Κώστας Β. Ζήσης

Πολυσυζητημένος ο σκηνοθέτης, δημοφιλές το θέατρο της Schaubϋhne, έχοντας παρουσιάσει ξανά και ξανά τη δουλειά τους στο ελληνικό κοινό, η ανάθεση από το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου συγγραφής ενός καινούριου έργου βασισμένο στο αρχαίο δράμα, που θα παρουσιαζόταν σε παγκόσμια πρώτη στον αφιερωματικό κύκλο Contemporary Ancients, ήταν μάλλον εύλογη.

Ο Τόμας Οστερμάιερ και η συγγραφέας Μάγια Τσάντε ήταν πολύ ξεκάθαροι στις προθέσεις τους. Πρόκειται για ένα καινούριο σύγχρονο, έργο, που πατάει πάνω στην Σοφόκλεια τραγωδία του Οιδίποδα Τυράννου, έχοντας μόνο ως βάση τον θεματικό πυρήνα της. Έχοντας ήδη διατυπώσει την άποψη ότι η αρχαία ελληνική τραγωδία αδυνατεί(;) να «μιλήσει» στον σύγχρονο άνθρωπο, μιας και οι «ουρανοί είναι άδειοι και δεν κατοικούνται πια από Θεούς» και πως δεν είναι η Μοίρα που οδηγεί τον Άνθρωπο όπως διακηρύσσουν (!) οι τραγωδίες , δίδαξαν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου ένα κείμενο που βρίσκει άκρες και αγκιστρώνεται σε επίκαιρες παγκόσμιες προβληματικές: οικολογία, καταστροφή του περιβάλλοντος, η καπιταλιστική κερδοφορία σε βάρος του κοινωνικού συνόλου, η θέση της γυναίκας και η σχέση της με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, ακόμα και η ανάμνηση του ναζιστικού παρελθόντος της Γερμανίας είναι όλα όσα απασχολούν την παράσταση παράλληλα με τo μυθοπλαστικό ξετύλιγμα του κουβαριού της πλοκής.

Δε συνηθίζω να γράφω την περίληψη του έργου, όμως σε αυτήν την περίπτωση το κρίνω αναγκαίο. Γόνοι αστικής τάξης, πλούσιοι και κατέχοντες εργοστάσιο χημικών υλικών, δύο αδέρφια, η Κριστίνα/Ιοκάστη και ο Ρόμπερτ/Κρέοντας, κάνουν διακοπές στην πολυτελή βίλα τους σε κάποιο ελληνικό νησί. Εκείνη έχει χάσει τον άντρα της, ιδιοκτήτη του εργοστασίου, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, έχει πλέον συνάψει σχέση με ένα κατά πολύ μικρότερο της άντρα, τον Μίχαελ/Οιδίποδα και περιμένει ήδη το παιδί του. Μαζί τους βρίσκεται και η καλύτερή της φίλη, η Τερέζ/Τειρεσίας-Δούλος, η οποία είναι και αυτή στέλεχος της εταιρείας. Κι ενώ συζητούν πώς θα διαχειριστούν το ενδεχόμενο σκάνδαλο της διαρροής χημικών υλικών του εργοστασίου τους που έχει μολύνει το περιβάλλον και ήδη έχει αρχίσει να επηρεάζει την υγεία των κατοίκων της περιοχής, αποκαλύπτεται ότι ο νεαρός σύντροφός της είναι ο υπεύθυνος για τον θάνατο του συζύγου της, ενώ ένα μενταγιόν αποδεικνύει την καταγωγή του, και την θαμμένη αλήθεια ότι είναι ο γιος που είχε εγκαταλείψει σε βρεφοκομείο μετά τον βιασμό από τον άντρα της, η οποία συγκλονίζει και διαλύει την σχέση και των τεσσάρων. Ο Μίχαελ/Οιδίποδας εντέλει αυτοκτονεί πέφτοντας στα βράχια, ενώ η Κριστίνα/Ιοκάστη , σε αντίθεση με το μύθο του Σοφοκλή, είναι τσακισμένη μεν αλλά ζωντανή.

Σε ότι αφορά το κείμενο της Τσάντε, η αδυναμία της να στοιχειοθετήσει μια οργανωμένη δραματουργία, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Αφήνει τεράστια δραματουργικά κενά, δίνει απλοϊκές έως αφελείς εξηγήσεις και φλυαρεί πάνω σε καίρια παγκόσμια ζητήματα για να τα ξεχάσει σχεδόν αμέσως και να τα αφήσει κατά μέρος επιδεικτικά. Όλα γίνονται απλά ένα όχημα εξέλιξης και επιτακτικής προσπάθειας επεξήγησης της διαφοροποιημένης μυθοπλασίας, όχημα που δε φτάνει σε κανένα προορισμό μιας και εγκαταλείπεται καταμεσής του δρόμου, για την επιβίβαση σε ένα άλλο. Για παράδειγμα σε όλο το πρώτο μέρος και σχεδόν στο δεύτερο ασχολούμαστε με την περιβαλλοντική κρίση που προκάλεσε η εταιρεία, λίγο μετά τα ξεχνάμε αυτά και καταπιανόμαστε με τον θάνατο του θετού πατέρα του Μίχαελ/Οιδίποδα, και εκεί επίσης χωρίς καμιά κατάληξη και ολοκλήρωση. Ενώ, στο τρίτο μέρος η πλοκή παίρνει μια απροσδόκητα μελό στροφή και αποκτά χαρακτηριστικά τηλεοπτικής σαπουνόπερας , με βαρύγδουπους επαναλαμβανόμενους διαλόγους. Και είναι τουλάχιστον ειρωνικό, να έχεις μιλήσει προηγουμένως για «ατέλειες» στη μυθοπλασία του Σοφοκλή , για να μας σερβίρεις τελικά ένα φωσκολικό σενάριο, όπου για παράδειγμα η εγκυμονούσα σύζυγος κρύβει την εγκυμοσύνη της επί εννέα μήνες λέγοντας στον σύζυγο πως φεύγει για κούρα, ενώ ένα μενταγιόν που αποδεικνύει την καταγωγή του φέροντος και που κατά ομολογία του “δεν το εγκαταλείπω ποτέ”, δεν έχει τύχει να το δει ποτέ μέχρι τώρα η συμβία του, η οποία μάλιστα περιμένει και το παιδί του! Η μελούρα των 60ς με παρατημένα ορφανά σε βρεφοδόχους, σταυρουδάκια και κουβερτούλες της μάνας, “βάζουν τα καλά ” τους, ομιλούν τη γερμανική και επιστρέφουν με σοβαροφάνεια στην Επίδαυρο επιβιβαζόμενα σε πολυτελή αυτοκίνητα και ασθενοφόρα που βολτάρουν στον Επιδαύρειο πευκώνα, ενώ περιμένεις από κάπου να ξεπεταχτεί κάποια τηλεπερσόνα με «πακέτο» ανά χείρας αντίστοιχης δακρύβρεχτης τηλεοπτικής εκπομπής.

Και αυτά αφορούν μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του κειμένου . Γιατί η ίδια επιδερμικότητα και απλούστευση κυριαρχεί και στα εσωτερικά, βαθύτερα χαρακτηριστικά του. Η Συνείδηση και διαχείριση της Αλήθειας από τον άνθρωπο, αυτά που ήταν ο στόχος ανάδειξης των μηνυμάτων του έργου (όλα δηλώσεις του σκηνοθέτη), αφήνοντας κατά μέρος, Θεούς, φροϋδικές αντιλήψεις , πάθη, ύβρεις και νεμέσεις και αυτά εγκαταλείπονται ημιτελή. Βάζοντας κεντρικό πρόσωπο την Κριστίνα/Ιοκάστη, μετατοπίζεται αναπόφευκτα πια το ίδιο το κέντρο βάρους από τη Συνείδηση και την Αλήθεια, στη συμπόνια της γυναικείας φύσης, ενώ αυτό που εισπράττεται πλέον από το κοινό είναι η λύπηση. Το θέμα μας πια είναι η Γυναίκα και μόνο. Δυστυχώς σε ό,τι αφορά το κείμενο, δεν μπορούμε παρά να μιλήσουμε για μια αβάσταχτη ελαφρότητα «της τραγωδίας» μιας τραγωδίας, αφού η επιδερμική προσέγγιση με ό,τι καταπιάνεται δεν αφήνει ούτε τις προθέσεις, ούτε τα σημαινόμενα να κορυφωθούν. Επιτυχημένο μπορεί να εκτιμηθεί μόνο το χτίσιμο των τεσσάρων χαρακτήρων και οι ιδεολογικές συγκρούσεις τους, και αυτό μόνο αν δεχτούμε ότι ο διαφοροποιημένος ρομαντισμός του τύποις αδιάβρωτου Μίχαελ /Οιδίποδα οφείλεται στην ταπεινή καταγωγή των θετών γονέων του οπότε και στην ετερόκλητη ταξική αφετηρία του, γιατί στο δια ταύτα όλοι εν τέλει συμπλέουν κατά το ταξικό συμφέρον τους.

Η παράσταση, στα επιμέρους στοιχεία της είναι ένα ρεσιτάλ ρεαλισμού, μέσα σε ένα συμβολικά φωτιζόμενο ελλειπτικό σκηνικό (Jan Pappelbaum), όπου πότε οι τοίχοι του χτίζονται και πότε γκρεμίζονται (κάνοντας ακόμα και ένα σκηνοθετικό αυτοσαρκασμό στην ίδια του τη σύλληψη, όταν ο Μίχαελ περνάει μέσα από τους νοητούς τοίχους αναρωτώμενος αν υπάρχουν). Ένα σκηνικό φανερά κατασκευασμένο για κλειστά θέατρα και σκηνές που θα ακολουθήσουν στην παγκόσμια περιοδεία της παράστασης και καθόλου εναρμονισμένο με την σκηνή της Επιδαύρου, για την οποία παραγγέλθηκε (και χρηματοδοτήθηκε). Δεν υπάρχουν ιδιαίτερα σκηνοθετικά ευρήματα (ίσως ενδεικτικότερα μπορούμε να αναφέρουμε την πειθαρχημένη εισβολή της κάμερας των Matthias Schellenberg και Thilo Schmidt στην Ορχήστρα, όπου προβάλλουν σε γιγαντοοθόνη λεπτομέρειες προσώπων και εκφράσεων ή το σπάσιμο του αγαλματίδιου της Σφίγγας), η μουσική του Sylvain Jacques δεν προσφέρει κάποιο ιδιαίτερο χρώμα, και τα σταθερά φώτα του Erich Schneider οδηγούνται από τη σκηνική δομή των τριών μερών του έργου σε πρωί, απόγευμα και βράδυ, ενώ ο προβολέας του φωτίζει τις αλήθειες των ηρώων.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι ένας από τους πολύ σημαντικούς λόγους που δικαιώνει το ταξίδι στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Οι Caroline Peters (Κριστίνα), Christian Tschirner (Ρόμπερτ), Renato Schuch (Μίχαελ) και Isabelle Redfern (Τερέζα) ερμηνεύουν τους ήρωές τους σε μια κοινή ερμηνευτική γραμμή απαλλαγμένη από σκηνική υπερβολή και ανταποκρινόμενοι στο διπλό σκηνοθετικό κάλεσμα της θεατρικής πράξης και της κινηματογραφικής καταγραφής. Οι ήρωές τους παρουσιάζονται σε πλήρη φυσικότητα, ενταγμένοι στη ρεαλιστική πραγμάτωση της παράστασης.

Ο Τόμας Οστερμάιερ, ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, έστησε μια παράσταση κλειστού δωματίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου ρισκάροντας (ή επιθυμώντας ίσως) να διατηρήσει τις εντυπώσεις των αμφιλεγόμενων δηλώσεών του και της αμφισβήτησης των «ιερών και οσίων» της παγκόσμιας δραματουργίας, συντηρώντας το μύθο του στο θεατρικό γίγνεσθαι. Και τελικά, ίσως αυτή να είναι και η ουσιαστική επιτυχία του, σε αυτόν τον πολλαπλό διάλογο που άνοιξε: ότι στο θέατρο δεν υπάρχουν «ιερά τέρατα», ούτε και θέσφατα.