του Γιάννη Παναγόπουλου //

Ψάξε τον mCurtis. Είναι από εκείνους που φτιάχνουν ατόφιο, ελκυστικό trip – hop. Τη μουσική του θα την ανακαλύψεις ψάχνοντας εδώ και εκεί. Δεν θα σε βρει εκείνη. Γιατί; Είναι μέρος μιας γενιάς μουσικών παραγωγών που το mainstream ραδιόφωνο αγνοεί. Και οι δισκογραφικές εταιρείες την προσπερνά γιατί θεωρεί πως δεν έχει τα τραγούδια που θα πουλήσουν αρκετά ringtones. Ο mCurtis ζει στην Κρήτη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο. Μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα σ’ εκείνο και τα ιστορικά, αμαρτωλά Μάταλα. Για χάρη της μουσικής ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Λονδίνο συνεργάστηκε με άλλους μουσικούς παραγωγούς που καλλιτεχνικά αναπνέουν στο trip – hop.

Το νέο άλμπουμ του mCurtis λέγεται Yomi. Ένα ακουστικό ταξίδι που άλλες φορές είναι σκοτεινό, άλλες ανοίγεται στον κόσμο των soundtracks άλλες την τζαζ. Εκτός των άλλων στο Yomi συμμετέχει και το underground αστέρι της γαλλικής trip – hop σκηνής Hugo Kant. Από το νησί του ο mCurtis μιλά για τη νέα του δουλειά, για τον τόπο που ζει, για τη μουσική και για τους συντρόφους του στο ταξίδι που κάνει συνθέτοντας ήχους και ρυθμούς.

-Πού θέλεις να πας με το νέο σου άλμπουμ; Ποια ήταν η κυρίαρχη ιδέα που είχες ηχογραφώντας το;

Το κυρίαρχο μέλημα κάθε φορά είναι να πάει η ιδέα σε όσους έχουν την όρεξη να αφιερώσουν μερικά λεπτά στον νέο ήχο. Να ενώσουν τις τελείες. Το πιο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι αυτό δεν περιορίζεται, ούτε χρονικά, ούτε χωρικά. H σύλληψη για κάθε κομμάτι ήταν ξεχωριστή. Το καθένα είναι επηρεασμένο από τελείως διαφορετικές χρονικές περιόδους και φάσεις της ζωής όλων των συμμετεχόντων. Πιστεύω ότι το νιώθεις όταν ακούς τον δίσκο. Δημιουργούσα μια μικρή ιδέα και οι υπόλοιποι προσέθεταν, συμπλήρωναν επιπλέον διαστάσεις σε αυτήν. Έτσι, το concept διαμορφωνόταν σταδιακά, φορά με τη φορά, χωρίς να το καταλαβαίνω άμεσα. Στο τέλος, κοιτάζοντας το αποτέλεσμα από απόσταση, αλλά ολιστικά, σαν να είναι μια οντότητα, είδα ότι αποτελείται από αρκετά μικρότερα κομμάτια τα οποία όμως συγκλίνουν. Θα μπορούσες να το περιγράψεις ως μια άλλη προσέγγιση ενός κόσμου, τον οποίο βιώνουμε.

-Η συνεργασία σου με τον Hugo Kant πώς έκατσε;

H πρώτη επαφή έγινε στα Χανιά, όταν τότε σαν Cheese Royale αναλάβαμε το άνοιγμα και το κλείσιμο του live του. Αλλά στην ουσία το δέσιμο έγινε στο Herbal Sync Festival, όχι μονάχα στις μουσικές επιλογές, αλλά και ως άνθρωποι. Μετά από καιρό, όταν ανέπτυξα μια ιδέα και πίστευα πως θα ταίριαζε στον ήχο του, του την έστειλα, δέχτηκε με χαρά και έβαλε το κομμάτι του.

-Εχεις ζήσει στη Νέα Υόρκη. Μια μητρόπολη για τη μουσική που “υποστηρίζεις”. Γιατί γύρισες πίσω;

Αρχικά να ξεκαθαρίσω πως ήταν ένα “πέρασμα” που κράτησε συνολικά 3 μήνες. Η εμπειρία και στα μουσικά τεκταινόμενα αλλά και στην καθημερινή ζωή ήταν και είναι ακόμα πολύτιμος πυλώνας. Κύριος στόχος ήταν η σχολή τότε, το dubspot. Μου έδωσε μια εικόνα για τον τρόπο εργασίας, ερέθισμα το οποίο ακόμα ωριμάζει μαζί με τον ήχο μου. Στο βασικό ερώτημα τώρα, για να παραμείνω εκεί χρειαζόμουν ένα άλλο πλάνο που να μου προσφέρει την πράσινη κάρτα και μια αρκετά προσοδοφόρα εργασία. Ήταν πράγματα που δεν τα είχα προγραμματίσει όμως.

-H ζωή στην Κρήτη είναι….

Ευδαιμονία.

-Αν κάναμε αύριο ένα φεστιβάλ με Έλληνες παραγωγούς μουσικής. Ποιους θα καλουσαμε και γιατί;

Mononome, Fleck, Cayetano, Palov, Stiko&Wag και πιάσαμε ολόκληρο το φάσμα της μουσικής σκηνής μας.