Κριτική | Ιφιγένεια/Βορά – Εγώ μια δούλα  στη Μικρή Επίδαυρο: όταν το παλιό έρχεται με τη μορφή του νέου. Δυστυχώς  και οι δύο παραστάσεις-μονόλογοι που απετέλεσαν τις μοναδικές πλέον παραστάσεις του κύκλου αυτού…δεν ξέφυγαν την πεπατημένη. Βεβαίως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, είναι ό,τι καλύτερο έχει παρουσιαστεί σε αυτόν τον κύκλο, ένεκα κυρίως της σκηνοθεσίας και των ερμηνειών, αλλά και αυτό βρίσκεται μέσα στη λογική του «μη χείρον».

Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαμε υψηλές προσδοκίες στη Μικρή Επίδαυρο, όπου  συνεχίστηκε και φέτος (κάπως υποβαθμισμένα είναι η αλήθεια) ο πολύ ενδιαφέρων κύκλος Σύγχρονοι Αρχαίοι (Contemporary Ancients) που έχει εισάγει η Κατερίνα Ευαγγελάτου εδώ και τέσσερα χρόνια, κατά την οποία ο αρχαίος τραγικός λόγος φανερώνει την επίδρασή του στα σύγχρονα δεδομένα.  

Και δεν είχαμε, γιατί τόσα χρόνια, το σύστημα απευθείας αναθέσεων που έχει υιοθετηθεί, δεν έχει αποδώσει.  Ο λόγος μάλλον προφανής: η μετατροπή του έργου σε εργολαβία, ουδόλως ενδιαφέρει και αφορά το καλλιτεχνικό αποτύπωμα, γιατί δεν περιέχει καθόλου βάσανο, δεν περιέχει αυτόφωτη έμπνευση, και περιφέρει πάντα ένα «άρωμα αρπαχτής» και εξυπηρέτησης προσφιλών και ημετέρων.

Δυστυχώς  και οι δύο παραστάσεις-μονόλογοι που απετέλεσαν τις μοναδικές πλέον παραστάσεις του κύκλου αυτού, η «Ιφιγένεια/Βορά» σε κείμενο της Βίβιαν Στεργίου, σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου και ερμηνεία της Ελίζας Σκολίδη  και η «Εγώ μια δούλα» σε κείμενο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου και ερμηνεία Φιλαρέτης Κομνηνού, δεν ξέφυγαν την πεπατημένη. Βεβαίως, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, είναι ό,τι καλύτερο έχει παρουσιαστεί σε αυτόν τον κύκλο, ένεκα κυρίως της σκηνοθεσίας και των ερμηνειών, αλλά και αυτό βρίσκεται μέσα στη λογική του «μη χείρον». Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο παραστάσεις «παραγγέλθηκαν» σε αντίστιξη και διάλογο με τις παραστάσεις των  δύο ξένων δημιουργών που θα δούμε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Τιμοφει Κουλιάμπιν και «Hecuba, not Hecuba» βασισμένη στην «Εκάβη» του Ευριπίδη από τον Tiago Rodrigues και την Comédie-Française.

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, έκανε δυνητικά ό,τι μπορούσε να αναδείξει το μη κείμενο της Βίβιαν Στεργίου. Συγγραφέας, η οποία προωθείται δυναμικά στο θέατρο, άγνωστο γιατί, μιας και ό,τι έχουμε δει από τις δουλειές της σε Εθνικό Θέατρο («Μπλε υγρό ή Ο ουρανός δε φαίνεται καλά από τη Σόλωνος» ) και Στέγη Ωνάση («Καύσωνας), και τα δύο σε σκηνοθεσία Γιάννη Παναγόπουλου, είναι κείμενα αντιθεατρικά, αντιδραματουργικά και μάλλον πολύ προσωπικά, τα οποία παραστασιακά βυθίζονται σε μια αυτοαναφορικότητα που παλεύει να αποδείξει ότι αφορά το συλλογικό.

Στο κείμενο της «Ίφιγένειας-Βορά», η κατάσταση είναι διαφορετική και πραγματικά πολύ πιο πρόχειρη. Ερμηνεύοντας την Ευριπίδεια ηρωίδα αποκλειστικά ως σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης , παρουσιάζεται ως θεατρική πράξη μια (αριθμημένη θα έλεγε κανείς) λίστα κακοποιητικών συμπεριφορών, πατριαρχικών αντιλήψεων και στερεοτύπων, εκφρασμένων σε λόγια και έργα. Είναι σα να έχει γράψει σε μια κόλλα Α4 και με bullets τα «to do» και τα «not to do», χρησιμοποιώντας για το κάθε ένα την επαναληπτική εισαγωγική λούπα «και είπεν ο χρησμός» (προφανώς για να συνταιριάξει  και να υποδηλώσει την αρχαία αναφορά  και να δικαιολογήσει την παρουσία του έργου στην ορχήστρα της Μικρής Επιδαύρου).  Δεν τα κατάφερε ούτε και στα σκωπτικά στοιχεία, επενδύοντας σε γλωσσικές «αμερικανιές»  (Ίφη, Κλυτ, κλπ). Το σημαντικότερο, όμως, αυτού του μη κειμένου, δεν είναι η ευκολία του και η υπεραπλούστευσή του, αλλά η υιοθέτηση ενός λόγου εξίσου θυμωμένου (και με στοιχεία μίσους), το οποίο ταυτίζεται σε ύφος με όσα καταγγέλει, εξαντλώντας την πατριαρχία με όρους ξεπερασμένους όπως η «μάχη των δύο φύλων», εκβιάζοντας το συναισθηματισμό αναγνωστριών εύπεπτων περιοδικών ποικίλης ύλης, ή  τηλεθεατών σαπουνόπερων. Είναι τόσο αναχρονιστικό (όσο κι αν είναι βολικό) να προτάσσεις τον άντρα ως εχθρό της γυναίκας. Και είναι τόσο αντιεπιστημονικό (όσο κι αν είναι βολικό), για θέματα που αφορούν την κοινωνία να αποτάσσεις κάθε κοινωνικό έρισμα.

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου πάλεψε να εμφυσήσει θεατρικά αυτό το αντιθεατρικό κείμενο, ορθώνοντας και γκρεμίζοντας τον παραμυθένιο πύργο μιας ανέμελης παιδικής χαράς και με ένα φθαρτό αποσυντιθέμενο αδειανό πουκάμισο (σκηνικά- κοστούμια  Μυρτώ Σταμπούλου). Το πάλεψε με τη μουσική του Διαμαντή Αδαμαντίδη, τα πάντα εξαιρετικά και «διαβασμένα» φώτα του Αλέκου Αναστασίου.  Με το εύγλωττο video mapping (Envitec). Αλλά, κυρίως, το πάλεψε με τη δυναμική, αεικίνητη ερμηνεία της Ελίζας Σκολίδη (ηθοποιός με ωραία άρθρωση και σωστούς χρωματισμούς), εμπιστευόμενη την εμπειρία της μεταξύ τους συνεργασίας σε παραστάσεις όλα αυτά τα χρόνια, μιας και είδαμε στην ερμηνεία της στοιχεία από αυτές, όπως η μίμηση τυπολογικών φωνών.

Η παράσταση «Εγώ, μια δούλα», είναι απαύγασμα της  εμπειρίας των συντελεστών της. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, βαθύς γνώστης της δραματουργίας και του θεατρικού λόγου (Το δικό του «Σπίτι με τα φίδια» που εγκαινίασε το Contemporary Ancients το 2021 είναι το μοναδικό αξιομνημόνευτο έργο του κύκλου) γράφει για τα εκατομμύρια αθώων αμάχων θυμάτων των πολέμων, όπου ποτέ κανείς δε θα γράψει για αυτά. Η Φιλαρέτη Κομνηνού γίνεται το στόμα τους και η σκέψη τους, είναι η δούλα του στίχου 870 της «Εκάβης» του Ευριπίδη. Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο, είναι προσφιλές και γνωστό, έχει απασχολήσει την παγκόσμια δραματουργία εν γένει. Εδώ προσεγγίζεται μέσα από έναν ατόφιο, λαϊκό λόγο, μέσα από μια σατιρική παρλάτα, που κορυφώνεται σε δραματική έξαρση. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, ακουμπά στην παραδοσιακή θεατρική επιθεώρηση, σ’ εκείνη την κρυστάλλινη και γάργαρη, όπου σχολιάζει, υπογραμμίζει, τοποθετείται και εκφράζεται. Είχε έναν αέρα Ελεύθερου Θεάτρου και διακριτικές υποψίες Μποστικού χιούμορ το κείμενο, όπου καταδεικνύεται η ταξική φύση των πολέμων και οι συνέπειες τους.

Η σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου λιτή, διακριτική, χωρίς βερμπαλισμούς, αφήνει το κείμενο να αναπνεύσει και τη Φιλαρέτη Κομνηνού να το «πάρει επάνω» της. Η διάδραση με τις μουσικές και τους ήχους του επί σκηνής Jan Van Angelopoulos, αποτελεί ένα ευληπτο εύρημα δραματουργικής ενδυνάμωσης της παράστασης.  Έμπειρη, η Φιλαρέτη Κομνηνού, βρίσκει τα πατήματα της σάτιρας και ξεπερνώντας το «βαρύ» και δυσανάλογα χρυσοποίκιλτο με την ποιότητα του ρόλου, κοστούμι της Ιωάννας Τσάμη, δίνει μια χειμαρρώδη ερμηνεία  με τη χρήση των δικών της ερμηνευτικών σταθερών, κλείνοντας το μάτι στις μεγάλες πρωταγωνίστριες της επιθεώρησης.  Και εδώ, τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου, «γράφουν» και προβάλλουν.

Οι δύο παραστάσεις παίχτηκαν διαδοχικά στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου στις 5 και 6 Ιουλίου.

  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη από τον Τιμοφέι Κουλιάμπιν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ορέστεια» του Αισχύλου από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο και το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Πλούτος» του Αριστοφάνη από τον Γιάννη Κακλέα και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Εκάβη, όχι Εκάβη» από τον Τιάγκο Ροντρίγκεζ και τη Κομεντί Φρανσεζ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Βάκχες» του Ευριπίδη από τον Θάνο Παπακωνσταντίνου και το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου