Κριτική | «Ουρανός Κατακόκκινος: Χρόνος Πριν, Χρόνος Μετά»: μικροαστοί στο περιθώριο. Δε γνωρίζω πραγματικά, αν η πρόθεση της Ελένης Παργινού ήταν να αναδείξει ακριβώς αυτήν τη δραματουργική αποτύπωση του μεταπολεμικού περιθωριοποιημένου μικροαστισμού στην Ελλάδα, όπως εκφράζεται στην πιο κατασταλαγμένη του μορφή μέσα από το έργο αυτό της Αναγνωστάκη.  Έκουσα, άκουσα ωστόσο, το πετυχαίνει φέρνοντας στην επιφάνεια αυτές ακριβώς τις ιδεολογικές διαδικασίες της μικροαστής Σοφίας Αποστόλου:

Γραμμένος το 1997, ο μονόλογος της Λούλας Αναγνωστάκη «Ουρανός κατακόκκινος» κουβαλάει στους ώμους του θαρρείς το σύνολο της ελληνικής δραματουργίας του 20ου αιώνα. Δραματουργίας που ειδικά από  το τέλος του πολέμου και μετά καθορίζεται επιτακτικά ως προς την ιδεολογία της από δύο κυρίαρχους τύπους, τον μικροαστό και τον περιθωριακό. Αυτή η τάση, αναμφισβήτητα, είναι αποτέλεσμα των ιδιαίτερων ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών  που πρόβαλλαν στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τάση που αναδείχθηκε έντονα από  έργα των Ιάκωβου Καμπανέλλη, Βασίλη Ζιώγα, Μάριου Ποντίκα, Μήτσου Ευθυμιάδη, Γιώργου Σκούρτη, Στρατή Καρρά κ.α. και βεβαίως σε μια πιο προσωπική γραφή στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη.

Ο μικροαστός ως θεατρικός τύπος κυριαρχεί ειδικά στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Χωρίς συγκροτημένη ιδεολογία, κενός από ταξική συνείδηση, βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς ονείρωξης ότι «θα πιάσει την καλή» και θα ανέλθει κοινωνικά προαγόμενος σε αστό και, γιατί όχι; σε μεγαλοαστό. Το καταφέρνει; ελάχιστα. Έτσι αναπτύσσεται ένας ιδιότυπος ηττοπαθής στην ουσία του ψυχισμός γεμάτος από συναισθηματικές αγκυλώσεις, ο οποίος ψάχνει να βρει διέξοδο και πόρτες διαφυγής (συνήθως φαντασιακής) σε ένα παρελθόν ή σε κάποιο μέλλον, αγκιστρωμένος ωστόσο πάντα σε ένα δυστοπικό παρόν. Ο περιθωριακός, είναι ακριβώς η φυσική συνέχεια και κατάληξη του εγκλωβισμένου μικροαστού. Αποτελεί την έκφραση του συντετριμμένου από τις ίδιες του τις αυταπάτες μικροαστού. Είναι ο απροσάρμοστος, ο αποτυχημένος που οδηγείται στο περιθώριο της ζωής, αποκόβεται στην περιφέρεια της κοινωνικής διαδικασίας και εξέλιξης. Ξένος προς την αστική τάξη που αδυνατεί να κατακτήσει, ξένος προς την εργατική που αγωνίζεται να αποκοπεί. Το περιθώριο πια είναι η διέξοδος διαφυγής, η οποία φαντάζει ως λύτρωση και όχι ως καταδίκη. Η υπαναχώρησή του από τις κοινωνικές δεσμεύσεις μεταφράζεται στη συνείδηση του σε προσωπική καταξίωση.

Η Σοφία Αποστόλου της Λούλας Αναγνωστάκη αποτελεί ακριβώς το σημείο συνάντησης των δύο αυτών θεατρικών τύπων του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου, αποδομένος ακριβώς πάνω στο μεταίχμιο της αλλαγής του αιώνα.  Είναι καθηγήτρια γαλλικής, μιλά αγγλικά και ρωσικά, έχει σπουδάσει φιλολογία  είναι  καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης (με ό,τι συμβολίζει αυτό ως όνειρο κοινωνικής καταξίωσης στη μεταπολεμική Ελλάδα) που έχασε τη θέση της λόγω αλκοολισμού. Είναι επίσης χήρα κομμουνιστή (όμορφος και τσαχπίνης περιγράφεται από την ίδια) που πέθανε νέος και μάλιστα, σε μια εποχή που ο υπαρκτός σοσιαλισμός έχει προδοθεί (μια θαυμάσια σημειολογία). Είναι επίσης βοηθός του «άσχημου» και «άχρηστου» γιου της στις παράνομες μπίζνες trafficking κοριτσιών από τις απότομα φτωχωποιημένες πρώην σοσιαλιστικές χώρες, ο οποίος τώρα βρίσκεται σε κάθειρξη στις φυλακές Κορυδαλλού.  Τώρα, έχει νοικιάσει ένα σπίτι ακριβώς απέναντι από τις φυλακές, μια γκαρσονιέρα και ταράτσα στον 6ο όροφο και εκεί κλεισμένη πια βλέπει τον «κατακόκκινο ουρανό». Η Σοφία Αποστόλου, έχει πια λουμπενοποιηθεί…

Η Σοφία Αποστόλου είχε και έχει όλα τα χαρακτηριστικά των δύο αυτών θεατροτύπων. Οδηγείται σταδιακά σε αντικοινωνικές ομολογίες, παραιτείται από την παραγωγική κοινωνική διαδικασία, ανατρέχει σε ένα ευτυχισμένο παρελθόν και παρόλο που αναγνωρίζει όλες τις κοινωνικές παθογένειες προτιμά σαφώς την προσωπική παθητική αποστασιοποίηση από την κοινωνική δράση και εξέγερση. Χρονικά, αφήνεται σε μια διπλή σήμανση του χρόνου, με το παρελθόν μέσω της αναπόλησης και της μνήμης να εμφανίζεται ως βιωμένο παρόν. Χωροταξικά, αποκτά ζωή στη κλειστή γκαρσονιέρα και προτιμά να βλέπει τον κόκκινο ουρανό –σύμβολο της ανατροπής και της αντίδρασης που πλανάται και ξεθυμαίνει, παρά να είναι μέρος αυτού. Για τη Λούλα Αναγνωστάκη η ιστορική ήττα του αριστερού κινήματος οδηγεί στην αποβολή κάθε επαναστατικής διάθεσης και στην προβολή ενός ψυχοδραματικού αδιεξόδου. Είναι πασίδηλη αυτή η οπτική σε όλα τα έργα της. Στερείται η Σοφία Αποστόλου της, ιδεολογικού αφηγήματος;  Κάθε άλλο. Τρανή απόδειξη, ότι ο δραματουργικός χαρακτήρας της, μπορεί να ξεκλειδωθεί μόνο με μαρξιστική προοπτική. Διαφορετικά παραμένει ερμητικά κλειστός, ανερμήνευτος και στραβά αναγνωσμένος.

Δε γνωρίζω πραγματικά, αν η πρόθεση της Ελένης Παργινού ήταν να αναδείξει ακριβώς αυτήν τη δραματουργική αποτύπωση του μεταπολεμικού περιθωριοποιημένου μικροαστισμού στην Ελλάδα, όπως εκφράζεται στην πιο κατασταλαγμένη του μορφή μέσα από το έργο αυτό της Αναγνωστάκη.  Έκουσα, άκουσα ωστόσο, το πετυχαίνει φέρνοντας στην επιφάνεια αυτές ακριβώς τις ιδεολογικές διαδικασίες της μικροαστής Σοφίας Αποστόλου: τις εύκολες κλισέ δικαιολογίες της («κάθε κομμουνιστής έχει ροπή προς το κακό» θα δικαιολογηθεί για τις πράξεις μαστροπείας την ίδια ώρα που θα τραγουδάει την Τρίτη Διεθνή),  θα διατρανώσει τις μικροαστικές αγωνίες («…ή είσαι με τους πολύ δυνατούς ή είσαι με τους παράνομους…»), τη στρεβλή πρόσληψη της προσωπικής εξαιρετικότητας («…η δική μου επανάσταση είναι να μη μοιάζω με τους άλλους…» ) την επαναλαμβανόμενη χρήση της κτητικής αντωνυμίας «δικός μου», «δική μου», «δικό μου», κλείνοντας με τη βαρύγδουπη, απέραντα ναρκισσιστική κατακλείδα που εκστομίζει υπερήφανα με τρία μόνο γράμματα: Εγώ!

Η παράσταση της Ελένης Παργινού σίγουρα  δεν αποτελεί μια τυπική γραμμική αναπαράσταση  του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη. Περισσότερο προσομοιάζει σε ψηλάφισμα του έργου και της ηρωίδας, μια επιχείρηση βαθειάς ανίχνευσης τους, μακριά από ρεαλιστικές αποτυπώσεις. Αυτό, δεν εκφράζεται μόνο δραματουργικά με την ανθολόγηση αποσπασμάτων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του έργου. Αποτυπώνεται και στη σκηνική απεικόνιση της παράστασης με τη χρήση σύγχρονων πολυμέσων να πολιορκούν τη στοιβαγμένη πεπαλαιωμένη οικοσκευή, μεταφράζοντας τη μεταίχμια κατάσταση της ηρωίδας.  Λέξεις-κλειδιά προβάλλονται στα διάφανα τελάρα της Αλεξάνδρας Νιάκα, ενώ τα ηλεκτρονικά ηχοτόπια του Κώστα Φραντζή, πεταρίζουν σαν ανασυρμένες ψυχές μέσα στις εκλάμψεις του φωτισμού του Περικλή Μαθιέλλη. Με κυνικό σπαραγμό και καθαρό λόγο η ερμηνεία της Σοφίας Κορώνη οδηγεί  την παράσταση με ομοιογένεια και συγκινησιακή συνέπεια στο σκηνοθετικό σχεδιασμό. Χωρίς να υποτιμώ την αξία, η παρουσία της σκηνοθέτιδας στη σκηνή μαζί με τη Νεφέλη Ανανιάδη, περιορίστηκε μάλλον σε μια υποστηρικτική στην κεντρική ερμηνεύτρια σκηνογραφική διάδραση,  χωρίς κάποιον ιδιαίτερο δραματουργικό ρόλο (ή τουλάχιστον αυτός δεν αναδείχθηκε), ενώ και η μακρόσυρτη εισαγωγή της παράστασης, περισσότερο αποπροσανατολίζει, παρά εισάγει, στο νοηματικό κέντρο της.

Η παράσταση παίζεται στο Bios Main κάθε Δευτέρα και Τρίτη  στις 21:00. Εισιτήρια μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ.

Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Δραματουργική Επεξεργασία: Ελένη Παργινού
Ηχητικός Σχεδιασμός – Μουσική: Κώστας Φραντζής
Ψηφιακή σκηνογραφία: Αλεξάνδρα Νιάκα
Σχεδιασμός Φωτισμού: Περικλής Μαθιέλλης
Φωτογραφίες: Δήμητρα Παπαγεωργίου
Σχεδιασμός αφίσας: Φωτεινή Μασίκα
Βοηθός παραγωγής: Γιάννης Γκιώνης
Επικοινωνία: Μαριάννα Παπάκη, Νώντας Δουζίνας
Παραγωγή: Ομάδα Kentro
Ηθοποιοί: Σοφία Κορώνη, Νεφέλη Ανανιάδη, Ελένη Παργινού
Live electronics: Κώστας Φραντζής
Η δράση πραγματοποιείται υπό την αιγίδα και με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.