Κώστας Β. Ζήσης

‘Εχει γραφτεί ότι το θέατρο του Τένεσι Ουίλιαμς είναι πρωτίστως θέατρο ερμηνειών παρά πεδίο σκηνοθετικής ανάδειξης  και γι’ αυτό επιδίδονται σε αυτό μεγάλοι πρωταγωνιστές. Είναι τέτοια η ποιότητα των ηρώων του και το δραματουργικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται, που μαγνητίζουν αυτόφωτα τον θεατή και τον παγιδεύουν μέσα στην μοναξιά τους, τις ψευδαισθήσεις τους, τη νοσταλγικότητα, την καταφυγή τους στο φανταστικό και στο μη βρωτό. Γι’ αυτό, αυτοί οι αιωρούμενοι χαρακτήρες προσφέρονται  απλόχερα για ερμηνευτικές εξάρσεις. Πόσο υπερκόσμιοι είναι όμως στην ουσία τους;

Δυο μόνο λόγια, για την παράσταση του Ίβο βαν Χόβε  «Γυάλινος κόσμος» που για τρεις μόνο παραστάσεις είδαμε στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Ο Ίβο βαν Χόβε, με την παράστασή του αυτή ήρθε και αποκατέστησε με μιας  ένα έργο που μια σκηνοθετική μανιέρα το ακολουθεί εδώ και χρόνια.  Μια μανιέρα που το αναπαριστά μονίμως σαν ψυχογράφημα, παιγμένο σχεδόν πάντα με εσωτερικότητα και με ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, που εξυφαίνουν τους χαρακτήρες σαν απόκοσμα, επουράνια, εξιδανικευμένα όντα που αποθεώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την επιδίωξη του φανταστικού. Ο Τένεσι Ουίλιαμς στο τσεχωφικής υφής αυτό έργο του θέλει να μιλήσει για τους αδυνάτους αυτού του κόσμου, σε μια περίοδο ανακατατάξεων και αναπροσαρμογών, όπου με το οικονομικό  κραχ του 30 έχουν διαψευσθεί  όλες οι εξαγγελίες περί ευημερίας. Ο Γυάλινος Κόσμος είναι οι ίδιοι οι εύθραυστοι άνθρωποι μέσα σε ένα κόσμο και μια κοινωνία σκληρή και απάνθρωπη. Δεν μιλά γενικά κι αόριστα για προσωπικά αδιέξοδα και υπαρξιακές αναζητήσεις, αλλά ορίζει και σκιαγραφεί το περιβάλλον που αυτά ευδοκιμούν και την διαδικασία μέσα από  την οποία καλλιεργούνται.  Οι ήρωές του έχουν το προνόμιο να είναι βαθιά ρεαλιστικοί μέσα στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την σκληρή πραγματικότητα που τους περιτριγυρίζει. Και αν κοιτάξουμε γύρω μας, θα δούμε πόσο επί της ουσίας, κοντά μας είναι, πόσο ίδιοι είμαστε..

Η επωδός «δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία», αυθαίρετα αποκομμένη  και με δογματική χρηστικότητα γίνεται σχεδόν πάντα σκηνικός οδηγός και κατευθυντήρια γραμμή.  Όμως, και εδώ, στην περίπτωση του Γυάλινου Κόσμου, η Αμάντα, η Λώρα, ο Τόμ και ο Τζιμ δεν είναι πλάσματα επουράνια, δεν ζουν σε άλλο κόσμο και διάσταση από το δικό μας. Δεν είναι παράφρονες, οδηγούνται ίσως στην παραφροσύνη, αλλά είναι πλάσματα σαν και μας, παγιδευμένα στον ίδιο δικό μας κόσμο, το ίδιο αποπροσανατολισμένα σαν κι εμάς, καθημερινοί, αφανείς ήρωες, που φτιάχνουν τις δικές τους αυταπάτες  τους δικούς τους γυάλινους κόσμους για να βρουν καταφυγή. Η Αμάντα παγιδευμένη σε ένα ένδοξο παρελθόν που ίσως και να μην έχει υπάρξει και ποτέ (δεν έχει και τόση σημασία), ο Τομ στις σκοτεινές κινηματογραφικές αίθουσες και στον μαγικό κόσμο του σινεμά, η Λώρα στα γυάλινα πλασματάκια της, ο Τζιμ στο όνειρο της μεγάλης ζωής. Και όλα αυτά ενώ η σκληρή πραγματικότητα τους έχει περικυκλώσει, ζουν σε υπόγειο που με την πρώτη βροχή στάζει, με δυσκολία τα βγάζουν πέρα για την επιβίωση, πληρώνουν ακόμη και τα φωτιστικά του σπιτιού με δόσεις, και η μόνη τους ευτυχία είναι να κάνουν ευχές στο φεγγαρόφωτο που το παρακολουθούν από πολύ-πολύ χαμηλά. «Οι άνθρωποι» θα μας πει μέσα στο έργο ο Ουίλιαμς «πάνε σινεμά αντί να κινητοποιούνται»… ας κάνουμε τις σύγχρονες αντιστοιχίσεις …

Η Αμάντα του Ιβο βαν Χόβε, ερμηνευμένη από την Ιζαμπέλ Υπέρ, είναι παγιδευμένη ανάμεσα στις αυταπάτες της και την καθημερινότητα  με τρόπο ουσιώδη, άμεσο και γνώριμο.  Η Λώρα του, δεν είναι ένα παιδί στα όρια του φάσματος του αυτισμού όπως  καταχρηστικά παρουσιάζεται σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις. Ο Τομ δεν έχει ακαδημαϊκή υφή, δεν κουνάει δάχτυλο, δεν κοιτάει την οικογένειά του αφ’ υψηλού, ο Τζιμ παρουσιάζεται νέγρος σε ένα εύστοχο σχόλιο που φέρει επί ίσοις όροις την σκηνική συνάντησή του με τη Λώρα, ένας απεσταλμένος του έξω κόσμου και των απατηλών όρων του. Ο σκηνοθέτης αποσπά ατσάλινες ερμηνείες σε έναν κόσμο εύθραυστο και επίπλαστο. Κατανοώντας βαθιά  ότι οι ήρωες του Τένεσσι Ουίλιαμς είναι  σύμβολα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στην κοινωνική διαδικασία με παγκόσμια απήχηση, τους  τοποθετεί εξίσου συμβολικά σε ένα σκηνικό  και με κοστούμια  σε γήινα, χωμάτινα  χρώματα που με την επαφή και το άγγιγμά τους επιχειρούν να το αλλάξουν, να παίζουν και να κάθονται στο πάτωμα, μέσα σε μια πατρογονικά εντοιχισμένη πραγματικότητα όπου «το μέλλον γίνεται παρόν, το παρόν περελθόν και το παρελθόν μεταμέλεια»

Ο Ίβο βαν Χόβε, απέδωσε με μια «σκληρή ευαισθησία» την ταξικότητα του έργου, αποκαθιστώντας την πανανθρώπινη  αξία του και ξεριζώνοντας την διαστρέβλωσή του σε «ατομικές» και «προσωπικές» ανέξοδες και παραπλανητικές  αναζητήσεις. Μας έλουσε απλόχερα με το φεγγαρόφωτο, αυτό που οι ήρωες του Ουίλιαμς αρμέγουν με το σταγονόμετρο από το υπόγειό τους, και μας άφησε εκείνο το τελευταίο ουρλιαχτό της Αμάντας, βαθιά παρακαταθήκη να  σημαδεύει τη δική μας μνήμη σε μια παράσταση όπου η ανάμνηση από ρίζα της αντρώνεται σε πραγματικότητα. Που θα μπορούσε να είναι η δική μας…