Κριτική | «Βάκχες» από τον Θάνο Παπακωνσταντίνου: τόσο χρώμα για τόση θολούρα...

Η αλήθεια είναι, ότι ο Θάνος Παπακωνσταντίνου προσπάθησε μέσω της εικόνας να στρέψει τη συζήτηση της παράστασης στην «καινούρια ταυτότητα», την ετερότητα, την αναστάτωση που προκαλεί η εμφάνιση του (κάθε) καινούριου στην πολιτεία, στην κοινωνία, τη θρησκεία, στο Αρσενικό και το Θηλυκό (εξειδικεύοντάς την αντίθεση στη σημερινή θεματολογία), στη σύγκρουση της πολιτισμικής προόδου με τη στασιμότητα. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να μην «σπάσει και αυγά» σε μια παραδοσιακά θεολάγνα πρόσληψη του έργου, όπου ο νέος Θεός Διόνυσος, απλουστευτικά αποτυπώνεται με χριστιανική σωτηριολογική δογματική… Και εδώ είναι το σημείο που χάθηκε η μάχη με τις «Βάκχες».

Είναι πρόδηλο πως για τον Θάνο Παπακωνσταντίνου, που ήρθε για δεύτερη χρονιά με την αγκαλιά του Εθνικού Θεάτρου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, φέρνοντας τις «δύσκολες» «Βάκχες» του Ευριπίδη, ζητούμενο ήταν πως θα αντιμετωπίσει και θα προσαρμόσει το τραγικό υλικό του Ευριπίδη στα σύγχρονα αιτήματα και αφηγήματα.

Χωρίς να πρωτοτυπήσει ως προς την ερμηνεία και την απόδοση, βάση της παράστασης υπήρξε η ταυτότητα, η αποδοχή και η συμπερίληψη, περιορίζοντας έτσι δραστικά την ατελείωτη γκάμα νοημάτων που γεννά το τελευταίο αυτό έργο ζωής του Ευριπίδη. Και μέχρι εδώ, όλα καλά. Τα προβλήματα στην παράσταση ξεκινούν από τον τρόπο με τον οποίο ανοίγει αυτή η κουβέντα, και από το κατά πόσο έχει διαχειριστεί επί της ουσίας τα ζητήματα που θέτει.

Γιατί η όλη αντιμετώπιση παρέμεινε δυστυχώς στο σχήμα και τη μορφή, συμπλέκοντας πολλά ετερόκλητα στοιχεία τα οποία δε ζυμωθήκαν ποτέ μαζί ώστε να επέλθει ομογενοποίηση και συγκρότηση ενός ενιαίου κράματος: Η κωμική «προθέρμανση» του μη έφηβου και μη θηλυπρεπούς Διονύσου πριν την έναρξη της παράστασης, με την απότομη σοβαροφανή στατικότητά του στη διάρκειά της,  η πανσπερμία χρωμάτων σε κοστούμια και σκηνικά, οι θεολογικής υφής μουσικοί σχεδιασμοί, οι μεγαλοπαρασκευιάτικες καμπάνες, τα εντυπωσιακά φωτιστικά εφέ, η επιχειρούμενη σωματική και λεκτική φόρμα, οι λαογραφικές  σκηνογραφικές πινελιές , όλα αυτά τα στοιχεία δεν ακούμπησαν ποτέ το ένα το άλλο, λειτουργώντας ανεξάρτητα το κάθε ένα ξεχωριστά. Οικοδομήθηκε ένα οίκημα αλλά αυτό παρέμεινε σαν κινηματογραφικό ντεκόρ, κούφιο και ακατοίκητο από ψυχή. Κι ενώ το σχήμα υπήρξε, η ουσία είχε δραπετεύσει.

Η αλήθεια είναι, ότι ο Θάνος Παπακωνσταντίνου προσπάθησε μέσω της εικόνας να στρέψει τη συζήτηση της παράστασης στην «καινούρια ταυτότητα», την ετερότητα, την αναστάτωση που προκαλεί η εμφάνιση του (κάθε) καινούριου στην πολιτεία, στην κοινωνία, τη θρησκεία, στο Αρσενικό και το Θηλυκό (εξειδικεύοντάς την αντίθεση στη σημερινή θεματολογία), στην «πολιτισμένη Δύση» και στη «Βάρβαρη Ανατολή», στη σύγκρουση της πολιτισμικής προόδου με τη στασιμότητα. Ταυτόχρονα, προσπάθησε να μην «σπάσει και αυγά» σε μια παραδοσιακά θεολάγνα πρόσληψη του  έργου, όπου ο νέος Θεός Διόνυσος, απλουστευτικά αποτυπώνεται με χριστιανική σωτηριολογική δογματική… Και εδώ είναι το σημείο που χάθηκε η μάχη με τις «Βάκχες». Γιατί, η παράσταση, τελικά εξελίχθηκε χωρίς την απαιτούμενη «μυστικιστική»  μαγεία και σε βαθιά εντέλει συντηρητικούς δρόμους.  Γιατί το «βρόμιο, τρομερό μυστικό» της δεν υπήρξε πουθενά να πλανάται πάνω από την Ορχήστρα και να ακτινοβολεί στο Κοίλον, και η έμπνευση περιορίστηκε σε σκηνοθετικά εφευρήματα, χωρίς στοχευόμενη έκσταση.

Μια σκηνική φλυαρία από σεντόνια, υφάσματα, χρωματιστές μπούρκες, μπογιές, κορδέλες, κρατήρες που καπνίζουν, ενδυματολογικά αξεσουάρ, παραπετάσματα στα χρώματα ουράνιου τόξου της LGBTQ+(Lesbian, Gay, Bisexual, Transgender και Queer) κοινότητας, ένα μνημείο πεσόντων (;) που ορθώνεται. Φλυαρία, που αποτυπώνεται και στα κοστούμια (σκηνικά-κοστούμια Νίκη Ψυχογιού), σε κάποια σημεία με προφανή (και αχρείαστη) ταυτολογία . Για παράδειγμα αρκούσε ο στίχος «ἳεται ξίφος κελαινόν ἁρπάσας δόμων έσω» (στ.628, από δωμάτιο κρυφό, ξίφος αρπάζει μαύρο) για να «ντυθεί» ο Πενθέας μαύρος ξιφομάχος!

Τα επίπεδα και οι διαστάσεις του έργου συρρικνώθηκαν και έμειναν όλα αιωρούμενα, χωρίς να δίνουν την εικόνα της συγκροτημένης και οργανωμένης σκέψης , γι’ αυτό και χωρίς να ακουμπούν τελικά τη συνείδηση του κοινού. Η δραματουργική επεξεργασία της Ιωάννας Ρεμεδιάκη, μάλλον «τσαλακώθηκε» στο αποτέλεσμα μιας «μουτζουρωμένης» εικόνας. Τα εντυπωσιακά και πολύ σωστά κεντημένα φώτα της Χριστίνας Θανάσουλα, δεν ήταν αρκετά για την αποκρυστάλλωσή της.

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της παράστασης και το κύριο που συνέτεινε στην ανομοιογένειά της ήταν η μουσική του Δημήτρη Σκύλλα, η οποία δημιούργησε ένα τεράστιο και αγεφύρωτο χάσμα «όψεως» και «μέλους». Η μουσική, σε βυζαντινό άξονα και ενίοτε με εφιαλτικές παρηχήσεις παιδικών τραγουδιών και σε μια στιγμή σε ξαφνιασμένους λαϊκούς δρόμους, (πάρα την άψογη εκτέλεσή της από τους μουσικούς Θοδωρή Βαζάκα, Μαρία Δελή, Αλέξανδρο Ιωάννου) οδήγησε την παράσταση σε μονότονους και άρρυθμους ατραπούς, καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την επικοινωνία με το έργο και με το Χορό που θα έπρεπε να βακχεύει και όχι να ιερουργεί.

Κάπως έτσι, αυτός ο πολύ καλά οργανωμένος Χορός (Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Στελλίνα Βογιατζή, Χρυσιάννα Καραμέρη, Ελένη Κουτσιούμπα, Μαρία Κωνσταντά, Κλεοπάτρα Μάρκου, Ελένη Μολέσκη, Ειρήνη Μπούνταλη, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ιοκάστη-Αγαύη Παπανικολάου, Θάλεια Σταματέλου, Δανάη Τίκου), μελετημένος και  με μουσική άρθρωση (μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου, Δημήτρης Σκύλλας) οδηγήθηκε προοδευτικά σε  μια νωχελικότητα που καμία σχέση δεν είχε με τον Διονυσιασμό. Η χορογραφία της Νάντης Γώγουλου, υπό την πίεση της συγκεκριμένης μουσικής περισσότερο με θρησκευτική καταληψία σε τελετουργική ολυνυχτία προσομοίαζε, παρά με οργιώδη και φρικώδη Βακχεία.

Κατά τα άλλα και ο Χορός αλλά και οι ερμηνευτές δίδαξαν τον Λόγο της (ψυχολογικά ποιητικής) μετάφρασης του Γιώργου Χειμωνά, με γλωσσικούς επιτονισμούς (και παρατονισμούς) και φωνητικές παύσεις, σε μια απόπειρα ψυχοσωματικής φορμαλιστικής βασάνου.  Έμοιαζαν οι λέξεις σαν να έχουν τοποθετηθεί σε ένα εκμαγείο, μέσα από το οποίο οι συγκρούσεις και οι αγώνες  λόγου εντέλει μετατρέπονταν  σε ανερμάτιστους διαλόγους.

Το γκρουπάρισμα σε ένα σώμα του Φρουρού και των δύο Αγγελιαφόρων (Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός), σε μια ταυτοσημία των φωνητικών και σωματικών προσόντων και δεξιοτεχνιών των τριών ηθοποιών, δεν ευτύχησε στην οικοδόμηση ενός ενιαίου και ξεκάθαρου συμπλέγματος, που προφανώς ήταν και ο στόχος,  δυσκολεύοντας μάταια τους ίδιους τους υποκριτές.

Ο Διόνυσος του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, εξαρχής πρόκληση για τον ηθοποιό (ο ίδιος ο Ευριπίδης τον ορίζει ως «θηλυπρεπή» έφηβο, γυναικόμορφο νεαρό) αγωνιά  να «σπάσει» την εικόνα του Σειληνού που ανακαλεί η παρουσία του, περισσότερο βασιζόμενος στα ζογκλερικής υφής σκηνοθετικά εφέ. Οι γόβες δεν είναι αρκετές ωστόσο, να αλλοιώσουν και να «ιλαρίσουν», την ασύμμετρη τραγική προσέγγιση του ρόλου.  Ο Τειρεσίας της Μαριάννας Δημητρίου, γυμνόστηθη θηλυκόμορφη παρουσία ως άλλη Θεά των Όφεων, ανταποκρίνεται στη στερεοτυπική αντίληψη μας για τον μάντη, σε μια ερμηνεία ευθύγραμμα «φωναχτή». Χωρίς συναισθηματικές μεταλλαγές ο Πενθέας του Αργύρη Πανταζάρα , έμεινε εγκλωβισμένος στην αθλητικής καταγραφής εικόνας του ξιφομάχου με υποψίες ναρκισσισμού. Δυστυχώς, στυλιζαρισμένη και η ερμηνεία της Αλεξίας Καλτσίκη, όπου στάθηκε απλά σε ένα πρώτο επίπεδο της «τρέλας», μέσα από την εύκολη παγίδα της τραγικής οιμωγής και του βερμπαλισμού. Ο Θέμης Πάνου, όταν του το επέτρεπαν τα σκηνοθετικά ευρήματα, πατούσε στέρεα στο έδαφος στην ερμηνεία του Κάδμου, με αρτιότητα και ισορροπία.

Η παράσταση παίχτηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 2 και το Σάββατο 3 Αυγούστου. Θα ακολουθήσει περιοδεία και εισιτηρία μπορείτε να προμηθευτείτε ΕΔΩ

  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη από τον Τιμοφέι Κουλιάμπιν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ιφιγένεια/Βορά – Εγώ μια δούλα» των Βίβιαν Στεργίου και Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη από την Αικατερίνη Παπαγεωργίου και Νίκο Χατζόπουλο αντίστοιχα, στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου.
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ορέστεια» του Αισχύλου από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο και το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Πλούτος» του Αριστοφάνη από τον Γιάννη Κακλέα και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Εκάβη, όχι Εκάβη» από τον Τιάγκο Ροντρίγκεζ και τη Κομεντί Φρανσεζ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου