Κριτική | «Ο Χρυσός Δράκος» από τον Γιώργο Ματζιάρη:  σουρεαλιστική παρήχηση της αποκτήνωσης. Η σκηνοθεσία ενός τέτοιου έργου, καλοσχεδιασμένου με τόσες και τέτοιες παράλληλες διαδρομές είναι δίκοπo μαχαίρι για τον σκηνοθέτη. Είναι αυστηρά μελετημένο, στηριγμένο απόλυτα στις εναλλαγές σκηνών και της επί σκηνής μεταμορφώσεις, στις ακριβείς σχεδιασμένες σεκάνς  και μπορεί να εξελιχθεί σε ωρολογιακή βόμβα

Ο Γερμανός Roland Schimmelpfennig γράφει τον «Χρυσό Δράκο» το 2009 με πνευματώδη καυστικότητα και χιούμορ. Ένα ταϊλανδο-κινεζο-βιετναμέζικο εστιατόριο με το προσωπικό της κουζίνας του, τους θαμώνες του,  τα διαμερίσματα από πάνω του με τους κατοίκους τους,  ένα γειτονικό παντοπωλείο, δύο αδέλφια μετανάστες χωρίς χαρτιά που το ένα ψάχνει το άλλο, και μια εμβόλιμη αισώπεια αλληγορία για το τριζόνι και το μυρμήγκι, είναι ο κόσμος του έργου του.

Ο «νέος» εργάτης στην κουζίνα, το δόντι του που πονάει, η ωμή συναδελφική επέμβαση-βοήθεα για την εξαγωγή του, η αεροσυνοδός με τη φίλη της στη σούπα της οποίας θα βρεθεί το χαλασμένο δόντι του, ο κύριος με το ριγέ πουκάμισο και ο γάμος του, η εγγονή που έχει τη φροντίδα του παππού και ο φίλος της, ο παντοπώλης, η μετανάστρια στα γρανάζια της εκπόρνευσης και της σωματεμπορίας, το τριζόνι και το μυρμήγκι, όλοι ταυτόσημοι κρίκοι μιας ενιαίας αλυσίδας μιας κοινωνίας τελικά ξένης προς το ανθρώπινο. Επεισόδια ζωής με σουρεαλιστική παρήχηση.

Όλα αφορμές για να μιλήσει για την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, αυτήν της εκμετάλλευσης, του εργασιακού μεσαίωνα της, της οικονομικής μετανάστευσης, της ταξικής ανισότητας, της απληστίας, του trafficking, της εμπορίας ψυχών και σωμάτων. Και βεβαίως, της αποκτήνωσης του ανθρώπου, της κανονικοποίησης  της βίας, της συνήθειας και της ρουτίνας στο απάνθρωπο. Ένα έργο, που ξεκινάει σαν χαρούμενο ανάλαφρο παραμύθι για μεταμορφωθεί σταδιακά σε αιματηρό, κτηνώδη εφιάλτη.

Η δημοσιογραφική εμπειρία του συγγραφέα υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη θαυμάσια δομημένη οικονομία και τεχνική του έργου. Ενός έργου, που ενώ διαθέτει όλα τα στοιχεία της «τραγικότητας» (έτσι όπως αυτή εκφράζεται στο αρχαιοελληνικό δράμα) εν τούτοις τα διαχειρίζεται με τρόπο ψύχραιμο και «ακαδημαϊκό». Δεν παρασύρεται και δεν παρασύρει στον επιτηδευμένο συναισθηματισμό.  Ενώ από την άλλη, όντας ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο, δεν πολιτικολογεί ασκόπως, επιδερμικά και βερμπαλιστικά.

Ο ίδιος ο συγγραφέας δίνει την οδηγία οι δεκαεπτά ρόλοι του να ερμηνεύονται από πέντε μόνο ηθοποιούς, επιλεγμένοι έτσι ώστε να ερμηνεύουν ρόλους σε αντίθεση με τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά τους, το φύλο τους, τη φυλή τους, την ηλικία τους. Η τέχνη απαντά στην οικονομική παγκοσμιοποίηση με τη δική της ανθρωποκεντρική οδηγία: η ζωή μας, μας αφορά όλους! Με την τεχνική αυτή, ο συγγραφέας συντάσσεται με τη μπρεχτική θεατρική κοσμοθεωρία της «αλλοτρίωσης» των χαρακτήρων: οι ιστορίες διακόπτονται, η μία παρεμβάλλεται στην άλλη μέχρι όλες μαζί να συναντηθούν,  οι παύσεις ανακοινώνονται  και η αποστασιοποίηση ρόλου-ηθοποιού,  ηθοποιού-κοινού οδηγεί  το θεατή να στέκεται πλέον κριτικά στα τεκταινόμενα. Εδώ, δεν πρωτεύει η ιστορία ή μύθος ούτε τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες, αλλά  οι μηχανισμοί που τους εξυφαίνουν. Άλλωστε, το ίδιο το έργο, πέρα από τη μπρεχτική φόρμα, έχει κι άλλες  μπρεχτικές καταβολές στη ρίζα του, αφού ακουμπάει απαλά στον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν». Και  εκεί όπως και εδώ το Κακό έχει παρεισφρήσει στον άνθρωπο, διαβλέποντας τη νομιμοποίηση μιας  σκοτεινής κανονικότητας .

Η σκηνοθεσία ενός τέτοιου έργου, καλοσχεδιασμένου με τόσες και τέτοιες παράλληλες διαδρομές είναι δίκοπο μαχαίρι για τον σκηνοθέτη. Είναι αυστηρά μελετημένο, στηριγμένο απόλυτα στις εναλλαγές σκηνών και της επί σκηνής μεταμορφώσεις, στις ακριβείς σχεδιασμένες σεκάνς  και μπορεί να εξελιχθεί σε ωρολογιακή βόμβα. Ο Γιώργος Ματζιάρης ανταποκρίθηκε με συνέπεια στις απαιτήσεις του έργου. Το διάβασε, το μελέτησε, το προστάτεψε από την εσωτερική φλυαρία του, υπηρετώντας τη διεθνιστική γλώσσα του αποφεύγοντας γραφικές φυλετικές, φυλικές, εθνοτικές ταυτοποιήσεις και μιμήσεις  και έφτιαξε μια παράσταση με καταιγιστικό ρυθμό και με επίταση στον σωματικό και φωνητικό συγχρονισμό μέχρι λεπτομέρειας. Οι μεταβάσεις των σκηνών είναι διαδοχικές, σχεδόν αυτοματοποιημένες. Σε έναν λιτό σκηνικό χώρο, δημιουργία του Σταύρου Μπαλή, με κατατμήσεις της σκηνής σε φωτεινά διαμερίσματα, με σύμμαχο τα χωροχρονικά φώτα της Μελίνας Μάσχα, και την απαραίτητη στη διαμόρφωση της ανθρώπινης τυπολογίας κίνηση της Βρισηίδας Σολωμού, καθοδηγεί τους πέντε ηθοποιούς  πρώτα δένοντας τους σε ένα σκηνικό σώμα, πριν αποκολληθούν από αυτό στους ρόλους τους για να ξαναενωθούν σε κάθε ευκαιρία πάλι σε ένα  ενιαίο σύνολο. Ξεχωρίζουν οι Θάλεια Σταματέλου, η Αρετή Τίλη και ο Στρατής Χατζησταματίου για την έντονη σωματικότητα που επιδεικνύουν στις υποκριτικές μεταμορφώσεις τους, πιο γήινοι ο σκηνοθέτης Γιώργος Ματζιάρης και ο Δημήτρης Μηλιώτης , χωρίς αυτό να επηρεάζει  το καλοκουρδισμένο σε ρυθμό, διδαγμένο και πειθαρχημένο ανσάμπλ που επιδεικνύει συνολικά μια ελκυστική ενέργεια, με απρόσκοπτες και φυσικές εναλλαγές. Λειτουργικά στους κώδικες της παράστασης τα κοστούμια της Χριστίνας Τσουτσουλίγα. Η μουσική του Λευτέρη Βενιάδη, εναρμονισμένη με λόγο, κίνηση, έκφραση δεν συντασσεται μόνο με την αρμονία αλλά δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο ηχητικό σύμπαν.

Η παράσταση παίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Χώρος κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 21:15. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ

Κείμενο: Roland Schimmelpfennig
Σκηνοθεσία / Δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Ματζιάρης
Μετάφραση:  Έρι Κύργια
Δημιουργία σκηνικού χώρου:  Σταύρος Μπαλής
Μουσική:  Λευτέρης Βενιάδης
Σχεδιασμός κίνησης : Βρισηίδα Σολωμού
Κοστούμια:  Χριστίνα Τσουτσουλίγα
Φωτισμοί:  Μελίνα Μάσχα
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Τσαϊρίδου
Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: έαρ Productions
Παίζουν (αλφαβητικά):  Γιώργος Ματζιάρης, Δημήτρης Μηλιώτης, Θάλεια Σταματέλου, Αρετή Τίλη, Στρατής Χατζησταματίου