Κώστας Β. Ζήσης

Η γλώσσα του Κώστα Ταχτσή στο «Τρίτο Στεφάνι» του, φαινομενικά απλή και προσιτή,  αποτελεί ίσως την πιο δυσεπίλυτη συνθήκη που έχει να αντιμετωπίσει, όποιος επιχειρήσει την δραματουργική απόδοση  του έργου.  Γιατί, ο Κώστας Ταχτσής έχει καταφέρει να εμβολίσει μέσα στον γλωσσικό κώδικα του τον ρου της ελληνικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα.  Κι ενώ οι ιστορίες και οι ζωές της Εκάβης και της Νίνας, είναι προσωπικά λευκώματα αναμνήσεων, μέσα από τον λόγο του συγγραφέα αποκτούν πανελλήνια και ιστορική διάσταση. Ίσως και να μην ήταν στις προθέσεις του συγγραφέα, ωστόσο «Το τρίτο στεφάνι» αποτελεί μια  κοινωνική καταγραφή της «μικρομεσαίας» τάξης  στην Ελλάδα, όρος που γεννήθηκε την περίοδο ανάπτυξης του φασισμού μέσα στους πύρινους λόγους του Χίτλερ για να κατονομάσει κομψευόμενα τους μικροαστούς και να τους χαρίσει απλόχερα για πρώτη φορά στην ιστορία πολιτική υπόσταση.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης διασκευάζει με τον Νίκο Μανουσάκη αυτό το βιβλίο-ορόσημο στα Ελληνικά γράμματα για το θέατρο και το σκηνοθετεί με μια έγνοια και αγωνία ανάγνωσης του στους δρόμους της «ιδιωτικής οδού» όπως καταγράφει ο ίδιος στο σημείωμά του.  Σε ένα πολυεπίπεδο περιστρεφόμενο σκηνικό του Πάρι Μέξη, όμορφα φωτισμένο από τον Αλέκο Γιάνναρο, καταγράφει τα σκαμπανεβάσματα  των οικογενειών της Εκάβης και της Νινας, την αγωνιώδη προσπάθεια ορθοπόδησης  του έλληνα μικροαστού, που περιστρέφεται και αυτός γύρω από τον εαυτό του μέσα σε πάθη, ψέμματα, προσποιήσεις, απογοητεύσεις, προσδοκίες και διαψεύσεις, παθητικότητα και ιδιώτευση. Και ενώ η παράσταση αποκτά την διάσταση μιας μεγάλης, πολύχρωμης και ολοζώντανης κινούμενης εικόνας, δεν μπορεί κανείς να μην εντοπίσει την αδυναμία διείσδυσης  στην ουσία των χαρακτήρων, των επιθυμιών, των σκοπών και της αφετηρίας τους, και (κατά συνέπεια) την ως ένα βαθμό απομάκρυνσής της από το μεδούλι τoυ έργου.

Η προσωπική καταγραφή του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, θέτει εκτός παράστασης (με ιδεολογικά άραγε κριτήρια;)  κορυφαίες στιγμές του βιβλίου. Για παράδειγμα αποκόβει εντελώς την αντιστασιακή δράση του γιου της Εκάβης, τα επεισόδια με τον ΕΛΑΣ, τα Δεκεμβριανά κλπ υπερτονίζοντας  άλλες (την εξάρτηση από ναρκωτικά του γιου της Εκάβης, Μεταξάς  κλπ), πολλές φορές υπονομεύοντας  την ίδια την παράσταση και πάντως «χαϊδεύοντας» επιδερμικά και πατριωτικά τα αυτιά του κοινού. Η επιγραμματοποίηση της σκηνικής δράσης, και η χρονική διείσδυση του «τότε» και του «ύστερα»  στο «τώρα», καταφέρνουν  να δώσουν  μια ροή και έναν ακατάπαυστο ρυθμό και να απαλύνουν την βαρύτητα της μεγάλης διάρκειάς της. Οργανώνει σκηνές που εναλλάσσονται γοργά  (συμβάλλει καταλυτικά σε αυτό η μουσική του Μίνωα Μάτσα), διαχειριζόμενος με ακριβή συντονισμό  έναν πολυμελή θίασο που τον θέτει συλλογικά σε «θέση μάχης» σε κάθε λεπτό της παράστασης.

Η Μαρία Καβογιάννη ντύνεται Εκάβη κατανοώντας βαθιά την αρχετυπικά μητριαρχική μορφή και ουσία του ρόλου της δρασκελίζοντας με συγκίνηση και τραγικότητα τις πολλαπλές ψυχικές διακυμάνσεις τους χαρακτήρα της: θύτης και θύμα, δυναστική και δυναστευμένη, καλοσυνάτη και κακούργα, σατανική και αγγελική. Μια ερμηνεία με ζέση και θέρμη, που επιβάλλεται της παράστασης. Στον αντίποδα η Μαρία Κίτσου, στέκεται με εμφανή αμηχανία στην διαχείριση του ρόλου της Νίνας και ερμηνευτικά άνισα απέναντι στην συμπρωταγωνίστριά της. Δεν γίνεται σαφές αν αυτή η αποστασιοποίηση της από τον ρόλο είναι σκηνοθετική οδηγία ή αδυναμία ερμηνευτικής προσέγγισης, δίνοντας πολλές φορές την εντύπωση ότι είναι μια απλή αφηγήτρια μια ξένης ζωής και όχι της δικής της. Ίσως σε αυτό να συμβάλλει και ή ατυχής ενδυματολογική επιλογή της Βασιλικής Σύρμα, που παραπέμπει σε ξεπερασμένη μαρκετίστικη λογική ότι «η πρωταγωνίστρια πρέπει να διαφέρει και να λάμπει», πάντως σίγουρα η Μαρία Κίτσου δεν έχει ενσωματωθεί ψυχή τε και σώματι στην παράσταση, χωρίς αυτό βεβαίως να σημαίνει ότι η επιλογή της για τον ρόλο δεν δικαιώνεται εμπορικά.Δίπλα τους συμπλέει μια πολύ σπουδαία ομάδα ηθοποιών, που συμβάλλει καταλυτικά στην παράσταση –οικοδόμημα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Δεν μπορείς να μην ξεχωρίσεις τις μεταλλάξεις και την υποκριτική στόφα του Γιώργου Ψυχογιού ή να αδιαφορήσεις στις ερμηνευτικές αποχρώσεις της Νεκταρίας Γιαννουδάκη, στην σπιρτάδα του Γιώργου Μακρή, την γεμάτη γνώση ερμηνεία της Καλλιρόης Μυριαγκού και τον λιτό χρωματισμό του Μενέλαου Χαζαράκη.  Ένα καλοκουρδισμένο σύνολο που συμπληρώνεται με τους Κώστα Ανταλόπουλο, Ειρήνη Βαλατσού, Μελίνα Βαμπούλα, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Άρτεμιδα Γρύμπλα, Δημήτρη Καραβιώτη, Τάσο Λέκκα, Ορνέλα Λούτη, Δημήτρη Μανδρινό, Στάθη Μαντζώρο, Φόιβο Μαρκιανό, Ελευθερία Παγκάλου , Ελίζα Σκολίδη.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, δημιούργησε στη σκηνή του Παλλάς μια επική στα στοιχεία της παράσταση. Μπορεί να μας έλειψαν οι κραδασμοί και οι δονήσεις της αφηγηματικής και διαλογικής δεινότητας και ετοιμολογίας του Κώστα Ταχτσή, όμως –και οφείλουμε να το αναγνωρίσουμε αυτό – ποιος αλήθεια μπορεί να αναμετρηθεί κατά πρόσωπον με αυτά και να βγει νικητής; Έτσι κι αλλιώς, ένας στρόβιλος είναι η ζωή, και η ευτυχία είναι να βουτάς σε αυτόν.

Υγ. Θα πρέπει να εξάρω το υποδειγματικό πρόγραμμα της παράστασης από τον Νίκο Μανουσάκη , όπου ο αναγνώστης θα συναντηθεί με έναν αυτοβιογραφούμενο και ετεροκρινόμενο Κώστα Ταχτσή . Πρόγραμμα που τιμά το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.