Κριτική| «Πλούτος» από τον Γιάννη Κακλέα και το ΚΘΒΕ: οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἶναι, ἀλλὰ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα. Ιδέες υπήρξαν αρκετές και χρήσιμες, κρατήθηκαν κάποιες αλληγορίες του έργου, όλα όμως ναυάγησαν μέσα στην υπερπληθώρα του θεάματος, την υπερβολή και τον «σουσουδισμό» που όσο και αν καταγγέλλονταν από το ίδιο το έργο, τόσο αυτά προβάλλονταν ως ιδεολογικό όχημα της παράστασης .

Στις παρυφές του μιούζικαλ, με πινελιές βαριετέ, επιθεωρησιακές παρλάτες, με ρυθμούς εύπεπτου τηλεοπτικού σόου αλλά και με άρωμα ροκ συναυλίας, με ντίσκο διάθεση και ποπ αισθητική, με λόγο που ραπάρει και με ρετρό διάθεση ο Γιάννης Κακλέας παρουσίασε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την ολόδική του εκδοχή του «Πλούτου» του Αριστοφάνη για λογαριασμό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας.

Και ενώ ως θέαμα λειτούργησε μέσα σε αυτό το διασκεδαστικό ανάλαφρο κλίμα, η παράσταση δεν κατάφερε ουδόλως να πείσει τόσο ως προς τις αιχμές που θέτει το ίδιο το έργο, ούτε ως προς τα κοινωνικά μηνύματά του, ούτε ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, παγιδευμένη σε μια μονοδιάστατη αντίληψη υπερθεάματος.

Βεβαίως, το ιδεολογικό περίγραμμα του «Πλούτου» του Αριστοφάνη, μπορεί να αναλυθεί μόνο μέσα στην εποχή του μιας και σήμερα έχουμε στη φαρέτρα μας την ίδια την πείρα μας από την πρόοδο και την εξέλιξη της κοινωνίας , της ταξικότητάς της και των διαλεκτικών νόμων που την διέπουν.

Παρόλα αυτά, ο Αριστοφάνης, αγωνίζεται για τη σωστή διάσταση Πλούτου και Πενίας και προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα τους ψάχνοντας την ουσία τους. Και βεβαίως, τοποθετώντας τον «Πλούτο» στην εποχή που διδάχτηκε, το 388 π.Χ, δέκα χρόνια μετά τον εξαντλητικό για την Αθήνα Πελοποννησιακό πόλεμο, μπορούμε να καταλάβουμε ότι κάνει ένα αντιπολεμικό σχόλιο, μιας και εξαιτίας του πολέμου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Δραματουργικά, η παράσταση αναπτύχθηκε μονολιθικά μέσα σε ένα θολό αριστοφανικό περίγραμμα, μακριά από τη μορφή της «Μέσης Κωμωδίας»*, κρατώντας αποστάσεις από τον Μύθο αλλά και τους χαρακτήρες.

Η μετάφραση και η απόδοση του Αριστοφανικού κειμένου από τον ίδιο τον Γιάννη Κακλέα, μόνο ως παράφραση μπορεί να σχολιαστεί, ενώ εν τέλει το όλο εγχείρημα εξελίχθηκε σε μια ογκώδη, φλύαρη και επιδεικτικά γκροτέσκο σκηνική αναπαράσταση μέσα σε μια προσπάθεια εκβιασμού μαζικής αποδοχής της με τηλεοπτικούς όρους. Ακόμα και η δράση κράτησε αποστάσεις από το έργο καθιστώντας την παράσταση μετέωρη, αμήχανη, χωρίς στόχο.

Ιδέες υπήρξαν αρκετές και χρήσιμες, κρατήθηκαν κάποιες αλληγορίες του έργου, όλα όμως ναυάγησαν μέσα στην υπερπληθώρα του θεάματος, την υπερβολή και τον «σουσουδισμό» που όσο και αν καταγγέλλονταν από το ίδιο το έργο, τόσο αυτά προβάλλονταν ως ιδεολογικό όχημα της παράστασης.

Εύσχημη η παρουσία των Χατζηφραγκέτα, με το ταξικό περιεχόμενο της  μουσικής τους (οι οποίοι έφεραν αρκετό νεανικό κοινό στο κοίλον της Επιδαύρου) αλλά εντέλει χωρίς δραματουργική συνάφεια με την ίδια την παράσταση.

Το ρετρό στοιχείο του Αττίκ μέσα από τη Nalyssa Green, στάθηκε και αυτό επιτηδευμένα εγκάθετο, μαζί με το προφανές και (πόσο) αναμενόμενο ντίσκο στοιχείο του «Money, Μoney, Μoney» των ABBA.  

Το επαναλαμβανόμενο ραπάρισμα του Άρη Κακλέα (με κάθε επιφύλαξη μιας και δεν αναφέρεται επίσημα στους συντελεστές), λειτούργησε ως διαχωριστικό μέσο μιας τρίπρακτης (εντέλει) επιθεωρησιακής υφής νεοελληνικής και σπονδυλωτής σε σκετς κωμωδίας.

Αδικαιολόγητες οι δραματουργικές λύσεις: Σε τι αλήθεια εξυπηρέτησαν οι τέσσερις Πενίες; Συνέβαλε άραγε στη ροή και στο ρυθμό, αυτή η υπερπληθώρα υποκριτών, η «εφεύρεση» χαρακτήρων και η εντέλει παράταξή τους σε μια επιθεωρησιακή παράτα όπου μέσα από παρλάτες έλεγαν πάνω-κάτω τα ίδια λόγια; Αμφιβάλλουμε. Και πως λειτούργησαν τα χορευτικά ενσταντανέ από τους Αναστασία Κελέση, Στεφανία Σωτηροπούλου, Μάριο Χατζηαντώνη, και Νικόλα Χατζηβασιλειάδη;

Και, πραγματικά τώρα, παρακολουθήσαμε σχεδόν δύο ώρες  τον «Πλούτο», για να καταλήξουμε στην «παραβατική παράβαση» της πανεπιστημιακού Μαρίας Ευθυμίου, όπου με περισπούδαστο ύφος μας δηλώνει ότι αφού  η ισότιμη και δίκαιη ανακατανομή του πλούτου είναι ουτοπία, πρέπει να είμαστε χαρούμενοι που οι πλούσιοι κάνουν χορηγίες και φιλανθρωπίες!!!

Πόσο ραγιαδικό, αντιεπιστημονικό και επικίνδυνο  για την κοινωνική διαδικασία και πρόοδο  είναι,  να ακούγονται τέτοιες απόψεις και μάλιστα με την επικάλυψη της νομοτέλειας  και της «επιστημονικής αυθεντίας»! Γιατί καλές οι χορηγίες, καλή και η «φιλανθρωπία» αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαθιστούν τη διεκδίκηση για μια κοινωνία χωρίς φτωχούς, χωρίς πείνα, με εργασία για όλους και πρόσβαση για όλους σε όλα τα κοινωνικά αγαθά.   

Όμορφη η ιδέα του εντυπωσιακού σκηνικού του παροπλισμένου εργοστασίου (ως μέσο παραγωγής του πλούτου) και της εναλλαγής του σε σκηνικό βγαλμένο από ντεκόρ της ταινίας «Μετρόπολις» (γερμανική ταινία επιστημονικής φαντασίας του 1927, η οποία αναφέρεται στην εμφατική ταξική αντίθεση των κατοίκων μιας πόλης), έμπνευσης του Μανόλη Παντελιδάκη, αλλά σε συνδυασμό με τα γκροτέσκο, φλύαρα και ταυτόσημα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη, εντέλει λειτούργησε αρνητικά στη συνολική αντίληψη, διαμορφώνοντας μια βαρετή ομοιομορφία και ομοιοχρωμία στις αποχρώσεις του χρυσού, και βυθίζοντας στην ίδια εικονολατρική τυπολογία τους ήρωες. Ήταν εντέλει όλοι και όλα ίδια. Αυτήν την ομοιόμορφη λογική ακολούθησαν και τα φώτα της Στέλλας Κάλτσου.

Η μουσική του Βάιου Πράπα, κέρδισε το στοίχημα και είναι από εκείνα τα στοιχεία που λειτούργησαν εύρυθμα και ουσιαστικά ενώ και οι χορογραφίες της Στεφανίας Σωτηροπούλου υπηρέτησαν την όλη λογική της παράστασης.

Μαίρη Ανδρέου, Δημήτρης Διακοσάββας, Άννα Ευθυμίου, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Φαίη Κοκκινοπούλου, Χρήστος Κοντογεώργης, Δημήτρης Μορφακίδης, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Γιάννης Σύριος, Φωτεινή Τιμοθέου, Γιάννης Τομάζος, Χρήστος Τσάβος, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Θάνος Φερετζέλης, Γιάννης Χαρίσης, αποτέλεσαν το πληθωρικό ερμηνευτικό υλικό της παράστασης. Ένα γερό καστ που όμως μέσα από αυτήν την ομοιόμορφη λογική, υποχρεωτικά και οι ερμηνείες τους, ακολούθησαν μια ισοπεδωτική οδηγία με ταυτόσημες υποκριτικές τοποθετήσεις και  με εκφραστικές υπερβολές, άλλοτε με θεατρικότητα, άλλοτε με θεατρινισμό. 

Ο Μάνος Βακούσης αγωνίστηκε να υπερασπιστεί τον Χρεμύλο του, μέσα σε αυτήν την νεοπλουτίστικη ομοιογένεια. Και τον υπερασπίσθηκε σθεναρά, με γνώση, μελέτη, υποκριτική δεξιότητα και απαράμιλλη προσήλωση. Ο Χρεμύλος του, υπήρξε κρυστάλλινα Αριστοφανικός, ατόφια χρυσός μέσα σε αυτό το  θολό επίχρισμα της παράστασης και ξεκάθαρα «παραβατικός» απέναντι στη λογική και αισθητική της.

*μεταβατικό είδος της κωμωδίας από την Αρχαία στη Νέα. Βασικά στοιχεία της, ο δραστικός περιορισμός των Χορικών και η καθολική απουσία παράβασης . Αναπτύχθηκε από το 400 έως το 320 π.Χ.

Η παράσταση παίχτηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Παρασκευή 19  και το Σάββατο 20 Ιουλίου 2024. Σταθμοί της περιοδείας της και εισιτηρία ΕΔΩ

  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη από τον Τιμοφέι Κουλιάμπιν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ιφιγένεια/Βορά – Εγώ μια δούλα» των Βίβιαν Στεργίου και Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη από την Αικατερίνη Παπαγεωργίου και Νίκο Χατζόπουλο αντίστοιχα, στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου.
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Ορέστεια» του Αισχύλου από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο και το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Εκάβη, όχι Εκάβη» από τον Τιάγκο Ροντρίγκεζ και τη Κομεντί Φρανσεζ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
  • Διαβάστε ΕΔΩ την κριτική για την παράσταση «Βάκχες» του Ευριπίδη από τον Θάνο Παπακωνσταντίνου και το Εθνικό Θέατρο στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου