Κώστας Β. Ζήσης

Είναι Χριστούγεννα και ο Τζορτζ, οικογενειάρχης και αυτοδημιούργητος ιδιοκτήτης του Στεγαστικού Ταμιευτηρίου, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο καλό της τοπικής κοινωνίας, στριμωγμένος οικονομικά από τον σκληρό τραπεζίτη Χένρι Πότερ, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Τότε αναλαμβάνει δράση ο Κλάρενς, ο φύλακας-άγγελός του, για να τον μεταπείσει από την απόφαση αυτή, φανερώνοντας του την υπέροχη ζωή που έχει ζήσει και που ακόμα τον περιμένει.

Είναι η υπόθεση της ταινίας του Φρανκ Κάπρα, που το 1946 όταν προβλήθηκε υπήρξε μια εισπρακτική αποτυχία, για να αναδειχθεί πολλά χρόνια αργότερα σε μια από τις θρυλικότερες ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου.

Το σενάριο του Ντόναλντ Τράμπο, βασίστηκε αισθητά στην Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς, ενώ η σκιαγράφηση του σκληρού και άκαρδου τραπεζίτη, έθεσαν την ταινία αφελώς στο μικροσκόπιο της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών και του FBI, το οποίο συντάσσει έκθεση για την ταινία ότι «πρόκειται για κομμουνιστική διείσδυση στην κινηματογραφική βιομηχανία» και ότι «χρησιμοποιεί το κοινό όπλο των κομμουνιστών να δαιμονοποιήσει τους τραπεζίτες, για να προωθήσει τον ταξικό πόλεμο». Ο ίδιος ο Ντράπο, φυλακίστηκε για τις αριστερές του πεποιθήσεις.

Ωστόσο η ταινία σε καμία περίπτωση δεν προάγει όλα αυτά. Βεβαίως υπάρχει έντονη η κοινωνική αλληλεγγύη, βεβαίως υπάρχει διάχυτο ένα «κατηγορώ» για το τραπεζικό σύστημα, αλλά οπωσδήποτε δεν υπάρχει κανένα πνεύμα ανατροπής  ή κοινωνικής επανάστασης. Αντίθετα εκείνο που κυριαρχεί είναι ένα ρομαντικό πνεύμα συγκατάνευσης και ομοψυχίας και η μεταφυσική προοπτική επίλυσης όλων των κοινωνικών/προσωπικών προβλημάτων με την καίρια επέμβαση του καλού καγαθού Θεού. Με την πίστη στο Θείο και την οικογενειακή αφοσίωση όλα λύνονται και ξεπερνιούνται με μαγικό τρόπο. Δεν ήταν καθόλου τυχαία η επιλογή των Χριστουγέννων ως χρονικό πλαίσιο της ιστορίας. ‘Ετσι, αντίθετα με τις αφελείς εκθέσεις της κομμουνιστοφάγας επιτροπής, η ταινία προωθεί και υπερασπίζεται το αμερικανικό όνειρο της ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής, ως πρότυπο και τονοτική ένεση της αμερικανικής κοινωνίας , το οποίο  μετά το οικονομικό κραχ, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την ισχυροποίηση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην αντίπερα όχθη, χρειάζεται οπωσδήποτε επαναδιατύπωση και αναθέρμανση.

Ο Τζο Λάντρυ, παίρνει όλο αυτό το υλικό και το διασκευάζει για το θέατρο «εφευρίσκοντας» το ευφυές πρόσχημα του ραδιοφωνικού θεάτρου, που υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές την μεταπολεμική περίοδο και μέχρι την ανακάλυψη της τηλεόρασης.  ‘Εξι ηθοποιοί, οι Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Ψαρράς, Νάντια Κοντογεώργη, Γιώργος Γλάστρας, Άγγελος Μπούρας, Θεοδοσία Σαββάκη βρίσκονται σε στούντιο και μεταδίδουν ραδιοφωνικά την ταινία, παίζοντας όλους τους ρόλους  και παράγοντας οι ίδιοι με καθημερινά αντικείμενα το ηχητικό περιβάλλον της (σε διδασκαλία των Λέανδρου Ντούνη και  Νίκου Λιναρδόπουλου ). Ταυτόχρονα, η Athens Collective Orchestra υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη, τζαζάρει και σουινγκάρει δίνοντας μοναδικά το  στίγμα της εποχής. Ο Γιάννης Καλαβριανός, απλώνει τα μικρόφωνα ανάμεσα σε χιονισμένες μινιατούρες, όπου η κάμερα, ο έβδομος πρωταγωνιστής τα αναδεικνύει σε σκηνικό της παράστασης και δημιουργεί ένα εορταστικό πλαίσιο χαράς και ανεμελιάς. Σπιρτόζικες ερμηνείες, ολοκάθαρες αφηγήσεις (προσφιλής και καθημερινή η μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου συμβάλει καίρια σε αυτό), χρωματισμένος λόγος, γρήγορες εναλλαγές, και απόλυτα συγχρονισμένες αποδόσεις λόγου και ηχητικών εφέ, αποδίδουν το αποτέλεσμα ενός καλοκουρδισμένου και καλοδουλεμένου αναλογίου, που όμως δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από μια ολοκληρωμένη παράσταση.

Πραγματικά, η παράσταση είναι μια φιλότιμη προσπάθεια όλων των συντελεστών και των σκηνικών και θεατρικών παραμέτρων να πείσει πως η ζωή είναι όντως υπέροχη. Δεν γνωρίζω κατά πόσο μπορεί να το καταφέρει όταν μετά το πέρας του μαγικού πραγματικά κόσμου της, ο κόσμος θα αντιμετωπίσει την ίδια και απαράλλαχτη σκληρή πραγματικότητα όπου  δεν θα υπάρχει κανένας άγγελος φύλακας να διεκδικεί τα φτερά του για να του αποδείξει το αντίθετο. Η πίστη στην κοινωνική αλληλεγγύη και στη δύναμη της συλλογικότητας (που στις μέρες μας με κάθε τρόπο συκοφαντείται και απαξιώνεται) ίσως δείχνουν το δρόμο. Ας κρατήσουμε αυτό…