Από τις φωτογραφίες του Martin Parr μέχρι τις εκπομπές του Τάσου Δούση, το φαινόμενο του Τουρισμού δείχνει διαφορετικό από αυτό που ξέραμε…

του Θανάση Μουτσόπουλου*

Τουρισμός. «Το να ταξιδεύεις ήταν το μέσο να είσαι αλλού ή να μην είσαι πουθενά», έγραφε ο Jean Baudrillard. «Σήμερα είναι το μόνο μέσο για να νιώσεις την αίσθηση ότι είσαι κάπου», συνεχίζει. «Στο σπίτι μου, περιστοιχισμένος απ’ όλες τις πληροφορίες, απ’ όλες τις οθόνες, δεν είμαι πια πουθενά, είμαι παντού στον κόσμο την ίδια στιγμή, είμαι στην καθολική κοινοτοπία. Αυτή είναι η ίδια σε όλες τις χώρες. Το να προσγειώνομαι σε μια καινούργια πόλη, σε μια ξένη γλώσσα, είναι να βρίσκομαι ξαφνικά εδώ και πουθενά αλλού. Το σώμα ξαναβρίσκει τη ματιά του. Απελευθερωμένο απ’ τις εικόνες ξαναβρίσκει τη φαντασία.» Θεωρητικά τουλάχιστον. Και μετά πλακώνουν οι μικροαστοί τουρίστες. Τουριστικά «πακέτα», κλιματιζόμενα πούλμαν, ξεναγοί, όσο το δυνατό μικρότερη επαφή με τους ιθαγενείς, φωτογραφικές μηχανές, βιντεοκάμερες, σορτσάκια, σανδάλια με κάλτσες ή χωρίς, γυαλιά ηλίου, καπελάκια: τα βασικά αξεσουάρ ενός συχνά γελοίου και αντιαισθητικού (αν η αισθητική έχει οποιοδήποτε λόγο ύπαρξης εδώ) φαινομένου. Οι φωτογραφίες του Βρετανού Martin Parr αναλύουν το (σχετικά) πρόσφατο φαινόμενο του μαζικού τουρισμού, την πνευματική κρίση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων και την αφόρητη μπαναλιτέ του σύγχρονου ταξιδιού. Οι εποχές των εξερευνητών τύπου Πλοίαρχου Cook, Isabelle Eberhardt ή Pierre Loti προφανώς έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

Martin Parr, Athens Acropolis (1991)

Στα 80s κυρίως εμφανίστηκαν οι μικροαστοί τουρίστες. Οι κάτοικοι των συννεφιασμένων «γκρίζων» βορειοευρωπαϊκών ή βορειοαμερικανικών μεγαλουπόλεων, αλλά και των νεότερων αλλά εξίσου βιομηχανικών ασιατικών μητροπόλεων, μοιάζουν να αναζητούν επειγόντως σύντομες πακεταρισμένες δόσεις εξωτισμού.

Το όνειρο του μικροαστού υπαλλήλου είναι να ξοδέψει τις μετρημένες ώρες της ετήσιας άδειάς του δίπλα σε μια τροπική παραλία, μέσα σ’ ένα έξαλλο club ή μπροστά σε κάποιο φορτισμένο ιστορικά μνημείο και να καταγράψει την ιστορική αυτή στιγμή με selfie-stick ώστε να απαθανατιστεί στα social media. Φυσικά, ελάχιστοι τουρίστες που προέρχονται από αυτή την κατηγορία είναι προετοιμασμένοι να δεχτούν όλα τα συνεπακόλουθα της εξωτικής εμπειρίας, να δεχτούν δηλαδή την πραγματικότητα του συγκεκριμένου τόπου στον οποίο θα βρεθούν: περίεργες μυρωδιές, καυσαέριο, θόρυβος, σύγχρονη ζωή, φτώχεια και ντόπιοι. Το ζητούμενο εδώ είναι ο τόπος να είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στην αισθητική και την καθαριότητα της Disneyland ή το ελεγχόμενο περιβάλλον ενός κλιματιζόμενου δωματίου σε ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Νέα, ακόμη μεγαλύτερα, πλοία άρχιζαν να πιάνουν λιμάνι στα πιο απόμερα λιμάνια και ο μαζικός τουρισμός έφερε μαζί του μαμάδες με τάπερ με κεφτέδες και παιδιά που κάνουν ουρές για να αγοράσουν τσιπς από την καντίνα. Προσκυνητές προς την Τήνο, Οικογένειες για τη Σέριφο, Κοσμικοί στη Μύκονο, Βορειοευρωπαίοι ψόφιοι για μπυροποσίες στην Πάρο, το Αιγαίο διαλύοντας τις ίδιες του τις μυθολογίες έγινε one size fits all, κάτι που ταιριάζει με όλους. Τα rooms to let έδωσαν στα πιο τουριστικά νησιά τη θέση τους σε τεράστια πανομοιότυπα τουριστικά συγκροτήματα. Αυτά προσφέρουν κάποιες ανέσεις όπως καθαρές τουαλέτες και κλιματισμό, σπάνια όμως υπερβαίνουν το στερεότυπο πρωινό με τη συσκευασμένη μαρμελαδίτσα και το βουτυράκι με ξερή φρυγανιά.

Είναι αλήθεια, αν το δει κανείς ανθρωπολογικά, ο τουρισμός άλωσε την «καθαρότητα» και την «αγνότητα» του αιγαιοπελαγίτικου πολιτισμού. Το κακό ξεκίνησε με την ταινία Zorba the Greek, που έθεσε τις βάσεις για να χτιστούν τα στερεότυπα: γαϊδουράκι, παπάς, άσπρα σπιτάκια, καλοσυνάτοι ντόπιοι, greek salad, djadjiki, το καφενείο, τα ούζα και τα τσίπουρα, ήλιος, γυμνές τουρίστριες και, ίσως το πιο κρίσιμο σημείο σ’ αυτή την κατασκευή, το πρότυπο του Greek Lover. Τελικά, χάρη στις ταινίες του Δαλιανίδη (Παλικάρια χορεύουν συρτάκι στο λιμάνι, Βαρκάρηδες χαμογελούν) τα κλισέ που φτιάχτηκαν για να προσελκύσουν τουρίστες έγιναν πιστευτά από τους ιθαγενείς. Σήμερα, περισσότερο ακόμη κι από τους αλλοδαπούς, οι κάτοικοι των Αθηνών (κυρίως) ορμούν στο Αιγαίο κάθε καλοκαίρι προκειμένου να ζήσουν το όνειρο του αιγαιοπελαγίτικου ηδονισμού. O ΕΟΤ, τα ξενοδοχεία Ξενία, ο Κοσμοπολιτισμός των 70s μέσα από τον κινηματογράφο και τη διαφήμιση έδωσε τη θέση, μοιραία, στην παρακμή του ίδιου του μοντέλου που κατασκεύασε. Η υπερπροβολή οδήγησε στην καρικατούρα.

© Martin Parr / Magnum Photos

Το τέλος του φαινομένου ήρθε τόσο άδοξα όσο και τετελεσμένα. Τα νησιά απλά βούλιαξαν. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς, ώστε δεν έμειναν πολλά περιθώρια στο κάδρο της selfie να χωρέσει «παραδοσιακά κτίσματα», ανεμόμυλους, άμμο και θάλασσα. Τα ελληνικά νησιά, όπως τα ισπανικά ή η Βενετία πολύ πριν απ’ αυτά, έπαψαν να είναι αληθινά. Οι κάτοικοι τον χειμώνα φεύγουν. Τα παραδοσιακά αρχοντικά κτίσματα πουλήθηκαν σε πλούσιους αλλοδαπούς. Η τοπική κουζίνα εν πολλοίς ξεχάστηκε και τη θέση της πήραν τα generic Σουβλάκια, Μουσακάδες και Χωριάτικες (για να μη μιλήσουμε για τα σούσι και τα σεβίτσε). Οι παραλίες στουμπώθηκαν τόσο πυκνά από ξαπλώστρες και ομπρέλες, ώστε η άμμος δύσκολα διακρίνεται. Μια έντονη αποφορά αντιηλιακού με άρωμα καρύδας κάλυψε τα πάντα. Ακόμη και την τσίκνα των σουβλακιών.

Όμως, νομίζω, το τέλος του μύθου του Ελληνικού Καλοκαιριού δεν ήρθε από την υπερπώληση του προϊόντος και τον κορεσμό από τις μάζες των τουριστών. Πολύ πιο πεζά, το κόστος ανέβηκε τόσο πολύ, ώστε να κάνει το όραμα της Μυκόνου και της Σαντορίνης άπιαστο για τα πλήθη των ντόπιων. Κι όταν ακόμη και τα λιγότερο glamorous νησιά βούλιαξαν κι αυτά από τον κόσμο και το κόστος, η πρωτεύουσα της χώρας, τόπος προέλευσης κάποτε των περισσοτέρων επισκεπτών των νησιών, ανέλαβε να τους κρατήσει αφού τα νησιά ήταν πλέον άπιαστα. Και εκεί όμως, οι νέοι επενδυτές και επιχειρηματίες, μαζί πάντα με τον δήμαρχο κ. Μπακογιάννη, ανέλαβαν να εξευγενίσουν τα πάντα και να προσφέρουν κρύους καφέδες προς έξι ευρώ και, ακόμη πιο κρύα, κοκτέιλ προς είκοσι. Τι έμενε πλέον παρά να μοντάρουμε τον πιο ωραίο μας εαυτό στο photoshop μπροστά σε τροπικό φόντο, ώστε οι φίλοι μας στα social media να σιγουρευτούν ότι παραμένουμε ενεργοί και ευτυχισμένοι…

Ο σημερινός μαζικός τουρίστας είναι ακριβώς ο ίδιος μπουνταλάς που πλακώνεται στις πίτσες και τις μπύρες ενώ κάνει ζάπινγκ κάθε βράδυ στην πολυθρόνα του, στο διαμέρισμά του. Κύριες ασχολίες του ενόσω βρίσκεται σε αποστολή είναι να φωτογραφίζει (ή να βιντεοσκοπεί) και να ψωνίζει. Νέοι ή γέροι, χοντροί ή λεπτοί, κοντοί ή ψηλοί, μελαχρινοί ή ξανθοί, φωτογραφίζουν τα πάντα και φωτογραφίζονται μπροστά σε κάθε είδους μνημείο (Παρθενώνες, Πυραμίδες, ανεξακρίβωτα ερείπια) ή «μνημείο» (πλαστικές Σφίγγες, λόμπυ ξενοδοχείων, μασκαρεμενένους ντόπιους). Είναι η απόδειξη ότι «ήμουν εκεί». Η αναζήτηση σουβενίρ σε καλές τιμές είναι επίσης πολύ σημαντικό μέρος της τουριστικής εμπειρίας: χαλιά, πλαστικές γόνδολες, γύψινοι παρθενώνες, αφίσες, καρτ ποστάλ… Αυθεντικά ντόπια έργα τέχνης. Καταναλώνουν, απορροφούν κάθε είδους πληροφορία, συνήθως τελείως εξωπραγματική, ασήμαντη ή σχηματοποιημένη.

Ο Τάσος Δούσης στη Ζάκυνθο

Οι φωτογραφίες του Martin Parr μάς κάνουν πολύ πιο κατανοητό αυτόν τον παράλογο πλανήτη της παγκοσμιοποίησης. Οι φωτογραφίες με τις τεράστιες χαοτικές ουρές επισκεπτών στην Ακρόπολη έγιναν viral πριν λίγο καιρό, πριν καν ξεκινήσει για τα καλά το ελληνικό Καλοκαίρι. Νομίζω ότι ο Marin Parr θα ήθελε να τις είχε τραβήξει αυτός. Ήδη η πόλη της Αθήνας μάλλον έχει φτάσει στα όριά της. Δεν υπάρχουν σπίτια προς ενοικίαση στο κέντρο. Κάθε μέρα ανοίγουν καινούργια ξενοδοχεία και airbnb. Τα πεζοδρόμια έχουν καλυφθεί από τραπεζοκαθίσματα. Οι ήχοι από τα ροδάκια των βαλιτσών στοιχειώνουν τα Εξάρχεια, το Κουκάκι και το Παγκράτι. Τεράστια κλιματιζόμενα πούλμαν παρκάρουν στο Σύνταγμα μπροστά στις στάσεις του τρόλεϊ. Οι ίδιοι οι κακομοίρηδες οι κάτοικοι δεν κυκλοφορούν στους δρόμους πλέον (δε υπάρχει χώρος στα πεζοδρόμια), αράζουν στην πολυθρόνα του σαλονιού ταξιδεύοντας νοερά παρακολουθώντας τις περιπετειώδεις εκπομπές του Τάσου Δούση. Εκεί, η γηγενής σκυλάδικη κουλτούρα ταξιδεύει σε αναλόγου πολυτέλειας ριζόρτς ανά τον κόσμο. Η γκαρνταρόμπα και τα χρυσά ρολόγια του ταξιδευτή-παρουσιαστή δίνουν μια ακόμα ευκαιρία στον Νεοέλληνα να ξεβλαχέψει (αν δεν το είχε ήδη κάνει υπό την προτροπή του Πέτρου Κωστόπουλου στα 90s). Leave your Myth Everywhere, για να παραφράσουμε τη φράση του μεγάλου Επιτρόπου…

εικόνες:

Tourists at the Acropolis” by mpieracci is licensed under CC BY-NC-ND 2.0.

Tourists at the Acropolis” by Mary P Madigan is licensed under CC BY 2.0.

Θανάσης Μουτσόπουλος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, Σχολή Αρχιτεκτόνων, ΕΜΠ.