Κριτική | «σάμερτάιμ» από τους bijoux de kant: η εποχή που φεύγει και η εποχή που (δεν) γυρίζει. Ο Γιάννης Σκουρλέτης, δημιουργεί επί σκηνής δύο υπερβατικές φιγούρες,  οι οποίες  υπερπηδούν το φράγμα της βιωματικής κατάθεσης και σταδιακά και με όχημα τις μουσικές επιλογές κυλούν προς την πλατεία και την πλημμυρίζουν με όλα τα καλοκαίρια που τα διαδέχτηκαν χειμώνες, με εκείνα τα καλοκαίρια,  που τα νοσταλγούμε με γλύκα γιατί ακριβώς είχαν ημερομηνία λήξης

Έχει μια ξεχωριστή σφραγίδα η δουλειά της ομάδας του Γιάννη Σκουρλέτη, η bijoux de kant, που χρόνια τώρα ανοίγει οπτικές και προοπτικές στο ελληνικό θέατρο.  Σφραγίδα ιδιότυπη με βασικά της χαρακτηριστικά τη λογοτεχνική δύναμη, τη χαρακτηριστική «γιουσουρούμ» σκηνογραφική της αφοσίωση, και την επίπονη και σε βάθος υποκριτική της διεργασία. Και τα τρία αυτά στοιχεία συνθέτουν ένα συμπαγές εικαστικό αμάγαλμα που λειτουργεί ως μαλακτικό βάλσαμο στην ψυχή και τη σκέψη, ανοίγοντας δρόμους επικοινωνίας και διαλεκτικής ανάμεσα σε αυτά τα δύο συστατικά της ανθρώπινης σύστασης.

Το «σάμερτάιμ» στο Θέατρο Μπέλλος δε θα μπορούσε να είναι εκτός αυτής της λογικής, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο, γραμμένο σε χρόνο ενεστώτα, και με μια (πολύ ορατή στην παράσταση) ταύτιση και συνεργασία του συγγραφέα Άκη Δήμου και του σκηνοθέτη. Έργο γραμμένο σχεδόν κατά παραγγελία για να περιληφθεί στη δράση του Υπουργείου Πολιτισμού, «Όλη η Ελλάδα, ένας πολιτισμός» και με θέμα την περιβαλλοντική κρίση, δεν σέρνεται πίσω από την τυπολατρική αναπαραγωγή μιας μάλλον αντιθεατρικής θεματογραφίας, αλλά αρπάζει την ευκαιρία για να μιλήσει έντονα θεατρικά για τις απώλειές μας ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης. Τις υλικές, τις σωματικές, τις ψυχικές, τις συναισθηματικές. Δεν στέκει επίσης με τεχνική και υφολογική μονομέρεια, αφού η βάση και η δομή του αποτελούν το παιχνίδι ανάμεσα σε έναν εφιαλτικό ρεαλισμό και ένα «παράλογο»-καταφύγιο.

Μέσα στα τουριστικά σκουπίδια, με πλάτη στα αρχαία ερείπια ενός ναού (φυσικό σκηνικό στην πρεμιέρα της παράστασης στον Αρχαίο Ναό του Απόλλωνα στην Καρδίτσα), ο Χρόνης, ένας ξεναγός και η Τερέζα, ραδιοφωνική παραγωγός, ίσως ένας Διόνυσος και μια Μυρρίνη του καιρού μας ή ως άλλοι Βλαντιμίρ και Εστραγκόν, εγκλωβισμένοι σε ένα συνεχές και αμετάβλητο καυτό και εφιαλτικό καλοκαίρι, περιμένοντας φαινομενικά τους τουρίστες-βαρβάρους ως υπόσχεση ευημερίας, καρτερούν εναγωνίως ένα λυτρωτικό χειμώνα. Έναν χειμώνα-Γκοντό που θα τους απαλλάξει από το σισσύφειο μαρτύριο της ζέστης, της δίψας, της λειψυδρίας, που θα αναστήσει τις απώλειες και θα ζωντανέψει τις ελπίδες, και που δεν έρχεται και που μάλλον δεν θα έρθει ποτέ.

Ο Γιάννης Σκουρλέτης, δημιουργεί επί σκηνής δύο υπερβατικές φιγούρες,  οι οποίες  υπερπηδούν το φράγμα της βιωματικής κατάθεσης και σταδιακά και με όχημα τις μουσικές επιλογές κυλούν προς την πλατεία και την πλημμυρίζουν με όλα τα καλοκαίρια που τα διαδέχτηκαν χειμώνες, με εκείνα τα καλοκαίρια,  που τα νοσταλγούμε με γλύκα γιατί ακριβώς είχαν ημερομηνία λήξης. Με μια γλώσσα σύγχρονη, που γεννιέται για αυτήν την νοσταλγική αναγκαιότητα των ξηρών ημερών μας, με προοικονομίες φυσικών καταστροφών που ωθούν σε συναισθηματικές καταρρεύσεις, με το τραγικό να μεταλαμβάνει στο κωμικό και στο αυτό-σαρκαστικό, και με δύο ήρωες όπου φορώντας τα κουρέλια της ξεσκισμένης, φθαρμένης ελληνικότητας, με την απαξιωμένη ντοπιολαλιά της και με στίχους τραγικών ποιητών συγκοινωνούντων με λαϊκά τραγούδια, ο ένας παρηγορεί τον άλλον για να ξεδιψάσει τελικά ο ένας από τον άλλον και να συμπορευτούν στο δυσοίωνο μέλλον δεμένοι στο «μαζί». Με έναν συγκλονιστικό τρόπο, βρίσκω ότι η παράσταση, παρόλη την διαφορετική της θεματογραφία, επικοινωνεί με τρόπο υπόγειο (και γι αυτό συνταρακτικό) με το περσινό «Μαύρο ταξίδι», που παρουσιάστηκε από τους bijoux de kant, στο ίδιο θέατρο την περασμένη σεζόν. Μια κατάθεση για όλα όσα χάνουμε υπό το βάρος της ματαιότητας μιας πύρρειας κυριαρχίας συμφερόντων, είτε απέναντι στην Ανθρωπότητα είτε απέναντι στη Φύση.

Η Καλλιρρόη Μυριαγκού, ερμηνεύει την Τερέζα της καλύπτοντας όλο το φάσμα και τη διαδρομή από την αποδοχή της τετελεσμένης απώλειας μέχρι την απελπισμένη προσμονή για τον νόστο της. Έχει την ωριμότητα να αποδίδει με υποκριτική ακρίβεια τις (κοινές) συνισταμένες της κωμικότητας και της τραγικότητας, χωρίς η μία να ποδοπατά την άλλη.  Τον Γιάννη Τσουμαράκη, τον είχα ξεχωρίσει στην περασμένη δουλειά του στο «Μούρη γεμάτη μούρα» στο Θέατρο Σταθμός, για τη διαφαινόμενη δυναμική του και απόλυτα εκφρασμένη σκηνική ενέργειά του (για να είμαι ειλικρινής κρατώντας και μια μικρή επιφύλαξη για το προφανές ταίριασμα του καθαρού baby-face του ηθοποιού με τον ρόλο του εκεί). Εδώ, όμως, αυτή ακριβώς η δυναμική επιβεβαιώθηκε, η ενέργεια παραμένει ζωντανή και τα εκφραστικά του μέσα ενεργοποιούνται πλήρως επεξεργασμένα, με τις σωστές τοποθετήσεις φωνής, το χρωματισμό χροιάς, την ακρίβεια ατάκας, και την μετριοπαθή και με ακρίβεια κίνηση. Ο Γιάννης Τσουμαράκης είναι μια νέα υπόσχεση του θεάτρου μας.

Πολύτιμο όπλο της παράσταση η μουσική και τα τραγούδια της Χαρούλας Τσαλπαρά.

Έως και 5 Δεκεμβρίου 2023
Διάρκεια Παράστασης 75 λεπτά
Εισιτήρια ΕΔΩ

Κείμενο: Άκης Δήμου
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Μουσική: Χαρούλα Τσαλπαρά
Σκηνικά – κοστούμια – φωτισμοί: bijoux de kant
Δραματολόγος: Ασημένια Ευθυμίου
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Συντονισμός παραγωγής: Γιώργος Παπαδάκης
Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου | Art Ensemble
Παίζουν η Καλλιρρόη Μυριαγκού και ο Γιάννης Τσουμαράκης

Θέατρο Μπέλλος:
Κέκροπος 1, Πλάκα – Ακρόπολη