Ουρανέ που περνάς, σ’ όποια πόρτα σταματάς
ποιος ακόμα με θυμάται να ρωτάς

Είναι οι ελληνικοί στίχοι της Σέβης Τηλιακού, στην μελωδία του «Take me home, country roads» του John Denver, και που ακούγοντας ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο μέσα μου, παρακολούθησα αυτό το ποτάμι αδελφοσύνης που δημιούργησε στη σκηνή της Πειραιώς 260 η γαλλοβιετναμέζα και παλιά γνώριμή του Φεστιβάλ Αθηνών  Caroline Guiela Nguyen.

Σε μια παράσταση που συνδυάζει την επιστημονική φαντασία με τη συμπάθεια και την κατανόηση, σε ένα μείγμα ατμόσφαιρας θρίλερ και μελαγχολίας η Nguyen ξεδιπλώνει το μελλοντολογικό παραμύθι της. Παραμύθι γιατί έχει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του λογοτεχνικού είδους  όπου με τρυφερότητα και αθωότητα μπορεί κανείς να αφηγηθεί τα πιο σκληρά και απάνθρωπα τεκταινόμενα και  χαρακτηριστικά.

Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται στο απώτερο μέλλον και αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα (γι αυτό και η πολυγλωσσία του κειμένου), μια Μεγάλη Έκλειψη, εξαφάνισε τους μισούς ανθρώπους από τη Γη  χωρίζοντας τους από τους οικείους και αγαπημένους τους. Προσέξτε το ρήμα, οι άνθρωποι απλά αναχώρσηαν από τη Γη, αποχωρίστηκαν, δεν πέθαναν, δε σκοτώθηκαν, δε χάθηκαν. Υπάρχουν  κάπου αλλού, σε κάποια άλλη διάσταση, μακριά. Ειδικά Κέντρα Φροντίδας και Παρηγοριάς δημιουργούνται ώστε να βοηθήσουν τους ανθρώπους που έμειναν πίσω, δίνοντας την ευκαιρία να επικοινωνούν μαζί μέσω μηνυμάτων που φτάνουν στους αποδέκτες τους , να διαχειριστούν την απώλεια των δικών τους και το συναισθηματικό βάρος από αυτή, Συναισθηματικό βάρος που έχει άμεση επίπτωση στη Γη, μιας και οι καρδιές των ανθρώπων λειτουργούν και συντονίζουν ολόκληρο το σύμπαν δεμένες απαράμιλλα με αυτό. Η θλίψη και η οδύνη, οι αναμνήσεις και οι μνήμες της περασμένης ζωής, αναγκάζουν τις καρδιές να μειώνουν σταδιακά αλλά σταθερά τους  παλμούς τους, μέχρι να σταματήσουν τελείως. Η Γη σταματά να γυρίζει, ο χρόνος παγώνει. 125 χρόνια έχουν περάσει και η λύση πλέον είναι να επιστρατευθεί το MEMO, μια τεχνητή καρδιά,  όπου συνδεόμενο με τις καρδιές των ανθρώπων τις αδειάζει από τις μνήμες και τις αναμνήσεις, επαναφέροντας το σύμπαν στους αρχικούς ρυθμούς τους, Το δίλημμα πλέον που προκύπτει είναι άλλο και πιο εφιαλτικό. Με δεδομένη την επιστροφή των απολεσθέντων ανθρώπων τους που διαφαίνεται, και όταν ο χρόνος επανεκκινηθεί θα είναι 125 χρόνια μετά, που σημαίνει ότι  μόλις για λίγα δευτερόλεπτα θα μπορέσουν να χαρούν τη στιγμή της επανένωσης τους μιας και αμέσως θα πέσουν νεκροί.

Πολλά τα ερωτήματα. Η απουσία που ροκανίζει σαν σαράκι τις ψυχές, η περιπλάνηση σε έναν κόσμο χωρίς αγαπημένους, το τρομερό δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στη μνήμη και την απώλεια από τη μια, και τη ζωντανή αγκαλιά και τον βέβαιο θάνατο από την άλλη. Η Nguyen, ανεβάζει στη σκηνή όλη την ανθρώπινη θλίψη, την άρρηκτα δεμένη με το σύμπαν, με αξιοθαύμαστη συμβολική ακρίβεια  της σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος.  Και όλα αυτά σε μια ρεαλιστική απόδοση, σε ό,τι αφορά την ερμηνευτική τοποθέτηση των πολύ προσεχτικά επιλεγμένων επαγγελματιών και ερασιτεχνών ηθοποιών της, που καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα των ηλικιών, των φυλών, των γλωσσών της υφηλίου σε μια πανανθρώπινη παράσταση. Η γλύκα και η τρυφερότητα που την καθοδήγησε είναι διάχυτη σε όλη τη διάρκεια της, με τις σκηνογραφικές επιλογές της, τους φυσικούς  και υποβλητικούς φωτισμούς, που μοιάζουν να προσπαθούν να χρωματίσουν το γκρίζο των ζωών, την μουσική που διακριτικά συνοδεύει όλη την παράσταση. Πρωταγωνιστές δεν υπάρχουν, η μυθοπλασία έχει μια ισότιμη ιστορία για τον καθένα, όπου ερμηνεύεται ανεπιτήδευτα σε πλήρη  φυσικότητα με αυτήν τη ρεαλιστική δυστοπία. Και όσο αν οι τόνοι είναι χαμηλοί, παρηγορητικοί, μπορεί κανείς  να ανιχνεύσει μια σκηνοθετική ορμή ελπίδας  να διατρέχει τη σκηνή της Πειραιώς 260. Με μόνη ένσταση το πλάτιασμα  (κάπου χάθηκε το «δέσιμο» των  προσωπικών ιστοριών και η γοητεία της πλοκής, στην ανάγκη να εξυπηρετηθούν ισότιμα όλοι οι χαρακτήρες), με τις οθόνες να μοιράζονται σε πλάνα από το σύμπαν και αποτελέσματα υπερήχων καρδιάς, η Nguyen, αφήνει το παρελθόν κατά μέρος , αποστρέφεται το παρόν και μιλάει για το μέλλον, ακριβώς σαν να έχει μνήμη από αυτό. Μνήμη που της επιτρέπει να στέλνει μηνύματα συγκατάνευσης και προσήνειας σε μας, τους ανθρώπους τους παρελθόντος της κερκίδας, που χωρίς να έχει συμβεί καμία έκλειψη, προσπαθούμε να διαχειριστούμε, να εκτιμήσουμε, να αξιοποιήσουμε και να αγαπήσουμε τις δικές μας μνήμες. Για να μην καταρρεύσουν όλα σε ένα δευτερόλεπτο, όταν τις αγκαλιάσουμε.