Κώστας Β. Ζήσης

«…Κουράστηκα να είμαι ένα αντικείμενο αηδίας…»

Είναι η ίδια η ζωή του Ζαν Ζενέ,  που επηρέασε βαθύτατα το έργο του. Από μικρό παιδί, φυλακές, αναμορφωτήριο, σχεδόν πάντα στο περιθώριο της κοινωνίας, αφιερώθηκε αρκετά ώριμος στην συγγραφή, και μέσα από  ένα κατάδικό του υπερρεαλιστικό σύμπαν  επιχειρεί τις επαναστάσεις του ενάντια στις κοινωνικές προλήψεις, καταδιώξεις, αποκλεισμούς.  Ο Σαρτρ, ο οποίος τον στήριξε και τον βοήθησε να αφιερωθεί και να αναδείξει την πένα του,  στη μελέτη του «Ο Άγιος Ζενέ, κωμωδός και μάρτυρας» (1952) κάνει μνεία για τον νόθο δεκάχρονο Ζαν που κατηγορήθηκε άδικα για κλοπή. Για τον Ζαν, που ακριβώς επειδή χαρακτηρίστηκε κλέφτης, αποφάσισε να γίνει και στην πραγματικότητα. Ο Ζενέ, άθελά του ίσως, έγινε το σύμβολο και η απτή κοινωνική εφαρμογή του υπαρξισμού.

Και είναι αυτό ακριβώς το μέτρο, με τα οποίο κάποιος μπορεί να κατανοήσει όσα ακατανόητα συμβαίνουν στο αστικό υπνοδωμάτιο της «Κυρίας» από τις περίφημες «Δούλες» του. Έργο εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία των αδελφών Papin, υπηρέτριες που κατέσφαξαν την κυρία και την κόρη της, ιστορία που συντάραξε τη γαλλική κοινωνία όχι μόνο για το απεχθές έγκλημα, αλλά για την εμμονική αφοσίωση και επίδραση της μιας στην άλλη μέχρι το τέλος τους.

Ο Ζενέ, κατασκευάζει για την Κλαίρ και την Σολάνζ (τις δικές του Δούλες), έναν κόσμο μεταμφιέσεων, προσποιήσεων, αντικατροπτισμών και αντανακλάσεων. Παίζει, επιδέξια με το «είναι» και το «φαίνεσθαι» στην προσπάθεια να φωτίσει και να ανακαλύψει τις διεργασίες που συντελούνται σε αυτές τις απελπισμένες ηρωίδες του, σε αυτά τα ταπεινά και καταφρονεμένα πλάσματα, χωρίς να ξεχνά ότι και αυτός υπήρξε τέτοιος  και ότι τέτοιες υπάρξεις καλλιεργούνται, κυνηγιούνται και εγκαταλείπονται  ανυπεράσπιστες στην κοινωνία με τις ευλογίες της ίδια της πολιτείας. Οι Δούλες, δεν βρίσκουν άλλον τρόπο να αμυνθούν, από το να υποδύονται σε εναλλαγή την ίδια την Κυρία τους: δεν μπορούν να εκφράσουν αλλιώς την πίκρα τους, δεν μπορούν να την προσπελάσουν διαφορετικά. Είναι αδύνατο για αυτές να συγκρουστούν μετωπικά, να αντιταχθούν. Και αυτό τις οδηγεί στο μίσος. Ένα μίσος με απαρχές στο πρόσωπο της Κυρίας, που εξελίσσεται σε μίσος κατά του ίδιου του εαυτού τους, ένα μίσος που πλέον εξακοντίζεται απέναντι σε όλη την κοινωνία, ένα μίσος για τον ίδιο τον  Άνθρωπο.

Σε ένα θέατρο του παραλόγου που εξαιτίας  της συγγραφικής επιτηδειότητας μπορεί να προσληφθεί και ως απόλυτα ρεαλιστικό, γίνεται η μία προβολή της άλλης, η μια αντανακλά και καθρεφτίζει το μίσος της στην άλλη. ‘Η «Κυρία»και ό,τι  απάνθρωπο αυτή εκπροσωπεί πρέπει πάση θυσία να εκλείψει.  Από την ζωή, την κοινωνία, την σκέψη και το μυαλό. Να πάψουν οι «Κυρίες» να αποτελούν στόχο, πρότυπο και σκοπό ζωής. Και δυστυχώς, αυτά τα βασανισμένα πλάσματα, ανήμπορα να κατανοήσουν την δύναμή τους, να ορθώσουν το ανάστημά τους, σκοτώνουν την «Κυρία»-είδωλο που έχουν μετατρέψει τον ίδιο τους τον εαυτό.  Η υπαρξιακή κάθαρση επιτυγχάνεται, η κοινωνία όμως παραμένει σαθρή και βρώμικη αφού η «Κυρία» έχει θριαμβευτικά επιβιώσει.

Η ανάγνωση της Βάσιας Χρονοπούλου, επιδίδεται περισσότερο στο  υπαρξιακό υπόβαθρο του έργου και των ρόλων του (ακόμα και των ρόλων μέσα στους ρόλους).  Υπογραμμίζει εμφανώς την  φθονερή επιλογή της υπόδησης και της προσποίησης ως μοναδικό όπλο αντίστασης  και επιλέγει να συμβολοποιήσει σχεδόν φετιχιστικά την «Κυρία» στην queer προσωπικότητα της Holly Grace του Θέμη Θεοχάρογλου.   Η πνοή του έργου  εκκινείται και επικεντρώνεται στην μεταμόρφωση και είναι αυτή που επιβάλλεται ως κυρίαρχη σε όλα τα επί μέρους στοιχεία της παράστασης:  μια ντουλάπα με την σκευή όλων των απαραίτητων,  εν μέσω μαδημένων ροδοπέταλων-ψυχών, γίνεται το επίκεντρο της σκηνής (σκηνικά Γιάννης Αρβανίτης). Όλα συντελούνται με άξονα αυτήν. Από την σταδιακή, ζωντανή, σκηνική μεταμόρφωση της Κυρίας, το καθρέφτισμα και τις αντανακλάσεις, τα φώτα και οι σκιές (σε σύθαμπους δρόμους από τον Δημήτρη Μπαλτά) , όλα πηγάζουν από αυτήν. Η ντουλάπα γίνεται ο καθρέφτης και γίνεται το παράθυρο διαφυγής  των ηρωίδων. Χωρίς να διακινδυνεύει στην πρωτοτυπία, μιας και ήδη η επιλογή της Holly Grace, είναι αρκούντος ρηξικέλευθη, αφήνει τις ηθοποιούς να κινηθούν ελεύθερα μέσα στο εφιαλτικό αυθάδικο κείμενο του Ζενέ (μετάφραση της ίδιας και της Ντένιας Στασινοπούλου) αποφεύγοντας με οξυδέρκεια τους σκοπέλους της σκηνικής υπερπροβολής.

Οι Ντένια Στασινοπούλου και η Ιωάννα Λέκκα (Σολάνζ και Κλαιρ αντίστοιχα) επιτυγχάνουν το επί σκηνής αλληλοσυμπλήρωμα που είναι η μεγάλη a priori (και δύσκολη) απαίτηση του έργου. Δεν υπάρχει ίχνος ερμηνευτικής υπερβολής,  κορυφώνουν την τραγική υπόσταση των ηρωίδων τους μέσα σε ψύχραιμους υποκριτικούς δρόμους. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση της σιγουριάς στην τρόπο που αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα οι ηρωίδες τους που εντείνει και προεκτείνει την τραγικότητά τους. Η καταφυγή στο παράλογο ως το μόνο λογικό, αυτός ο μονόδρομος της απελπισίας τους,  καταδεικνύεται με υποκριτική σιγουριά. Πλήρως εναρμονισμένος με τα αισθητικά και ιδεολογικά στοιχεία της παράστασης ο Θέμης Θεοχάρογλου, χτίζει λεπτό προς λεπτό το απροσπέλαστο και άβατο της Κυρίας. Μετατρέπεται σε τοτέμ νικηφόρο αντικείμενο, στην ύπαρξη που περιπαίζει, καταβαραθρώνει, ταπεινώνει με περισσή ευκολία, τυραννά , δεσπόζει, θριαμβεύει και γι αυτό είναι εντέλει εξίσου λατρεμένη  και μισητή μαζί.

Ένα παράπονο είναι οι «Δούλες» του Ζενέ. Ένα παράπονο, βγαλμένο από τα έγκατα ψυχών αδικημένων και βασανισμένων που καταφεύγουν στην μίμηση και την προσποίηση για να πολεμήσουν τους δαίμονες τους. Και η παράσταση της Βάσιας Χρονοπούλου, εν μέσω φορεμάτων, παγιετών και μακιγιάζ,  βγάζει από την ντουλάπα ψευδαισθήσεις και αυταπάτες και καθρεφτίζει στη σκηνή ένα έγκλημα που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

Μετάφραση: Ντένια Στασινοπούλου, Βάσια Χρονοπούλου
Σκηνοθεσία: Βάσια Χρονοπούλου
Φωτισμοί: Δημήτρης Μπαλτάς
Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης
Κοστούμια: Βάσια Χρονοπούλου
Κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου
Μουσική: Γρηγόρης Ελευθερίου
Φωτογραφίες – τρέιλερ: Ίρις Κατσούλα
Παραγωγή: Apparatus
Οργάνωση παραγωγής: Μάνθα Καραδήμα
Επικοινωνία- Δημόσιες Σχέσεις: Γιώτα Δημητριάδη

Παίζουν
Σολάνζ: Ντένια Στασινοπούλου
Κλαιρ: Ιωάννα Λέκκα
Κυρία: Holly Grace (Θέμης Θεοχάρογλου)

Η παράσταση είναι επιχορηγούμενη από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού

Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15
Διάρκεια: 110 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: κανονικό 15 ευρώ
μειωμένο (φοιτητικό- άνω των 65) 12 ευρώ
5 ευρώ ανέργων και ατέλειες
Γκρουπ άνω των 7 ατόμων (10 ευρώ)
Προπώληση μέσω viva.gr
Θέατρο Άλμα Β’ Σκηνή
Διεύθυνση: Ακομινάτου 15
Τηλέφωνο: 21 0522 0100