (!) ετών, η ανάπτυξη μιας καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας στην πορεία του χρόνου μοιάζει όχι μόνον παρωχημένο ιδανικό αλλά και κάτι παντελώς αδιάφορο.

Η φρεσκαδούρα είναι το μεγάλο καλλιτεχνικό και κοινωνικό ζητούμενο. Το λανσάρισμα του καινούργιου φαινομένου των φρη πρες θα λειτουργήσει χέρι-χέρι με τις νέες γκαλερί και το ίδρυμα ΔΕΣΤΕ, που θα παραμείνει το κάστρο που θα φωταγωγεί το χωριό των πληβείων που θα το περιβάλλει. Οι νέοι καλλιτέχνες θα προσμένουν με λαχτάρα να μισανοίξει η πόρτα του για να λουστούν με λίγη από τη δόξα του.

Η αισθητική της ελληνικής New British Art θα είναι κάτι, προφανώς, αμφιλεγόμενο: κάποιοι “κακοπροαίρετοι” υποστηρίζουν ότι οι προηγούμενες γενιές κοπιάριζαν ευθέως την πρώτη γενιά ΥΒΑ (Young British Artists) έτσι ώστε να φτιαχτούν οι αντιστοιχίες: ο Έλληνας Damien Hirst, η Ελληνίδα Rachel Whiteread, η Ελληνίδα Tracey Emin, κλπ.

Οι επόμενες διαφοροποιήθηκαν δεχόμενες επιρροές από ένα ευρύτερο φάσμα διεθνών επιρροών. Βεβαίως όμως, οι “καλοπροαίρετοι” υποστηρίζουν ότι κάτω απ’ αυτή την ομπρέλα αναπτύχθηκαν ουσιαστικές, αυτόνομες καλλιτεχνικές ιδιαιτερότητες.

Η αισθητική αυτής της νέας φουρνιάς νεαρών καλλιτεχνών που κυριάρχησαν μεντιατικά και εκθεσιακά κατά την προηγούμενη δεκαετία χαρακτηριζόταν σε μεγάλο βαθμό από το μέσο του σκίτσου -κάτι που απελευθέρωνε την εμπορική διαχείριση της τέχνης για τις νέου τύπου γκαλερί από τα βάρη και τις ενοχές του παρελθόντος, την παρωχημένη “ζωγραφικίλα” του τελάρου και την αντιεμπορικότητα του βίντεο και των εγκαταστάσεων.

Έτσι τώρα, ακόμη και οι “πολιτικοποιημένοι περφόρμερ” φρόντισαν να έχουν και ένα οπλοστάσιο από σκίτσα σε χαρτί για τις ανάγκες κάποιου μεγαλοσυλλέκτη.

Τα σκίτσα αυτά κυμαίνονταν από μια άγρια “punk” αισθητική έως πιο ποπ ή “κοριτσίστικες” δουλειές, ακόμη και gothic αισθητικές, πάντα σε ευθεία σχέση με τη βιομηχανία της ποπ. Όπως θα ήταν (προφανώς) αναμενόμενο, κάθε υπερεκμετάλλευση κάποιων μοτίβων ή μέσων οδηγεί μαθηματικά σ’ έναν κορεσμό, ειδικά σε μια εποχή που βαριέται πολύ γρήγορα. Α, και η φωτογραφία θα μπει δραστικά και ισότιμα στην κοινότητα των εικαστικών.

Τα χαρακτηριστικά της θα είναι οι τεράστιες εκτυπώσεις, υποβοηθούμενες από πανάκριβες μηχανές μεγάλου φορμά (οριοθετώντας την κοινωνική διάρθρωση των νέων “σταρ”), εικόνες πόλεων και μητροπολιτικών χώρων. Η φωτογραφική σχολή του Ντίσελντορφ φαίνεται ότι έχει στοιχειώσει τους διάττοντες αστέρες της ελλαδικής φωτογραφίας των 00s.

Η ίδρυση μιας ιδιωτικής “μπιενάλε” με πρώτο τίτλο τον, επαναστατικά υποσχόμενο, “Destroy Athens”, το 2007 θα γίνει δυνατή χάρη στη σχέση των οργανωτών της με τον συλλέκτη Δάκη Ιωάννου, κάτι που θα επιτρέψει τη ροή του πακτωλού της χορηγίας της Deutsche Bank.

Οι επόμενες διοργανώσεις θα έχουν μια ριζικά καθοδική έλευση χορηγίας έτσι ώστε το ρόλο του στυλοβάτη του “θεσμού” να πάρει αυτό που ήταν στην αρχή, μια παράλληλη εκδήλωση, της διοργάνωσης ReMap του επιχειρηματία των ακινήτων, Ιάσωνα Τσάκωνα.

Οι δραστηριότητες του τελευταίου θα κλιμακωθούν με αποτέλεσμα ν’ αποτελέσει για ορισμένους εικαστικούς τη ναυαρχίδα της εικαστικής δραστηριότητας στην Αθήνα, να ιδρύσει τον δικό του ιδιωτικό εκθεσιακό χώρο, Kunsthalle Athina, να δεχτεί ιδιαίτερη στήριξη από κινήσεις επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου όπως οι Atenistas και να εμπλακεί σε μια πλειάδα δραστηριοτήτων, εντός και εκτός των εικαστικών.

Η επιλογή Ελλήνων καλλιτεχνών στις δύο πρώτες “μπιενάλε” στηρίχθηκε αποκλειστικά σχεδόν σε 2 αθηναϊκές γκαλερί ενώ στην τρίτη, με πολύ μικρότερο προϋπολογισμό και με πιο “πολιτική” κατεύθυνση πλέον, διευρύνθηκε αρκετά ώστε να συμπεριλάβει ακόμη και εγχώριες underground περιπτώσεις.

Η ιδιωτική “μπιενάλε της Αθήνας” δομήθηκε πάνω στο αρχέτυπο και την εμπειρία των συνεργατών, από την έκθεση Outlook που επιμελήθηκε για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα ο Χρήστος Ιωακειμίδης.

Η πεποίθηση, προφανώς, ήταν πως μόνο τεράστιες διοργανώσεις μπορούν να κινητοποιήσουν το ενδιαφέρον για την τέχνη στην Ελλάδα και, ίσως, να υλοποιήσουν το όραμα του Ιάσωνα Τσάκωνα για μια Art Town όπου θα στεγαστούν παραρτήματα επώνυμων γκαλερί απ’ όλο τον κόσμο. Αναμφίβολα η πρώτη διοργάνωση Destroy Athens πέτυχε μια μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία και, ακόμη, επισκεψιμότητα αρκετών δεκάδων χιλιάδων θεατών.

Αναμφίβολα, επίσης, η επιτυχία του εγχειρήματος ενέπνευσε στελέχη της πολιτισμικής διοίκησης της καραμανλικής κυβέρνησης να το μιμηθούν, με λεφτά του δημοσίου, ασφαλώς, στην εκλογική πρωτεύουσα της χώρας, τη Θεσσαλονίκη -εκλογική πατρίδα πολυάριθμων πανίσχυρων πολιτικών οδηγεί σε σειρά μεγάλων έργων.

Η υπερσυγκέντρωση πολιτισμικών φορέων στη “συμπρωτεύουσα” άγγιξε έναν δυσθεώρητο γιγαντισμό, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις δυνατότητες και το ενδιαφέρον του τοπικού κοινού: 3 μουσεία σύγχρονης τέχνης (Κρατικό Μουσείο, Κρατικό Κέντρο, Μακεδονικό Μουσείο), 1 μουσείο φωτογραφίας, 1 τεράστιος δημοτικός εκθεσιακός χώρος (Τελλόγλειο).

Στην Αθήνα όμως η αυξανόμενη χρήση ολόκληρων υποβαθμισμένων περιοχών του κέντρου της πόλης από τον επιχειρηματία ως ένα είδος προσωπικής Monopoly, θα οδηγήσει σε έντονες αντιδράσεις φοιτητών της Α.Σ.Κ.Τ., του τμήματος αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. αλλά και ανώνυμων καλλιτεχνών και πολιτών που επιτέθηκαν σε εκθέσεις που στεγάζονταν σε κτίρια του επιχειρηματία, στα πλαίσια της διοργάνωσης Μπιενάλε της Αθήνας/ReMap 2011.

Ίσως η κορύφωση της εμβολής του επιχειρηματία στα πολιτισμικά πράγματα της χώρας να συνέβη τον Σεπτέμβρη του 2012 όταν το ελλαδικό περίπτερο στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας αφιέρωσε κεντροβαρικό ρόλο στις δραστηριότητες του επιχειρηματία. Μοιάζει αναμενόμενο, από μια άποψη, σε εποχές που η παρέμβαση του κράτους καταρρέει, ιδιώτες κεφαλαιούχοι να εγκολπώνονται ζωτικές περιοχές.

Πώς διαμορφώθηκε άραγε η κατάσταση στις άλλες -συγγενείς με τα εικαστικά- τέχνες; Η ποπ μουσική στις μέρες μας είναι κάτι απόλυτα ελεγχόμενο. Και είναι έτσι ήδη από τη δεκαετία του ΄80. Αφήνει ελάχιστα περιθώρια, όχι μόνον για ουσιαστικές αμφισβητήσεις, αλλά ακόμη και για αντισυμβατικές, έστω, πρακτικές.

Ο ελλαδικός κινηματογράφος μετατράπηκε σε κάτι άλλο, όχι πολύ διαφορετικό από τα σήριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης. Εκεί που στα 70s δεκάδες κινηματογραφικά περιοδικά ξεδίπλωναν θεωρίες επί θεωριών και οι λίβελλοι εκτοξεύονταν απ’ όλες τις πλευρές, σήμερα το μοναδικό έντυπο του είδους ασχολείται με την προσωπική ζωή των σταρ και βασίζει τις πωλήσεις του στα DVD-δώρο.

Τα δύο φρη πρες που θα κυριαρχήσουν στη μεντιατική δραστηριότητα αυτή τη δεκαετία θα στηρίξουν ένα σύστημα ανακάλυψης ταλέντων από τον χώρο της street art (ο όρος “γκραφίτι” θεωρείτο πλέον πεπαλαιωμένος και αναχρονιστικός) τα οποία αξιοποιούσαν στη συνέχεια οι 2-3 trendy γκαλερί.

Το αίτημα για τα “15 λεπτά επιτυχίας” που θα είχε ο καθένας στο μέλλον, όπως είχε προαναγγείλει πριν μερικές δεκαετίες ο Andy Warhol, γινόταν -περίπου- πραγματικότητα στην Αθήνα των 00s.

Η ξενομανία θα είναι ένα από τα πιο καίρια προβλήματα των εικαστικών γενεών μετά το ’90. Στη δεκαετία του ’60, κυρίως την περίοδο της Χούντας, άνθισαν τα ποπ μουσικά συγκροτήματα (σε αντιπαράθεση με το ταπεινό, εγχώριο ή ακόμη και “ανατολίτικο” λαϊκό τραγούδι).

Τα συγκροτήματα αυτά παρότι τραγουδούσαν, κυρίως, στα ελληνικά (ποιος ήξερε αγγλικά τότε;) είχαν τραγουδιστές που είχαν υιοθετήσει μια “σπαστή”, ξενική προφορά ενώ το ρεπερτόριό τους αποτελούνταν κυρίως από διασκευές ιταλικών (κυρίως), γαλλικών και ενίοτε αγγλοαμερικάνικων διασκευών.

Την ίδια ακριβώς σπαστή προφορά στην εκφορά των ελληνικών (όμως με βρετανική απόχρωση σήμερα και όχι ιταλική) συναντούμε σε διάφορες κοσμικές επιμελήτριες της εποχής.

Οι Έλληνες εικαστικοί-επίγονοι του αγγλοσαξονικού μοντέλου στα 90s και στα 00s επέλεξαν να επικοινωνούν με το ιδεατό κοινό τους στην αγγλική γλώσσα (αποκλειστικά) ακόμη κι αν η έκθεσή τους απλώς φιλοξενούνταν σε μια αθηναϊκή γκαλερί, χωρίς προφανείς αλλοδαπούς αποδέκτες (;).

Οι δε αναφορές ήταν εντελώς άμοιρες οποιασδήποτε αθηναϊκής ή ελλαδικής πραγματικότητας, έως ότου το φαινόμενο της street art εξανάγκασε μια νεότερη γενιά να συνδιαλλαγεί (κάπως) με το πραγματικό αστικό περιβάλλον.

Η απόλυτη υποταγή σε έναν ξενομανή (και τελικά, ανειλικρινή) τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας μοιάζει ακατανόητη, εξηγείται μόνον από μια επιβεβαιωμένη προσμονή μιας διεθνούς καταξίωσης και αδιαφορίας για ουσιαστική συνομιλία με μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας που τους περιβάλλει, όμως οι ιστορικές αναλογίες οδηγούν σε αναλογίες με την αναμονή του έκτου αμερικάνικου στόλου ή του σχεδίου Μάρσαλ να φαίνονται λογικές.

Τελικά, η έλευση της επόμενης δεκαετίας, της εποχής μας δηλαδή, θα συντρίψει αυτά τα όνειρα. Μαζί με πολλά άλλα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τις “ένδοξες” αυτές μέρες του λάιφστάιλ στα εικαστικά, υπήρξε μια απόλυτη μεντιατική κυριαρχία. Οι διοργανώσεις αυτές, καθώς και οι γκαλερί που τις υποστήριζαν έχαιραν μιας πρωτοφανούς “ασυλίας” από κριτικούς (αν είχαν απομείνει τέτοιοι στον ελλαδικό έντυπο τύπο πλέον) και υποστηρίζονταν ανοιχτά από μια σειρά έντυπα του συγκροτήματος Λαμπράκη, φρη πρες και διαδικτυακούς τόπους.

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα (από την πρώτη μετεμφυλιακή εποχή, ίσως) δεν υπήρξε μια σαφώς διατυπωμένη ιδεολογικοαισθητική σύγκρουση αλλά μια απόλυτη κυριαρχία της μίας πλευράς.

Οι αναλογίες της παντοδυναμίας του στρατάρχου Παπάγου με τις παραφυάδες του ιδρύματος ΔΕΣΤΕ και τις ιδιωτικές μεγα-διοργανώσεις μοιάζουν, φυσικά, κωμικές, όμως στην πολιτισμική τους διάσταση μπορεί να υπάρχουν αναλογίες.

Η μόνη θαρραλέα αντίδραση σ’ αυτή τη φιέστα του λαϊφστάιλ θα έρθει όχι από τους επαγγελλματίες κριτικούς και δημοσιογράφους (οι οποίοι θα σιωπήσουν) αλλά από ένα ερασιτεχνικό blog, το Art Attack, μάλλον σχεδιασμένο από κάποιον εικαστικό καλλιτέχνη ή καλλιτέχνες, στις σελίδες του οποίου έσπευσαν να “τα χώσουν” σειρά ανωνύμων bloggers.

Όπως, μάλλον, ήταν αναπόφευκτο (;) τα διάφορα post κυμαίνονταν από τις εξαιρετικά εύστοχες και ασυμβίβαστες αναλύσεις έως το φτηνό κουτσομπολιό και χουλιγκάνικες γκρίνιες έως τις φασίζουσες προσωπικές επιθέσεις. Κυρίαρχο μοτίβο αυτών των σχολίων είναι, νομίζω, μια πικρία μιας διογκούμενης κοινότητας καλλιτεχνών-αποφοίτων σχολών καλών τεχνών οι οποίοι ένιωθαν ότι το παιχνίδι είχε γίνει “σικέ”: τη θέση μιας επίπονης μακροχρόνιας καριέρας είχε πάρει μια γουορχολίζουσα επιβολή νέων “σταρ”, είτε των 15 λεπτών επιτυχίας, είτε των αναδρομικών εκθέσεων στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Τις βολές αυτού του ανώνυμου ψηφιακού όχλου δέχονταν ιδιαιτέρως ένας νέος εννοιακός καλλιτέχνης με ιδιαίτερη εύνοια από τη διευθύντρια αυτού του κρατικού μουσείου, δύο κοσμικές επιμελήτριες και οι διοργανωτές της ιδιωτικής “μπιενάλε”.

Ο χώρος της ανωνυμίας προσφέρει (ιδιαίτερα σε καλλιτέχνες) την ελευθερία να κάνουν ένα αντάρτικο εναντίον της “δικτατορίας των επιμελητών” στην οποία είναι υποχρεωμένοι να υπόκεινται καθημερινά, όμως επιτρέπει, πολύ εύκολα, τη μετακύληση σε έναν (ανώνυμο πάντα) τραμπουκισμό όπου δεν χρειάζεται ούτε να αποδείξουν ούτε να υποστηρίξουν τα λεγόμενά τους, ούτε να υποστούν τις ευθύνες της υπογραφής τους, κάτι που οφείλει να δεχτεί ακόμη και ο πιο ισχυρός ή προστατευμένος επιμελητής/κριτικός/δημοσιογράφος.

Μήπως όμως αυτή η έξαρση της ανώνυμης (λεκτικής) βίας σε έναν εξειδικευμένο πολιτισμικό χώρο, αυτού των εικαστικών, ήταν ένα ακόμη προανάκρουσμα της οριακής τομής που θα επέφερε λίγο μετά ο Δεκέμβρης του 2008;

• Τα 10s: σκόνη και θρύψαλλα

Η ανεξέλεγκτη ανομία που επέφερε η αστυνομική βία τον Δεκέμβρη του ’08 εξέπληξε τους περισσότερους παρατηρητές. Οι τελευταίες αναμνήσεις από τη μεταολυμπιακή αίγλη εξαφανίστηκαν εν μια νυκτί.

Η δεξιά κυβέρνηση Καραμανλή άντεξε (απρόσμενα) μερικούς μήνες ακόμη, πριν καταρρεύσει άδοξα κάτω από το βάρος σκανδάλων και, απ’ ό,τι φάνηκε στη συνέχεια, από την απροθυμία να “βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά” και να διαχειριστεί την οικονομική κατάρρευση που επερχόταν.

Ο “εκμοντερνισμός” που έφερε η άνοδος στην εξουσία του Γιώργου Παπανδρέου θα είναι η τελευταία προσπάθεια προς την κατεύθυνση της καλλιέργειας ενός λαϊφστάιλ πολιτισμού όμως, δύο χρόνια μετά, σηματοδότησε μια δραστική καταστροφή (ή, έστω τη διαπίστωση μιας τέτοιας) στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας.

Η παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου από προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η εγκατάλειψη της αυτόνομης διακυβέρνησης από το κόμμα του, έδωσε ένα (οριστικό;) τέλος στην προσπάθεια που είχε ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 2010, με τη διοργάνωση “The Marathon Project” στο Μουσείο της Ακρόπολης, να φέρει αρκετά κοντά το ίδρυμα ΔΕΣΤΕ με το Υπουργείο Πολιτισμού (επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου). Το έτος 2012 έφερε ένα τέλος εποχής για γκαλερί που σηματοδότησαν την προβολή του εικαστικού χώρου την προηγούμενη δεκαετία.

Τα φώτα της ράμπας μοιάζουν να έχουν φύγει από τον χώρο των εικαστικών. Τι μένει να προσδοκούμε; Ελλείψει ενός φιλόδοξου λαϊφστάιλ μηχανισμού, παρωχημένες περιπτώσεις της ζωγραφικής ή της γλυπτικής επανέρχονται ως “κλασικές και σίγουρες αξίες”.

Οι καλλιτεχνικές ομάδες, ένα στοιχείο ιδιαίτερα έντονο στην προηγούμενη δεκαετία, κάθε άλλο παρά έχουν περιοριστεί. Αντίθετα καινούργιες ιδρύονται, σχεδόν κάθε μήνα.

Η πολιτικοποίηση του καλλιτεχνικού έργου που είχε συνδεθεί μ’ εκείνες, αυτονόητα συνεχίζεται ή και εντείνεται ακόμη, σε μια αθηναϊκή σκηνή που, περισσότερο από ποτέ, φαίνεται να στερείται σαφούς ύφους ή κατευθύνσεων.

Αν η ανάλογη ψυχολογία στον κοινωνικό χώρο οδηγεί μεγάλες μάζες σε πολιτικούς σχηματισμούς που ήταν στο περιθώριο μέχρι πρόσφατα, στα εικαστικά τα πράγματα είναι ακόμη αδρανή. Ή έτσι τουλάχιστον μοιάζουν. Σήμερα το μεγάλο ζητούμενο είναι οι εκθέσεις στο εξωτερικό.

Την πρωτοκαθεδρία σ’ αυτό έχουν επιμελήτριες οι οποίες συνδέθηκαν με το ΔΕΣΤΕ, αξιοποιώντας έτσι τις διασυνδέσεις και την επιρροή του ιδρύματος.

Σήμερα το σενάριο συγκυβέρνησης από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με τη δεξιά είναι παραπάνω από πιθανό (παρά τα πρόσφατα σκάνδαλα των παρακολουθήσεων του αρχηγού του και τη σύλληψη Καϊλή στις Βρυξέλλες).

Σήμερα οι παλιοί (00s) θιασώτες του ρόλου του μεγάλου κεφαλαίου στα εικαστικά στις σελίδες των εντύπων του συγκροτήματος ευαγγελίζονται μια αριστερή (;) επανάσταση (;;). Σήμερα τα τέως βραβεία ΔΕΣΤΕ εξαγγέλλουν την ανατροπή του καπιταλισμού και ο Αντικαπιταλισμός στολίζει τις προσόψεις της Στέγης του ιδρύματος Ωνάση. Σήμερα η εποχή είναι πιο παράξενη και αδιευκρίνιστη από ποτέ…

 

Θανάσης Μουτσόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Σχολή Αρχιτεκτόνων, ΕΜΠ.